Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία προκάλεσε
μικρό ή μεγαλύτερο σοκ σε πολλούς από όσους είχαν «μπει στο κλίμα» της
προεκλογικής περιόδου. Εννοώ φυσικά στη θερμή ατμόσφαιρα της εκστρατείας του
Μελανσόν, της οποίας ένα από τα στοιχήματα ήταν η ανάσχεση της λαϊκής και
εργατικής «διείσδυσης» του λεπενισμού, η ηθική και πολιτική απογύμνωση της
ακροδεξιάς δημαγωγίας. Για πολλές εβδομάδες έτυχε να δω βίντεο και να διαβάσω
κάθε λογής κείμενα, φιλικά και κριτικά, εγκωμιαστικά ή δηλητηριώδη, για την
εκστρατεία του Μετώπου της Αριστεράς και για τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Τώρα, λίγες
μέρες μετά το αποτέλεσμα, η εντύπωσή μου δεν αλλάζει με το 11% και κάτι αντί του
15% ή του 16% που αποτελούσε μια θεμιτή προσδοκία.
Συνοψίζω τι αντιλήφθηκα από αυτή την συγκεκριμένη κινητοποίηση. Η παρουσία
Μελανσόν και Μετώπου της Αριστεράς υπήρξε από πολλές απόψεις υποδειγματική.
Συνδύασε το πάθος και την έλλογη πρόκληση, τον λυρισμό μαζί με μια δραστική
αφομοίωση των ιστορικών συμβολισμών της γαλλικής ριζοσπαστικής παράδοσης.
Ενσωμάτωσε διανοούμενα και λαϊκά στοιχεία συνομιλώντας με διαφορετικές πηγές του
ρεπουμπλικανισμού και του σοσιαλισμού. Ξεδίπλωσε, πάνω από όλα, μια εμψυχωτική
ρητορική και ένα αναμφισβήτητο πολιτικό χάρισμα. Οι τραχιές και επιθετικές όψεις
της ρητορικής του Μελανσόν εναλλάσσονταν με είδος πρακτικής πολιτικής
παιδαγωγικής.
Αυτό άλλωστε το τελευταίο στοιχείο, όπως και οι αναφορές στην ιακωβίνικη
κληρονομιά της Μεγάλης Επανάστασης, αντιμετώπισαν και τον έντονο σκεπτικισμό
κάποιων διανοουμένων με ελευθεριακές ευαισθησίες. Ο Μισέλ Ονφρέ αλλά και ο
γνωστός μας Ζακ Ρανσιέρ θεώρησαν το όλο εγχείρημα ως ενσωμάτωση στο ολιγαρχικό
και αρχηγικό μοντέλο της προεδρικής εκλογής. Και ο Κον Μπεντίτ είδε απλώς
νοσταλγία για τη δεκαετία του ʼ70, υπονοώντας ένα είδος αριστερού ρετρό.
Πέρα όμως από τέτοιες ιδιαίτερες δυσφορίες, είναι γεγονός ότι σε αυτή την
καμπάνια επιτεύχθηκε η συγχώνευση των πολλαπλών πηγών της γαλλικής ριζοσπαστικής
Αριστεράς. Συναντήθηκαν ο αντικαπιταλισμός με τη «συντακτική» δημοκρατική
επαγγελία, η πίστη στην πολιτική βούληση και η τολμηρή κριτική στον κλασικό
αριστερό «παραγωγισμό», στην παραδοσιακή ιδεολογία της αναπτυξιακής μεγέθυνσης
(croissance).
Και το ερώτημα έρχεται αμείλικτο: Αν το πράγμα είχε έτσι, γιατί η δυναμική
του Αριστερού Μετώπου υπερκεράστηκε από τη Μαρίν Λεπέν και τον δικό της λαό; Αν
υπήρχαν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θεμιτές προσδοκίες και βάσιμες ελπίδες,
γιατί ένα τέτοιο «μισό» αποτέλεσμα; Και λέω μισό αποτέλεσμα, γιατί σε καμιά
περίπτωση δεν υπήρξε αποτυχία αλλά ένα ματαιωμένο στοίχημα..
Νομίζω ότι αρκετές από τις συνηθισμένες απαντήσεις στην παραπάνω απορία
παραμένουν στην επιφάνεια. Κάποιες διαπιστώσεις διατηρούν τη σχετική τους αξία.
Για παράδειγμα, η ιδέα ότι λειτούργησε, εν μέρει, το σύνθημα περί «χρήσιμης
ψήφου» ή ότι η στροφή του Σαρκοζύ προς τα θέματα της άκρας Δεξιάς νομιμοποίησε
ακόμα περισσότερο την ψήφο προς τη Μαρίν Λεπέν. Κάποιες άλλες υποθέσεις έχουν το
ελάττωμα να εξηγούν τα πάντα και τίποτα. Οι γενικόλογες αναφορές του Τύπου στο
φόβο και στην οργή που λέγεται ότι παράγουν την Ακροδεξιά, όπως περίπου ένας
κινητήρας βγάζει το καύσιμο, συνιστούν μια τέτοια «εξήγηση» η οποία
επαναλαμβάνεται κουραστικά σε όλη την Ευρώπη. Ο «κοινωνικός θυμός», θα πει και ο
Ολάντ, εξηγεί την άνοδο του Εθνικού Μετώπου.
Μια άλλη υπόθεση αγγίζει προφανώς μια ουσιαστική πτυχή της γαλλικής
πραγματικότητας. Η υπόθεση είναι ότι η δυναμική του Εθνικού Μετώπου δεν
οφείλεται σε έναν εν γένει κοινωνικό φόβο, αλλά σε έναν ιδιαίτερο και
προσανατολισμένο φόβο, στον φόβο απώλειας της εθνικής ταυτότητας. Δεν
βρισκόμαστε πια στον παλαιότερο αντιμεταναστευτισμό αλλά σε μια ιδιαίτερη και
πιο σύγχρονη πολιτισμική παραλλαγή γύρω από τον κίνδυνο κατοχής και «αλλοίωσης»
της χώρας, γύρω από το φάντασμα της αποδόμησης ενός δυτικού έθνους. Αυτός ο
ιδιαίτερος φόβος συσχετίζεται ευθέως με το Ισλάμ και την απειλή την οποία φέρει
μαζί του για τις γαλλικές αξίες, τον γαλλικό και τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Τα
«προάστια», τα banlieues, δεν είναι πια οι τόποι του κοινωνικού αποκλεισμού,
αλλά οι χώροι εκκόλαψης του ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Από αυτή τη μετατόπιση
νοήματος «ανανεώνεται» ή μάλλον εξαγνίζεται η ταυτότητα όλης της ευρωπαϊκής
άκρας Δεξιάς που μεταβάλλεται από το κόμμα του Αντιδιαφωτισμού στο κόμμα της
υποτιθέμενης προάσπισης του δυτικού πολιτισμού από την επέλαση των ιμάμηδων και
του σκοταδισμού τους.
Όπως υποστηρίζουν καλοί γνώστες της άκρας Δεξιάς,1 η
Λεπέν δεν κατίσχυσε επί του Μελανσόν στο πεδίο της κοινωνικής και οικονομικής
ατζέντας. Παρά τον «εθνικό κοινωνικό» προστατευτισμό του, το Εθνικό Μέτωπο δεν
κατέκτησε την τρίτη θέση χάρις στο κοινωνικό του πρόσωπο ή επειδή γοήτευσε τα
πλήθη με το ελάχιστα πιστευτό σύνθημα της επιστροφής στο φράγκο. Για να το πούμε
διαφορετικά: το Μέτωπο της Αριστεράς και ο Μελανσόν αντιπροσώπευσαν πολύ πιο
πειστικά την κοινωνική ιδέα της Αριστεράς, την αντίθεση στις νεοφιλελελεύθερες
ελίτ και στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση της λιτότητας.
Αλλά εδώ μπορούμε όμως να προχωρήσουμε λίγο μακρύτερα για να εντοπίσουμε τους
λόγους της αριστερής υστέρησης. Λόγοι οι οποίοι δεν αφορούν πιστεύω μόνο τη
Γαλλία, αλλά συνιστούν το θεμελιώδες αίνιγμα για κάθε αριστερή δύναμη στο
σημερινό κόσμο. Το διάβασα σε ένα κακεντρεχές σχόλιο ενός οπαδού της Λεπέν το
οποίο έλεγε, περίπου, το εξής: ο Μελανσόν «έχασε, εντέλει, από το πραγματικό»,
με την έννοια ότι το όνειρο συνάντησε τα όριά του και έσπασε τα μούτρα του στον
σκληρό τοίχο της πραγματικότητας. Αυτή η δήλωση, φαινομενικά κοινότοπη, έχει
έναν παράδοξο πυρήνα αλήθειας. Και είναι αυτή η αλήθεια η οποία καθιστά τον νέο
ακροδεξιό λαϊκισμό κάτι ριζικά διαφορετικό από τον «αριστερό λαϊκισμό» σε πείσμα
της ρηχής φιλελεύθερης εξομοίωσής τους, της θεωρίας των δύο άκρων. Είναι αυτή η
αλήθεια που χωρίζει με μια άβυσσο την έκκληση στον λαό της Λεπέν από την έκκληση
στον λαό και στην εξουσία του από τον Μελανσόν. Ο λαός της πρώτης είναι αυτά
τούτα τα συναισθήματα, οι διαθέσεις, οι εχθρικές αντιδράσεις έτσι όπως φύονται
στην ωμή μας καθημερινότητα, στο «καφενείο» όπως θα λέγαμε εδώ. Από την άλλη, η
λαϊκή έκκληση της Αριστεράς φέρει μαζί της κάτι ουσιωδώς αντιδημαγωγικό και
«διανοητικό» μαζί της. Εμπεριέχει δηλαδή μια ηθική και πολιτισμική απαίτηση, το
κάλεσμα για απομάκρυνση του λαού από τις αυθόρμητες δοξασίες, από την αυτονόητη
«λαϊκή ιδεολογία». Στον βαθμό που θέτει την έκκληση στον λαό υπό τη σκέπη της
αξίας της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο αριστερός «λαϊκισμός» αναφέρεται σε κάτι
ελευσόμενο, σε ένα μέλλον του λαού και όχι στην κολακεία αυτού που υπάρχει
σήμερα. Στη μεγάλη συγκέντρωση στην πλαζ της Μασσαλίας, ο Μελανσόν μίλησε
χαρακτηριστικά για ένα «οικουμενικό έθνος», την ίδια στιγμή που εγκωμίασε τα
θετικά της ανάμιξης, της συνάντησης των ποικίλων εθνοτικών και θρησκευτικών
καταγωγών οι οποίες φτιάχνουν τη μεσογειακή γαλλική ταυτότητα, τη
μεσογειακότητα. Προσπάθησε έτσι να δείξει στον λαό κάτι που παραμένει συχνά
αθέατο στην ίδια του την βιωμένη εμπειρία, σκεπασμένο κάτω από τόνους
παρεξηγήσεων, κάτω από τις μνήμες των διχασμών και την αποξένωση των βλεμμάτων.
Μίλησε, εντέλει, από τη σκοπιά μιας δυνατότητας, της δυνατότητας του λαού της
κοινής χειραφέτησης. Δεν πήρε ποτέ πάνω του τις ετοιμοπαράδοτες σκευές του
μίσους, της υποψίας και της περιφρόνησης. Αυτό που ο οπαδός της Λεπέν αποκαλεί
με κάποια έπαρση «το πραγματικό» είναι, από τη σκοπιά της Αριστεράς, αποτύπωμα
μιας συγκεκριμένης κοινωνικής και πολιτισμικής συνθήκης. Σε μια κοινωνία που
βασίζεται στον ανταγωνισμό και σε μια συγκυρία η οποία λιπαίνει τους οριζόντιους
φθόνους και τις ενδοκοινωνικές διαιρέσεις, το έργο μιας Λεπέν είναι πολύ απλό:
προεκτείνει τη «φύση» στην πολιτική επενδύοντας πολιτικά στο βλέμμα των ανθρώπων
μπροστά στην ισχύ της ζοφερής εικόνας λ.χ. των προαστίων, όπως εδώ κάποιοι
παίζουν με την εικόνα του κέντρου της Αθήνας. Συμπέρασμα: η Ακροδεξιά δεν
χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο. Δεν πράττει τίποτα, και με αυτή την έννοια
μπορούμε να πούμε ότι δεν κάνει πολιτική αλλά παρουσιάζει την ανθρωποφαγία ως
πολιτική. Ανενδοίαστα, μεταφέρει τους φόβους αυτοσυντήρησης στο επίπεδο της
πολιτικής ως διαμάχης μεταξύ άγριων φυσικών δυνάμεων, ως πολέμου μεταξύ των
στοιχείων του «κοινωνικού οργανισμού». Αφήνει τις εικόνες, τις πρωταρχικές
εντυπώσεις να καταπλακώνουν τις έννοιες, τη σκέψη και την πολιτική φαντασία. Ο
ακροδεξιός λαϊκισμός είναι έτσι το βασίλειο του ορμικού και όχι το πεδίο
διάκρισης ενός πάθους το οποίο στηρίζεται στην ικανότητα επινόησης νέων κανόνων
συμβίωσης.
Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα και την αναφορά του
Μελανσόν στην αγάπη και στην ευτυχία. Στη δική του έκκληση στον λαό, που είναι
συγχρόνως αποδοχή και κριτική του λαού, εγγύτητα και απόσταση μαζί του,
αναγνωρίζουμε ένα αίτημα αγάπης. Ο ταξικός θυμός, το πνεύμα της σύγκρουσης, ο
αντικαπιταλισμός, όλα αυτά εγγράφονται εδώ σε μια υπόσχεση αγάπης, σε μια
επιθυμία κατάφασης.
Θα έλεγε κανείς ότι για να αναχαιτιστεί η ανθρωποφαγία την οποία ενσαρκώνει
επιτυχημένα η Ακροδεξιά, η Αριστερά, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα,
καλείται να ενσαρκώσει συγχρόνως δύο διαστάσεις: να επωμιστεί αυτό που υπάρχει
αλλά και αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει στην προοπτική της αλληλεγγύης, σε μια
προοπτική δηλαδή η οποία προς το παρόν παραμένει η εξαίρεση και όχι ο κανόνας
των κοινωνικών σχέσεων. Η Αριστερά δεν μπορεί, ακόμα και αν το θέλει, να γίνει η
φωνή της γυμνής ζωής· θα μπορούσε όμως να υπάρξει μόνο ως έκφραση μιας ζωής που
μεταμορφώνεται, του λαού ο οποίος αλλάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Κάτι τέτοιο δεν
καθορίζεται από καμιά μεμονωμένη εκλογική στιγμή. Δεν είναι καν θέμα μιας
συμβατικής πολιτικής μάχης, μιας παρέμβασης για αλλαγή των συσχετισμών. Συνιστά
το πλέον δύσκολο στοίχημα, μια υπόθεση μακράς διάρκειας και βάθους, χωρίς καμιά
ιστορική εγγύηση επιτυχίας, χωρίς άνωθεν εξασφάλιση. Μα ίσως αυτό το στοίχημα
συνιστά και τον λόγο ύπαρξης του περίφημου σοσιαλισμού του εικοστού πρώτου
αιώνα, για τον οποίο τόσα πολλά λέγονται…
1 Βλ. τη συνέντευξη της πολιτικής επιστήμονος Nonna Mayer στην εφημερίδα
Libération, Tρίτη 24.4.2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου