Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Ωραίες συμπτώσεις...

O ΠΚ ήταν επί είκοσι χρόνια διευθυντής σε ραδιοφωνο του  μεγαλομέτοχου της Ιντρακόμ.Μετά την δημιουργία της Δημαρ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της.Αμέσως μετά την υιοθέτηση του 4-2-1 τοποθετήθηκε στα κρατικά λαχεία του Οπαπ.Τα κρατικά λαχεία γίνονται επίδικο μεταξύ Κόκκαλη , Μελισανίδη.Η Δημάρ αποχωρεί από την κυβέρνηση, αλλά ο ΠΚ παραμένει στη θέση του.Τι κονέ είναι αυτά;

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ο αναπόφευκτος εισοδισμός

Παρότι υπάρχει μια εκτεταμένη φιλολογία για τα μεσαία στρώμματα της Ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, η πολιτική τους αποτύπωση παραμένει ταμπού.Γιατί αυτά τα στρώμματα εισέρχονται και αντιπροσωπεύονται σε όλο το πολιτικό φάσμα. Επομένως ηθικολογικές ή ταξικές αναφορές ( αλά οικονομισμός του 1930) είναι περιττές και άστοχες.
Ερώτημα:
-Μεγαλοδικηγόρος που επιδίδει εξώδικο σε επιχειρησιακό σωματείο του κλάδου της πληροφορικής ως εκπρόσωπος της διοίκησης και αντιδήμαρχος μεγάλου δήμου ΒΠ με  βαρύ παρελθόν και λαμπρό Σαμαρικό μέλλον σε ποιό κόμμα της αριστεράς είναι πρώτο τραπέζι πίστα;
Η απάντηση εδώ. Στην δεξιά πλευρά στο ηχητικό "παρεμβάσεις και κλείσιμο"
Είπαμε όχι ηθικολογίες, ο "αναμάρτητος".....

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Επι­μέ­νω, λοι­πόν, ό­τι σε κά­θε χώ­ρα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­κού κύ­κλου, έ­νας ο­ρι­σμέ­νος εν­διά­με­σος χώ­ρος έ­χει δο­μι­κή θέ­ση.


Συνέντευξη του Ν.Σεβαστάκη


Όλη η συνέντευξη εδώ : Πηγή Εποχή




Στα άρ­θρα σου συ­χνά α­να­φέ­ρε­σαι στο ή­θος στην πο­λι­τι­κή, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νου και του ρι­ζο­σπα­στι­κού ή­θους, ό­πως και στις α­πο­χρώ­σεις οι ο­ποίες, πα­ρα­τη­ρείς στο τε­λευ­ταίο σου βι­βλίο, συ­χνά θυ­σιά­ζο­νται για να α­να­δειχ­θούν οι α­ντι­θέ­σεις, τα μέ­τω­πα, οι σα­φείς γραμ­μές της α­ντι­πα­ρά­θε­σης. Αυ­τά α­φο­ρούν και την α­ρι­στε­ρά, ο λό­γος της, δη­λα­δή, ε­γεί­ρει πα­ρό­μοια ζη­τή­μα­τα, και ποιες οι πη­γές τέ­τοιων σφαλ­μά­τω­ν;

Ο ρι­ζο­σπα­στι­σμός δεν εί­ναι μια ε­νιαία υ­πό­στα­ση, α­μι­γώς θε­τι­κή ή πά­ντο­τε α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή. Υπάρ­χουν πολ­λές ποι­κι­λίες ρι­ζο­σπα­στι­σμού, α­κό­μα και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές λο­γι­κές λαϊκής ε­ξέ­γερ­σης και α­νυ­πα­κοής. Ανα­φέρ­θη­κα ή­δη στο δε­ξιό ρι­ζο­σπα­στι­σμό που συν­δυά­ζει το θέ­μα της κα­τα­δυ­νά­στευ­σης του α­πλού αν­θρώ­που με την προσ­δο­κία ε­νός αυ­ταρ­χι­κού κρά­τους των ι­σχυ­ρών και α­διά­φθο­ρων «ο­δη­γών». Ή α­κό­μα μπο­ρού­με να α­να­φερ­θού­με και στον ι­διό­τυ­πο ρι­ζο­σπα­στι­σμό ό­σων ζη­τούν την α­πο­φα­σι­στι­κή υ­πέρ­βα­ση των συμ­βα­τι­κών κα­νό­νων και θε­σμι­κών ε­μπο­δίων για την «α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της οι­κο­νο­μίας». Ο ρι­ζο­σπα­στι­σμός μπο­ρεί να προέρ­χε­ται και α­πό τις ί­διες τις προω­θη­μέ­νες ε­λί­τ, οι ο­ποίες ε­πι­διώ­κουν να α­παλ­λα­γούν α­πό χρο­νο­βό­ρες και α­τέρ­μο­νες δια­δι­κα­σίες ε­λέγ­χων, α­πό τις κα­θυ­στε­ρή­σεις των κοι­νο­βου­λευ­τι­κών δια­δι­κα­σιών κ.λπ. Για να έλ­θω ό­μως στο ε­ρώ­τη­μα για το ρι­ζο­σπα­στι­κό α­ρι­στε­ρό ή­θος. Έχω γρά­ψει ο­ρι­σμέ­να ε­πι­κρι­τι­κά κεί­με­να για συ­γκε­κρι­μέ­να φαι­νό­με­να. Το κυ­ριό­τε­ρο πρό­βλη­μα για μέ­να εί­ναι μια α­ντί­λη­ψη πε­ρί κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης που με­τα­τρέ­πει με μιας τις α­ντι­θέ­σεις σε α­πλοϊκούς δι­χα­σμούς. Αυ­τή η α­ντί­λη­ψη ελ­κύε­ται α­πό μια τε­λε­σι­γρα­φι­κή γλώσ­σα πρό­θυ­μη να με­τα­χει­ρι­στεί α­νι­στό­ρη­τες λε­κτι­κές υ­περ­βο­λές για να ε­πι­βε­βαιώ­σει την κρι­τι­κή και μα­χη­τι­κή της λει­τουρ­γία.

Προ­φα­νώς η πρα­κτι­κή πο­λι­τι­κή γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να δια­χει­ρι­στεί α­πο­χρώ­σεις. Αλλά η γλώσ­σα μας δη­μιουρ­γεί ε­θι­σμούς και μα­νιέ­ρες στους κοι­νω­νούς της. Ανά­με­σα σε μια χλια­ρή πε­ρι­γρα­φή γι’ αυ­τό που ι­σχύει σή­με­ρα και στη γκρο­τέ­σκ ρη­το­ρι­κή πε­ρί δι­κτα­το­ρίας και γε­νο­κτο­νιών (α­κού­γο­νται αυ­τές οι λέ­ξεις πο­λύ συ­χνά) υ­πάρ­χουν πολ­λές άλ­λες δυ­να­τό­τη­τες. Το ρι­ζο­σπα­στι­κό ή­θος δεν πρέ­πει να συγ­χέε­ται με τη μο­νό­το­νη δια­κή­ρυ­ξη ε­μπό­λε­μων κα­τα­στά­σεων. Για­τί κα­τά βά­θος οι άν­θρω­ποι, α­κό­μα και ό­σοι βρί­σκο­νται σε κα­τά­στα­ση θυ­μού, δεν α­να­ζη­τούν πλέ­ον πε­ρισ­σό­τε­ρους λό­γους για να θυ­μώ­νουν ή για να εί­ναι «αρ­παγ­μέ­νοι»: ο κοι­νω­νι­κός και ψυ­χι­κός χρό­νος έ­χει με­τα­βλη­θεί α­πό το 2011 και το 2012. Και αυ­τό άλ­λω­στε πά­ει να α­ξιο­ποιή­σει με τους δι­κούς του ό­ρους ο Αντώ­νης Σα­μα­ράς με την ι­στο­ρία πε­ρί success story και νέ­ας ψυ­χο­λο­γίας. Το δε­σπό­ζον ε­ρώ­τη­μα εί­ναι πλέ­ον οι ό­ροι και οι δυ­να­τό­τη­τες μιας α­να­συ­γκρό­τη­σης της κοι­νω­νι­κής ζωής πέ­ρα φυ­σι­κά α­πό κά­θε λο­γι­κή ε­πι­στρο­φής στην ψευ­δή «κα­νο­νι­κό­τη­τα» των χρό­νων του 2000.

Με­γά­λο πο­σο­στό του λα­ού προ­σβλέ­πει στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για να α­να­τρέ­ψει το μνη­μό­νιο και τις συ­νέ­πειές του, πράγ­μα αυ­τό κα­θε­αυ­τό πο­λύ σο­βα­ρό. Αυ­τό, ως κε­ντρι­κό κα­θή­κον, ι­στο­ρι­κό, εί­ναι λο­γι­κό να κυ­ριαρ­χεί στην πο­λι­τι­κή της ρι­ζο­σπα­στι­κής α­ρι­στε­ράς. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, έ­να ζή­τη­μα μή­πως –μι­λώ­ντας ξα­νά για τα φυ­σιο­γνω­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά– ο­δη­γη­θεί σε μο­νο­μέ­ρεια; Πώς θα μπο­ρού­σε να α­πο­φευχ­θεί αυ­τό;

Όλα τα πα­ρα­πά­νω έ­χουν ά­με­ση σχέ­ση και με την υ­πό­θε­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και της προο­πτι­κής του. Κα­τά τη γνώ­μη μου, η ε­πι­κέ­ντρω­ση στο α­ντι-μνη­μό­νιο ή­ταν πα­ρα­γω­γι­κή πο­λι­τι­κά μέ­χρι και τις προ­η­γού­με­νες ε­κλο­γές. Η ά­νο­δος της νε­ο­να­ζι­στι­κής α­κρο­δε­ξιάς και η δια­σπο­ρά α­ντι­μνη­μο­νια­κών φω­νών προς τις πιο α­πί­θα­νες και γρα­φι­κές κα­τευ­θύν­σεις, ε­πι­βάλ­λει και­ρό τώ­ρα μια στο­χα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή: την έμ­φα­ση σε αυ­τό που θέ­λεις πλέ­ον να ε­πι­τύ­χεις ως Αρι­στε­ρά και ό­χι σε ό­λα ό­σα α­πο­δεί­χτη­καν κα­κά. Με μια λέ­ξη: προ­τε­ραιό­τη­τα στις δι­κές σου κα­τα­φά­σεις, στο δι­κό σου ί­χνος αλ­λα­γών και ό­χι πλέ­ον στο να ζω­γρα­φί­ζεις με με­λα­νά χρώ­μα­τα τις ευ­θύ­νες των άλ­λων για την παι­δεία, την υ­γεία, το κρά­τος. Αυ­τή η στο­χα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή δεν έ­χει κα­μιά σχέ­ση με μια α­φε­λή ά­πο­ψη που υ­πο­βαθ­μί­ζει τη ση­μα­σία των Μνη­μο­νίων τα ο­ποία συ­νι­στούν, πέ­ρα α­πό ε­πι­μέ­ρους ση­μεία, «αρ­χι­τε­κτο­νι­κά» υ­πο­δείγ­μα­τα για την α­να­διάρ­θρω­ση μέ­σω υ­πο­τί­μη­σης. Πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον Ινγκράο θα έ­λε­γα ό­τι ε­δώ και και­ρό το «α­ντι­μνη­μο­νια­κό» δεν αρ­κεί. Ού­τε η α­να­βίω­ση μιας συν­θη­μα­το­λο­γίας η ο­ποία με­τα­τρέ­πει το έ­θνος και ο­λό­κλη­ρο σχε­δόν τον ελ­λη­νι­κό λαό σε θύ­μα­τα μιας συλ­λο­γι­κής τι­μω­ρίας α­πό την πλευ­ρά των ε­λίτ και της τρόι­κας. Πο­λύ α­πλά διό­τι μπο­ρεί κά­ποιος να βρί­ζει την Μέρ­κελ και την τρόι­κα και συγ­χρό­νως να α­δια­φο­ρεί πα­γε­ρά για τις Νέες Μα­νω­λά­δες, να αρ­νεί­ται με­τά βδε­λυγ­μίας έ­ναν α­ντι­ρα­τσι­στι­κό νό­μο ή να φα­ντα­σιώ­νε­ται την α­ντι­κα­τά­στα­ση του «κοι­νο­βου­λίου των κλε­φτών» α­πό μια ο­μά­δα σο­φών κε­φα­λών του έ­θνους με τη συμ­με­το­χή και των αρ­χη­γών των τριών ό­πλων! Να, για πα­ρά­δειγ­μα, οι τε­λευ­ταίες δη­λώ­σεις Πο­λύ­δω­ρα που στο ό­νο­μα του α­ντι-τροϊκα­νού με­τώ­που νο­μι­μο­ποιούν τη «συ­νεν­νό­η­ση» με τη Χρυ­σή Αυ­γή.

Θα πει κά­ποιος: ό­λα αυ­τά μή­πως ο­δη­γούν σε μια ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά που δεν θα εί­ναι και τό­σο ρι­ζο­σπα­στι­κή, που θα με­τα­το­πί­ζε­ται προς το «κέ­ντρο»; Ξέ­ρε­τε την ά­πο­ψή μου γι’ αυ­τό το θέ­μα α­πό την αρ­θρο­γρα­φία μου στην «Αυ­γή». Επι­μέ­νω, λοι­πόν, ό­τι σε κά­θε χώ­ρα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­κού κύ­κλου, έ­νας ο­ρι­σμέ­νος εν­διά­με­σος χώ­ρος έ­χει δο­μι­κή θέ­ση. Δεν α­πο­τε­λεί, ό­πως πι­στεύουν πολ­λοί, πο­λι­τι­κή α­ντα­νά­κλα­ση των ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νων με­σαίων στρω­μά­των, ο­πό­τε αν λό­γω κρί­σης τα με­σο­στρώ­μα­τα «στρι­μώ­χνο­νται», παύει και ο εν­διά­με­σος χώ­ρος να έ­χει λό­γο ύ­παρ­ξης. Η ε­κτί­μη­ση πε­ρί μιας πό­λω­σης που ε­ξα­φα­νί­ζει τους εν­διά­με­σους υ­πο­τι­μά το βά­θος της ε­ξα­το­μί­κευ­σης αλ­λά και τις ση­μα­ντι­κές αλ­λα­γές στις κουλ­τού­ρες και στα ή­θη ό­λων των στρω­μά­των και ό­χι α­πλώς των μι­κρο­α­στι­κών ή ε­κεί­νων που δια­θέ­τουν α­κό­μα πό­ρους. Πο­λύ α­πλά υ­πάρ­χει έ­νας κό­σμος που δεν α­να­γνω­ρί­ζε­ται στον μαρ­ξο­γε­νή α­ντι­κα­πι­τα­λι­σμό ού­τε στις α­ντι­λή­ψεις πε­ρί συλ­λο­γι­κής δρά­σης και στους ε­σω­τε­ρι­κούς κώ­δι­κες της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς. Εί­ναι έ­νας κό­σμος που δεν κα­τε­βαί­νει στο δρό­μο, συγ­χρό­νως ό­μως α­ντι­λαμ­βά­νε­ται πολ­λά α­πό τα δει­νά της ση­με­ρι­νής κα­τά­στα­σης των πραγ­μά­των. Εί­ναι έ­νας κό­σμος, τέ­λος, ο ο­ποίος διεκ­δι­κεί­ται τό­σο α­πό δη­μο­κρα­τι­κές ό­σο και α­πό α­ντι­δη­μο­κρα­τι­κές έ­ξεις, δια­σχί­ζε­ται α­πό πα­νι­κούς α­πώ­λειας αλ­λά και α­πό ε­πι­θυ­μίες για την εύ­ρε­ση μιας νέ­ας ι­σορ­ρο­πίας στην α­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη ζωή του. Η Αρι­στε­ρά δεν γί­νε­ται λι­γό­τε­ρο ρι­ζο­σπα­στι­κή αν α­να­γνω­ρί­σει την πε­ρι­πλο­κό­τη­τα των στά­σεων και των η­θών. Αν α­να­γνω­ρί­σει ε­ντέ­λει ό­τι μια κοι­νω­νία, α­κό­μα και στις φά­σεις της με­γά­λης ύ­φε­σης, δια­θέ­τει δια­φο­ρο­ποιη­μέ­νους η­θι­κούς και πο­λι­τι­στι­κούς κώ­δι­κες. Δεν πρέ­πει, άλ­λω­στε, να ξε­χνά­με ό­τι ό­σο και αν η κρί­ση έ­φτια­ξε «μέ­τω­πα», την ί­δια στιγ­μή ε­ξέ­θρε­ψε και τους κα­τα­κερ­μα­τι­σμούς και τις ο­ρι­ζό­ντιες διαι­ρέ­σεις. Για αυ­τό και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ χρειά­ζε­ται συγ­χρό­νως έ­ναν λό­γο μέ­ρι­μνας για τη συ­νο­χή της κοι­νω­νίας αλ­λά και για έ­να modus vivendi με α­ντί­πα­λες ή με α­πο­κλί­νου­σες α­πό τη δι­κή του ερ­μη­νείες του δη­μό­σιου συμ­φέ­ρο­ντος. Μια α­ρι­στε­ρή κυ­βερ­νη­τι­κή δυ­να­μι­κή προϋπο­θέ­τει τό­σο τις έλ­λο­γες συ­γκρού­σεις με πο­λι­τι­κές ε­πι­λο­γές ό­σο και την ορ­γά­νω­ση συ­ναι­νέ­σεων και μορ­φών πα­ρα­γω­γι­κής πο­λι­τι­κής συ­νύ­παρ­ξης. Ανά­με­σα σε έ­ναν α­κραίο πραγ­μα­τι­σμό, ο ο­ποίος α­γνο­εί τις το­μές α­ξιών και τα­ξι­κών α­να­φο­ρών, και σε έ­ναν ι­δε­ο­λο­γι­σμό, ο ο­ποίος βλέ­πει την κοι­νω­νία ως κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα, ως μια «με­γά­λη πλα­τεία», ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει σε μια δια­φο­ρε­τι­κή λο­γι­κή. Του­λά­χι­στον αυ­τό θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι κά­ποια και­νού­ρια ε­πει­σό­δια της κρί­σης δεν αλ­λά­ξουν άρ­δην τα δε­δο­μέ­να…

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Ν.Ξυδάκης:Ιδιωτική ξιπασιά, δημόσια δαπάνη

Αν γυρέψουμε να βρούμε μια παραδειγματική ιστορία σπατάλης και αστόχαστης πολιτικής, που να εμπεριέχει τα περισσότερα συμπτώματα της malaise grecque, της ελληνικής νόσου του 1990 και 2000, αρκεί ένα πέρασμα από τη Βασιλίσσης Σοφίας. Αρκεί μια ματιά στο Μέγαρο Μουσικής: καταρχάς σε ό,τι είναι ορατό και υπέργειο, στο απροσδιορίστου αρχιτεκτονικής ταυτότητας κτίριο-μνημείο με τα τεράστια μπανερ στην πρόσοψη. Ενα ογκώδες, επιβλητικό, μάλλον βλοσυρό τοπόσημο, πλάι στις καθαρές μοντερνιστικές γραμμές του Γκρόπιους επί της Αμερικανικής Πρεσβείας.Ενα κτίριο εξωστρεφές και ενδοστρεφές ταυτόχρονα, δημόσιο και ιδιωτικό, αμφίσημο, όπως ακριβώς ήταν και το Μέγαρο ως οργανισμός. Ιδιωτικά γούστα με δημόσιο χρήμα· ανοιχτό κατ’ ανάγκην και κατά σύμβασιν, αλλά επιλεκτικό, ημίκλειστο, κατ΄ουσίαν. Το όραμα, η ενεργητικότητα και το καπρίτσιο ενός ανθρώπου, ενός ντιλετάντε, που καλλιμάχεια εσίκχαινε πάντα τα δημόσια, εκδήλως τη δημοσιότητα, κυρίως δε τον δημόσιο έλεγχο και τη λογοδοσία, πλην όμως δεν έχθαιρε το δημόσιο χρήμα, απεναντίας το θεωρούσε αυτοδικαίως κτήμα, εργαλείο και μέσο του πεφωτισμένου για την διαπαιδαγώγηση των μαζών, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν.Το Μέγαρο, ως δοχείο όπερας και υψηλού πολιτισμού, ήταν η κλίση και η κλήση του Χρήστου Λαμπράκη, η αποστολή και το έργο του. Και χτίστηκε, στη διάρκεια πολλών δεκαετιών, για να υπηρετήσει αυτό το όραμά του. Ηταν ανιδιοτελής, κατά τεκμήριον, και αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις και την επιρροή του για τον σκοπό του: έναν ναό για την όπερα και την κλασική μουσική.Η Αθήνα πράγματι χρειαζόταν ένα υψηλών προδιαγραφών κτίριο για να στεγάσει τις παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, μεταξύ άλλων. Ωστόσο το Μέγαρο δεν σχεδιάσθηκε με τους δημόσιους καλλιτεχνικούς οργανισμούς κατά νου· στην πράξη, και παρά τη συμβατική του υποχρέωση, το Μέγαρο δεν φάνηκε ποτέ φιλόξενο ή φιλικό προς την ΕΛΣ και την ΚΟΑ. Ο Οργανισμός του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, εντελώς ανεξάρτητος και αδέσμευτος, σχεδίαζε και υλοποιούσε τη δική του πολιτική πολιτισμού, εντελώς αποκομμένη από οποιονδήποτε εθνικό σχεδιασμό και ανάγκη. Ετσι, η ΕΛΣ παρέμεινε στο νοίκι, στο ταπεινό θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας, ενώ η ΚΟΑ έκανε πρόβες στα υπόγεια του Ωδείου Αθηνών, επίσης με νοίκι.Η διοίκηση του Μεγάρου, παρά την απόλυτη εξάρτηση από το ελληνικό Δημόσιο για το κτιριακό του πρόγραμμα και την παχυλή ετήσια επιχορήγηση, σχεδίαζε και δρούσε ως ανεξάρτητο πριγκιπάτο. Ορθώς, μέχρι ένα σημείο: ποιος υπουργός Πολιτισμού και ποια κρατική γραφειοκρατία θα μπορούσαν να συντηρήσουν με συνέπεια και συνέχεια μια πολιτική για το Μέγαρο; Από την άλλη, η ιδιωτική διοίκηση του κρατικοδίαιτου ΟΜΜΑ επολιτεύετο βάσει των πεποιθήσεων και εντέλει του προσωπικού γούστου , και όχι βάσει κοινώς αποδεκτών κριτηρίων και κανόνων. Καλό γούστο ομολογουμένως, και ακριβό: προσανατολισμένο κυρίως στις μετακλήσεις αστέρων και διάσημων συνόλων, και σε ολίγες πολυδάπανες παραγωγές.Το ζενίθ του Μεγάρου συνέπεσε με τη μέθη της ισχυράς Ελλάδος και τη χρηματοπιστωτική φούσκα· σχετικά εύκολα η διοίκησή του προσείλκυσε μεγάλες χορηγίες από τις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες· στην πραγματικότητα, σάρωνε τις εταιρικές χορηγίες και άφηνε ψίχουλα για όλους τους υπόλοιπους.Είπαμε: το Μέγαρο ήταν χρήσιμο, υπό άλλους όρους λειτουργίας ενδεχομένως. Οχι όμως και η δεύτερη φάση του, η εξωφρενική κτιριακή επέκτασή του υπογείως, καμουφλαρισμένη ως συνεδριακό κέντρο για απορροφηθούν κοινοτικοί πόροι και δανεισμός από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Για να γίνει αυτή η επέκταση, με αισθητική μεταξύ ταφικού μνημείου και ξενοδοχείου του Ντουμπάι, απαιτήθηκε ένας υπέρογκος δανεισμός από το ελληνικό δημόσιο, ύψους 245 εκατ. ευρώ. Δύο διαδοχικές κυβερνήσεις της ισχυράς Ελλάδος έσπευσαν να συνδράμουν, το 2003, με φόντο τους Ολυμπιακούς,και το 2007, λίγο πριν από τη χρεοκοπία. Σήμερα, η πτωχευμένη Ελλάς αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνεια, και το άλλοτε ευκλεές, σνομπ Μέγαρο αδυνατεί να πληρώσει μισθούς. Σήμερα η Αθήνα διαθέτει δύο μεγάλες σύγχρονες σκηνές όπερας στη Β. Σοφίας, που αδυνατεί να συντηρήσει· και σε λίγο χρόνο άλλη μία υπέρλαμπρη στο Φάληρο, με την υπογραφή Ρέντσο Πιάνο, η οποία όμως δεν δαπανά δημόσιο χρήμα.Και τώρα; Τώρα κινδυνεύει να χαθεί όποιο συμβολικό κεφάλαιο σωρεύθηκε επί δύο δεκαετίες, και να απαξιωθεί όλο το συγκρότημα, εφόσον δεν βρεθεί ένα μοντέλο βιώσιμο και λειτουργικό, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Τουλάχιστον, ας διδαχθούμε πικρά για την απληστία και την ξιπασιά, ιδιωτική και δημόσια.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Διπολική διαταραχή ή ανεπίτρεπτος λαικισμός ή υποθήκη πολυγλωσσίας;

Ο Γ.Μηλιός είναι υπεύθυνος οικονομικής του Συριζα.Ταυτόχρονα ιδρυτής και διευθυντής περιοδικού "Θέσεις".

Για το κεντρικό αίτημα του Συριζα "παραγωγική ανασυγκρότηση" ο Γ.Μηλιός έχει δύο τελείως διαφορετικές θέσεις ταυτόχρονα!Μάλιστα ως διευθυντής των θέσεων ασκεί μια οξεία κριτική στον υπεύθυνο του οικονομικού προγράμματος.

6 /6/2013
Μοναδική λύση αποτελεί ο σχηματισμός κυβέρνησης της Αριστεράς που άμεσα θα προχωρήσει στην κατάργηση του μνημονίου της καταστροφής, για τη δημοκρατική αναγέννηση και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. -Πηγή

6/7/2013
Μια ιδεοληψία που σπέρματά της βρίσκουμε και σε σημερινές θέσεις μέσα στην Αριστερά, θέσεις που μιλάνε για την πρωτοκαθεδρία της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», της «σωτηρίας της χώρας από την καταστροφή» πριν προχωρήσουμε σε «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό». Μια φάση «ουδέτερη» η οποία θα αποκαταστήσει τις «φυσιολογικές ισορροπίες» που ανέτρεψε ο νεοφιλελευθερισμός, ώστε να μπορέσει να ξεκινήσει η «σοσιαλιστική μετάβαση».Πηγή

Επειδή μάλλον δεν πρόκειται για διπολική διαταραχή, ούτε φηνό λαικισμό , μάλλον αποτελεί υποθήκη πολλαπλών αναγνώσεων, πλαστικών ρητορικών σχημάτων οι οποίες θα χρησιμεύσουν για την παραλλαγή του fast track αντιμνημονίου σε δημαρική απαγκίσρτωση.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Γ.Προκοπάκη:Οποιος αναγνωρίζει τον εαυτό του να το πει

Πηγή:Face book :Μεταρρυθμιστική Αριστερά

Ας πούμε πως...Έχω μια εταιρεία που κάνει μελέτες για το δημόσιο. Το 2011 η εταιρεία μου είχε τζίρο €1.5 εκατ. Μένουν και €200 χιλιάδες προς διανομήν (δηλαδή στη δική μου τσέπη, εκτός της αμοιβής των υπηρεσιών που παρέσχον στην εταιρεία). Μια χαρά την έβγαζα! Έλα μου ντε - κρίση γαρ - που ο τζίρος του 2012 πέφτει στα €150 χιλ. Τα νοίκια, φως, νερό, τηλέφωνο ίδια. Γραμματεία και λογιστήριο λίγο-πολύ τα ίδια. Εκεί που η εταιρεία κάλυπτε 20 μισθούς στελεχών των 50 χιλ ετησίως, άφηνε και μια 200-250άρα για μένα, ξαφνικά, λόγω της άτιμης της τρόικας και της πολιτικής της, μετά βίας βγαίνουν τρεις μισθοί στελεχών των €30 χιλιάδων. Είχα και κάτι ψιλοδάνεια ως εταιρεία, οπότε βράστα!Τι να κάνω; Θυμάμαι τον δικηγόρο που με είχε υπερασπιστεί σε μια υπόθεση πριν από καμιά 10αριά χρόνια (τίποτε σοβαρό, κάποιο τσούρνεμα €1.5 εκατ δημόσιου χρήματος από τον υπουργό που μου έδινε μελέτες), τον βρίσκω, τα λέμε και ως αείποτε αριστεροί βρίσκουμε τη λύση στο πίτσι-φυτίλι. Γίνομαι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος κρατικού οργανισμού.Η εταιρεία μου μπορεί να πάει καλλιά της. Άλλως τε, με μπλοκάκι είχα τον κόσμο. Άσε που όλο και κάνα λούκι θ' ανοίξει για καμιά δουλειά. Εμείς και η αριστερά ν6α κερδίζουμε, οι άλλοι να πάνε να , πούλεγε κι ο Θωμάς Μητρόπουλος.Ο δικηγόρος-πολιτικός που λέγαμε, δεν είναι πια με τα κόζια. Κρύος ιδρώτας με λούζει! Γαμώ το μου, τώρα βρήκε κι αυτός να κάνει τη στραβή! Του μιλάω! Μην ανησυχείς, μου λέει. Εσύ πήρες αξιοκρατικά τη θέση: και προμηθευτής του δημοσίου ήσουν, άρα ήξερες από δημόσιο, και μανατζαραίος ήσουν και από outsourcing ξέρεις (είδες τα μπλοκάκια;). Θα μείνεις. Αν θελήσουν να σε βγάλουν για να βάλουν κάποιον πολιτικό, θα σηκώσω επανάσταση. Το κράτος της δεξιάς δεν μπορεί να κάνει διώξεις αριστερών τον 21ο αιώνα.Ησύχασα. Όλα είναι μια χαρά! Η κρίση θα περάσει, το success story του Σαμαρά σαν αληθινό μου φαίνεται.Όποιος αναγνωρίζει τον εαυτό του στα παραπάνω ας το πει.