Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Αναλυση για την αμηχανία του ¨δημοψηφισματος ¨

του Πάνου Κοσμά

Μπροστά σε μια νέα, ελληνική και διεθνή, συγκυρία

Και εγένετο κυβέρνηση με τραπεζίτη πρωθυπουργό και με υπουργούς από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ! Ο Μεσοπόλεμος και η κυβέρνηση Τσαλδάρη βρικολάκιασαν και εμφανίστηκαν στη μνημονιακή νύχτα του 2011! Η αστική τάξη ανακάλεσε όλες τις εφεδρείες στα «όπλα», ο Πάσχος Μανδραβέλης εκδήλωσε την ενόχλησή του που δεν προβλέπονται «κυρώσεις» για την περίπτωση που η Αριστερά προσβάλλει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας μη ανταποκρινόμενη στις προσκλήσεις του, ενώ «σοβαρά» διεθνή έντυπα μεγάλης εμβέλειας έχουν μια περίεργη επιμονή σε ρεπορτάζ περί κινδύνου πραξικοπήματος στην Ελλάδα. Στο νου έρχεται αυτόματα ο συνειρμός: και ύστερα από τον Τσαλδάρη, ο… Μεταξάς; Ποιο είναι το νόημα, και το «μήνυμα», όσων «πρωτοφανών» ζούμε τις τελευταίες μέρες; Εννοείται βέβαια ότι για να αναλύσουμε την ελληνική περίπτωση, πρέπει να εξετάσουμε σε ποιο στάδιο βρίσκεται η κρίση της Ευρωζώνης και του παγκόσμιου καπιταλισμού εν γένει: πώς σχετίζεται με τις ελληνικές εξελίξεις η «πτώση» της Ιταλίας και η στοχοποίηση πλέον από τις «αγορές» της ίδιας της Γαλλίας, αλλά και η παγκόσμια αγωνία για τη γενίκευση της κρίσης χρέους, για το νέο γύρο τραπεζικής κρίσης και για την επερχόμενη παγκόσμια επιβράδυνση αν όχι νέα ύφεση.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Για μερικές μέρες ύστερα από τη «βόμβα» Παπανδρέου τη Δευτέρα 31 Οκτωβρίου, ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από τον παγκόσμιο καπιταλισμό: το φάντασμα του ελληνικού δημοψηφίσματος - για τη δανειακή σύμβαση αρχικά, για το ευρώ στη συνέχεια. Με την εξαγγελία του, η Wall Street και τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια κατέρρευσαν, οι ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων αναστατώθηκαν, τα spread και τα CDS της Ιταλίας (κυρίως) αλλά και της Ισπανίας απογειώθηκαν, οι «αγορές» περιέλαβαν και τη Γαλλία (οι γαλλικές τράπεζες δέχθηκαν μαζικές επιθέσεις, ενώ πάνω από 10 δισ. ευρώ παίχτηκαν σε λίγες μέρες στα γαλλικά CDS), η Μέρκελ, ο Σαρκοζί και η Λαγκάρντ φρύαξαν και απαίτησαν να εφαρμοστεί το συντομότερο δυνατόν η συμφωνία της Συνόδου Κορυφής (αυτή που τάχα έγινε για να… σώσει τους μισθούς και τις συντάξεις των Ελλήνων εργαζομένων…), οι αναδυόμενοι (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία) έκαναν εκκλήσεις να εφαρμοστεί η συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου (!) και όλοι μαζί κάλεσαν τον Παπανδρέου στις Κάννες για να του τα ψάλλουν και να του ζητήσουν να μην κάνει δημοψήφισμα ή, αν κάνει, να μην αφορά τη δανειακή σύμβαση αλλά το μέσα ή έξω από το ευρώ!!! Μπροστά στο «φάντασμα» του δημοψηφίσματος, ακόμη και οι εκλογές, που μέχρι χθες θεωρούνταν «καταστροφή» από τα παπαγαλάκια της ελληνικής αστικής τάξης και «απαγορεύονταν» από τους διεθνείς συμμάχους της, έγιναν μια κάποια λύση…

Ύστερα από λίγες μέρες, ωστόσο, μας αποκαλύφθηκε θεαματικά το μεγάλο «μυστικό» και η βαθύτερη αιτία του παγκόσμιου «εκνευρισμού με τα ελληνικά καμώματα»: η Ιταλία «έπεσε», μπήκε υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ και της Κομισιόν, η συζήτηση για κίνδυνο άμεσης κατάρρευσης της Ευρωζώνης άναψε για τα καλά, σχέδια για δημιουργία «ευρώ του Βορρά» και «ευρώ του Νότου» διέρρευσαν σε μεγάλα ευρωπαϊκά έντυπα με προέλευση γαλλικά think tank, ενώ η Λαγκάρντ βγήκε στη γύρα στις πρωτεύουσες των Αναπτυσσόμενων (αρχίζοντας από τη Ρωσία) μπας και βρει χρηματοδότηση για το ΔΝΤ και αγοραστές για τα ευρωπαϊκά ομόλογα…

Συμπέρασμα πρώτο: Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι τόσο βαθιά, ώστε να είναι θανάσιμα ευάλωτος σε ανεξέλεγκτες εξελίξεις ακόμη και στο μικρό ελληνικό «γαλατικό χωριό». Συμπέρασμα δεύτερο: Τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου την είχαν ανάγκη ο Ομπάμα, η Μέρκελ, ο Σαρκοζί και η Λαγκάρντ εξίσου αν όχι περισσότερο από τον Γιώργο Παπανδρέου. Συμπέρασμα τρίτο: Για να συμβαίνουν όλα αυτά, πάει να πει ότι ο κόμπος έφτασε στο χτένι, ότι «δεν πάει άλλο».

Για ποιον όμως «δεν πάει άλλο» και γιατί;

Πρώτα απ’ όλα για το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα: Λίγες μόνο μέρες ύστερα από το ελληνικό «απονενοημένο διάβημα» του δημοψηφίσματος, η Ιταλία διάβηκε «τιμή και δόξη» τις πύλες του ΔΝΤ, αποκαλύπτοντας αυτό που όλοι ξέρουν αλλά όλοι το κρύβουν: ότι η κρίση χρέους έχει ήδη γενικευτεί στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, ότι ο καπιταλισμός βαδίζει σε νέα ύφεση και ότι η Ευρωζώνη είναι υπό κατάρρευση.

Ύστερα, με τον ελληνικό καπιταλισμό: Μαζί με τους εκπροσώπους του παγκόσμιου καπιταλισμού, με τον «τυχοδιωκτισμό» του δημοψηφίσματος φρύαξε, στα καθ’ ημάς, μεγάλο τμήμα του πολιτικού προσωπικού των αστικών κομμάτων, των καναλιών και εκπροσώπων των «παραγωγικών τάξεων». «Τυχοδιώκτης» ο Παπανδρέου, «λύση ομαλότητας» οι εκλογές (αλλά καλού κακού ας κάνουμε ένα «εθνικό» προεκλογικό «μασάζ» στις συνειδήσεις του κόσμου ή ίσως και στον εκλογικό νόμο για να αποφύγουμε μεγάλα ποσοστά της Αριστεράς) αλλά «καταστροφή» το δημοψήφισμα. Προς τι οι οιμωγές και οι θρήνοι; Γιατί ο πανικός; Γιατί τόση «εθνική ομοψυχία» ύστερα από 4 μέρες φαρσοκωμωδίας για το σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας»; Οι λόγοι είναι βασικά τρεις: Πρώτον, ήρθε η ώρα που, στο βωμό των συνολικών - στρατηγικών συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης, θα θυσιαστούν κάποια τμήματά της. Δεύτερον, ήρθε η ώρα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με ριζικά μέτρα η αντίφαση μεταξύ της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας και των αναγκών διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης. Τρίτον, ήρθε η ώρα που τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και τα συμφέροντα των διεθνών συμμάχων και «κηδεμόνων» της δεν μπορούν να συγκεραστούν με αρμονικό τρόπο – δηλαδή η ώρα των μεγάλων εξωτερικών επειλών.

Ήγγικεν, λοιπόν, η ώρα για «άλλου τύπου» εξελίξεις…

Η διεθνής κρίση σε οριακό σημείο

Ότι η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού βαθαίνει, χωρίς ορατό σημείο εξόδου, αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε μία πρόβλεψη καπιταλιστικών think tanks ούτε ένα άρθρο σε διεθνούς εμβέλειας καπιταλιστικό έντυπο ούτε μία προφητεία «ηρώων» σαν τον Ρουμπινί που να διακινδυνεύει πρόβλεψη για την έξοδο του συστήματος από την κρίση. Όλοι αυτοί που προβλέπουν ανοήτως -και κατά παραγγελία- ότι για παράδειγμα το αναλογιστικό έλλειμμα των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων θα ανέλθει μέχρι το 2060 (!) σε τάδε ύψος ή που προέβλεψαν πρόσφατα ότι ύστερα από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων το ελληνικό χρέος θα μειωθεί σε 120% του ΑΕΠ το 2020 (αυτοί οι ίδιοι που έπεφταν διαρκώς έξω για το ετήσιο έλλειμμα του ελληνικού Δημοσίου, ακόμη και για αποτελέσματα τριμήνου στην εκτέλεση του προϋπολογισμού!), δεν τολμούν να προφητέψουν αν και πότε ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα δει φως στην άκρη του τούνελ.

Υπάρχει όμως κάτι που μπορεί να προβλεφθεί, και έχει προβλεφθεί, μετά βεβαιότητος: ότι στα τέλη του 2011 το μέσο ακαθάριστο χρέος σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο (G-7, Ευρωζώνη, G-20, ΟΟΣΑ) θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ, ενώ ως τα τέλη του 2013 θα ξεπεράσει το 120% του ΑΕΠ. Τέτοιες προβλέψεις είχε κάνει ήδη από πέρυσι η περιβόητη Black Rock, που αυτό τον καιρό είναι στην Ελλάδα και ελέγχει, κατά παραγγελία της τρόικας, τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών. Οι προβλέψεις αυτές σημαίνουν ότι μπήκαμε ήδη στη φάση της γενικευμένης κρίσης χρέους σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, η οποία θα κλιμακωθεί την επόμενη διετία, μετατρέποντάς τον σε ιστορικά πρωτοφανή κλίμακα σε μπαρουταποθήκη έτοιμη να εκραγεί.

Υπάρχει επίσης μια δεύτερη πρόβλεψη, στην οποία συγκλίνει πλέον η πλειονότητα των αναλυτών του συστήματος: ότι η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται ξανά σε φάση επιβράδυνσης ή και ύφεσης, ύστερα από την αναιμική ανάκαμψη του 2011.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να συμπεράνουμε ότι ο συνδυασμός μιας νέας ύφεσης, ή έστω μεγάλης επιβράδυνσης, με την κλιμάκωση της κρίσης χρέους θα επιδεινώσει την καπιταλιστική κρίση συνολικά, καθώς θα επιδεινώσει τους βασικούς φαύλους κύκλους που τη χαρακτηρίζουν: α. Το φαύλο κύκλο ανάμεσα στην ύφεση και τη δημοσιονομική κρίση: Η ύφεση, σε συνδυασμό μάλιστα με τις πολιτικές ακραίας λιτότητας, μειώνει τα δημόσια έσοδα, αυξάνει τα ελλείμματα και τελικά το χρέος, φέρνει νέα μέτρα λιτότητας που βαθαίνουν την έφεση, ενώ μειώνει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και άρα αυξάνει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κ.λπ. κ.λπ. β. Το φαύλο κύκλο μεταξύ χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης: Η κρίση πρωτο-εκδηλώθηκε σαν κρίση του τραπεζικού και ευρύτερα του χρηματοοικονομικού τομέα, προκάλεσε την αντίδραση των κυβερνήσεων, που στήριξαν με τεράστια ποσά και δημόσιες εγγυήσεις τις τράπεζες, επιδεινώνοντας έτσι τη δημοσιονομική κρίση. Στη συνέχεια, από τα μέσα του 2011 έχουμε ένα νέο γύρο κρίσης των τραπεζών και ευρύτερα του χρηματοοικονομικού τομέα, νέα «πακέτα» στήριξης των τραπεζών (η γνωστή ανακεφαλαιοποίηση), που επιδεινώνουν με τη σειρά τους τη δημοσιονομική κρίση κ.λπ. κ.λπ. γ. Το φαύλο κύκλο μεταξύ χρηματοοικονομικής κρίσης και ύφεσης: Σε αντίθεση με την άποψη ότι η κρίση είναι χρηματοοικονομική, κρίση του «πλασματικού κεφαλαίου» και του «καπιταλισμού-καζίνο», η πραγματικότητα είναι ότι η γιγάντωση του χρηματοοικονομικού τομέα ήταν ο τρόπος να παρελκυσθεί και να καθυστερήσει η κρίση υπερσυσσώρευσης, μέσα από την προεξόφληση μελλοντικών εισοδημάτων – ένα είδος «χρηματοοικονομικού κεϊνσιανισμού». Από τη στιγμή όμως που ο χρηματοοικονομικός τομέας είναι σε διαρκή κρίση και δεν μπορεί πλέον να παίξει τον προηγούμενο ρόλο του, αυτή η βαλβίδα εκτόνωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης κλείνει, κι αυτό «επιστρέφει» σαν γενικευμένο αδιέξοδο για τον χρηματοοικονομικό τομέα, που με τη σειρά του επιδεινώνει την κρίση στην «πραγματική οικονομία». Κάτι παραπάνω: αν ο χρηματοοικονομικός τομέας λειτουργούσε σαν «πολλαπλασιαστής» της κατανάλωσης πριν την κρίση, τώρα η τεράστια μάζα των απαξιωμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων αλλά και η μεγάλης έκτασης υποθήκευση μελλοντικών εισοδημάτων γίνεται αρνητικός πολλαπλασιαστής της κατανάλωσης. Η επερχόμενη επιβράδυνση ή και ύφεση αναστέλλει την προσπάθεια δημιουργίας κλίματος θετικών προσδοκιών ώστε να σταματήσει η απαξίωση του όγκου της χρηματοοικονομικής σαβούρας και απειλεί με νέα χρηματοοικονομική έκρηξη.

Καθώς λοιπόν ο «τυφλοπόντικας» της Ιστορίας έχει, μέσα από αυτούς τους φαύλους κύκλους, υποσκάψει τα θεμέλιά του, το οικοδόμημα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης τρίζει. Η παγκόσμια «συνεννόηση» των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων στο ζήτημα της διαχείρισης της κρίσης χρέους και της κρίσης των τραπεζών δοκιμάζεται σκληρά και η διαχείριση της κρίσης γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστική. Η πολιτική επιτοκίων και ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών (το κόψιμο χρήματος), οι νομισματικές ισοτιμίες, οι σχέσεις ΗΠΑ - Ευρωζώνης και Αναπτυσσόμενων οικονομιών (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ρωσία), το παγκόσμιο εμπόριο, ο πληθωρισμός και η απάντηση στην κρίση χρέους, όλα έχουν εισέλθει στον αστερισμό του ανταγωνισμού. Οι ανατροπές στην κλίμακα ισχύος των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Κίνα - Αναπτυσσόμενες, Ευρωζώνη, Ιαπωνία), οι γεωπολιτικές ανατροπές (Αραβική «άνοιξη», ήττα του ιμπεριαλισμού στο Αφγανιστάν, νέος ρόλος της Τουρκίας στη Μ. Ανατολή κ.λπ.) δίνουν πλέον και πολιτικές διαστάσεις στην ανταγωνιστική διαχείριση της κρίσης.

Οι εξωτερικές απειλές

Σε αυτές τις συνθήκες, το «ξήλωμα» της Ευρωζώνης μπορεί να είναι ο επιταχυντής και το «κριτικό σημείο» για το πέρασμα της κρίσης σε μια νέα φάση και επομένως το πέρασμα σε νέα φάση και της διαχείρισης της κρίσης. Τι το νέο φέρνει αυτή η νέα φάση; Η απάντηση στο ερώτημα είναι εντελώς κρίσιμη και απαιτεί σοβαρή έρευνα και ανάλυση. Εντελώς επιγραμματικά και για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, που εστιάζει στις ελληνικές εξελίξεις, σημειώνουμε μόνο μερικά βασικά στοιχεία: α. Το σοβαρό ενδεχόμενο να περάσει η διαχείριση της κρίσης σε ανοιχτά ανταγωνιστική φάση: Στις διασκέψεις του G-20 περισσεύουν η αγωνία και ο πανικός αλλά λείπει παντελώς η σύμπνοια πάνω σε ένα στιβαρό παγκόσμιο σχέδιο για την αναχαίτιση της κρίσης. Η πρώτη -και βασική- αιτία είναι ότι οι αντιφάσεις της κρίσης είναι παντελώς μη ελέγξιμες, ιδιαίτερα σε συνθήκες ανεξέλεγκτων-παγκοσμιοποιημένων χρηματοοικονομικών αγορών, οπότε οι αποφάσεις των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων περιορίζονται στη διαχείριση οριακών καταστάσεων με ημίμετρα και «μπαλώματα». Η δεύτερη αιτία είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να μοιραστούν «δίκαια», δηλαδή ισόρροπα, οι συνέπειες της κρίσης στις επιμέρους καπιταλιστικές δυνάμεις. Η τρίτη αιτία είναι ότι η στροφή σε άλλου τύπου πολιτικές διαχείρισης της κρίσης απαιτεί μια παγκόσμια συμφωνία, γεγονός σχεδόν ανέφικτο. Οι πιο ρηξικέλευθες πολιτικές είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικές: το κόψιμο χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, ο πληθωρισμός κ.λπ., αν γενικευτούν, θα γενικεύσουν τον ανταγωνισμό και θα φέρουν πιο κοντά τον προστατευτισμό. Η τέταρτη αιτία είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει παγκόσμια καπιταλιστική λύση στην κρίση χρέους. Αν τα κρατικά χρέη ήταν χρέη μεταξύ κρατών, τότε θα μπορούσε να υπάρξει μια διεθνής συμφωνία αλληλοδιαγραφής ενός σημαντικού μέρους των κρατικών χρεών. Όμως, όλα τα κράτη χρωστούν στο κεφάλαιο: τα κρατικά ομόλογα είναι στα χέρια τραπεζών, henge funds, ασφαλιστικών εταιρειών και συνταξιοδοτικών ταμείων κ.λπ. Τυχόν σημαντική διαγραφή χρεών έστω και λίγων χωρών, θα «βύθιζε» τις τράπεζες και θα προκαλούσε νέα χρηματοοικονομική κρίση – αν πάλι στηρίζονταν οι τράπεζες με δημόσιο χρήμα ή εγγυήσεις, το όλο εγχείρημα απλώς δεν θα είχε νόημα. Φτάσαμε λοιπόν στο οριακό σημείο που από τον «ελεγχόμενο ανταγωνισμό» θα περάσουμε, μέσω της μεταβατικής φάσης του γενικευμένου «εκνευρισμού», στην ανοιχτά ανταγωνιστική διαχείριση της κρίσης: κόψιμο χρήματος, πληθωρισμός και εν τέλει προστατευτισμός θα μπουν στην ημερήσια διάταξη.

β. Το σοβαρό πλέον ενδεχόμενο δομικής αναδιάρθρωσης ή και κατάρρευσης της Ευρωζώνης: Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι η αντικατάσταση του Μπερλουσκόνι από τον Μάριο Μόντι θα σώσει την Ιταλία από την ανάγκη «μηχανισμού στήριξης». Όμως, η Ιταλία είναι «πολύ μεγάλη για να ‘‘πέσει’’ και πολύ μεγάλη για να σωθεί». Εδώ τα ψέματα τελειώνουν και χρειάζονται άλλου τύπου μέτρα – με τα «πακέτα» λιτότητας του Μόντι και με τα λιανοντούφεκα του EFSF η Ιταλία των περίπου 2 τρισ. ευρώ δημόσιου χρέους δεν μπορεί να σωθεί. Ή λοιπόν θα έχουμε στροφή στο κόψιμο χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έκδοση ευρωομολόγου κ.λπ. ή κάτι «δραστικό» πρέπει να γίνει με την Ευρωζώνη. Είναι εξαιρετικά πιθανό -αν όχι βέβαιο- ότι η Γερμανία δεν θα πραγματοποιήσει τη θεαματική στροφή που απαιτεί το κόψιμο χρήματος από την ΕΚΤ και η έκδοση ευρωομολόγου, καθώς θεωρεί αυτές τις πολιτικές αφενός επιβράβευση της δημοσιονομικής «ατασθαλίας» και αφετέρου πολιτικές απαράδεκτου «οικονομικού εξισωτισμού». Μεταξύ άλλων, μια τέτοια στροφή δεν πρόκειται να την «απορροφήσει» και επιτρέψει το γερμανικό πολιτικό σύστημα. Τι απομένει; Αρχικά, αλλά όχι παραπάνω από λίγους μήνες, θα δοκιμαστεί η συνταγή των «μπαλωμάτων», με την ελπίδα ότι η ιταλική κρίση θα αναχαιτιστεί. Μόλις η ελπίδα αυτή καταρρεύσει, τότε θα σημάνει αναπόφευκτα η ώρα για τη δομική αναδιάρθρωση της Ευρωζώνης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο: είτε με το «ευρώ του Βορρά» και το «ευρώ του Νότου» είτε με τη θεσμοθέτηση της εκδίωξης χωρών από την Ευρωζώνη είτε με τη διάλυση της Ευρωζώνης και τη δημιουργία μιας «γερμανικής ζώνης». Όλα αυτά τα σενάρια είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σενάρια «πολέμου». Ιδιαίτερα δε για τον ελληνικό καπιταλισμό, είναι σενάρια μεγάλης δοκιμασίας και τεράστιων απειλών.

γ. Το σοβαρό ενδεχόμενο να κλείσει η στρόφιγγα της διεθνούς χρηματοδότησης: Υπό το πρίσμα όλων αυτών, αποτελεί ερώτημα αν τελικά όντως θα υλοποιηθούν οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 26-27 Οκτωβρίου («κούρεμα» 50% των ελληνικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους ιδιώτες και ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, νέο χρηματοδοτικό «πακέτο» για την Ελλάδα, ανακεφαλαιοποίηση ελληνικών τραπεζών). Αν πάντως αυτό συμβεί, θα αποτελεί την τελευταία αγορά χρόνου από πλευράς των δυνάμεων που εκπροσωπεί η τρόικα, ώστε να ετοιμαστούν λύσεις δομικής αναδιάρθρωσης της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι μετά το «κούρεμα» (την «ελεγχόμενη χρεοκοπία») δεν υπάρχει επόμενο βήμα για τον ελληνικό καπιταλισμό – το επόμενο βήμα θα είναι στο κενό: άτακτη χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ. Με ελάχιστο πλέον τμήμα του ελληνικού χρέους να είναι σε ελληνικό δίκαιο, με το μεγαλύτερο μέρος του χρέους να είναι στα χέρια της ΕΚΤ ή να έχει γίνει διακρατικό και ενυπόθηκο, με τη δημόσια περιουσία να εκχωρείται στους δανειστές, με την ύφεση και την ανεργία να καλπάζουν, με την εκκαθάριση αδύναμων κεφαλαίων να σαρώνει τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι επί ξύλου κρεμάμενος και έκθετος στις εξωτερικές απειλές…

Το «κούρεμα» της ελληνικής αστικής τάξης

Η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», η συνακόλουθη καταβαράθρωση της κατανάλωσης και η βαθιά ύφεση, ενεργοποίησε μια μαζική διαδικασία εκκαθάρισης αδύναμων κεφαλαίων: το εμπορικό κεφάλαιο, οι τεχνικές εταιρείες και οι μικρομεσαίοι ήταν τα πρώτα θύματα, εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης και του τζίρου που εν μέρει μόνο αντισταθμίστηκε με τη μείωση του εργατικού κόστους. Ωστόσο, οι τράπεζες, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι διεθνοποιημένες και πολυεθνικές επιχειρήσεις επωφελήθηκαν: οι πρώτες διασώζονται με την άπλετη στήριξη σε ρευστότητα χάρη στη σύμπραξη ελληνικού Δημοσίου και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι δεύτερες χάρη στη δραστική μείωση του εργατικού κόστους, οι τρίτες επίσης από τη μείωση του εργατικού κόστους και από την παραμονή στο ευρώ που είναι το εργαλείο της διεθνούς επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Με το «κούρεμα», όμως, άλλαξε κάτι ουσιαστικό: Οι τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν, αυτό δεν μπορεί να γίνει με χρήματα των μεγαλομετόχων τους ούτε με άντληση κεφαλαίων από την αγορά, οπότε θα πρέπει να γίνει μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με κοινές μετοχές, γεγονός που θα οδηγήσει στην κρατικοποίησή τους. Οι ιδιώτες μεγαλομέτοχοι κινούν γη και ουρανό για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, αλλά η παραμονή των τραπεζών ύστερα από το «κούρεμα» στους ιδιώτες μεγαλομετόχους θα σημάνει το δραστικό περιορισμό των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα και άρα τη βύθιση σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Επιπλέον, με τους ιδιώτες μεγαλομετόχους των τραπεζών είναι συνυφασμένη η «αφρόκρεμα» των επιχειρηματιών των μίντια -και όχι μόνο- καθώς και σημαντικό μέρος του πολιτικού προσωπικού της διαπλοκής: με την «εγγύηση» και κάλυψη των πολιτικών οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών συντηρούσαν με δάνεια (που τα περισσότερα από αυτά πλέον δεν εξυπηρετούνται, είναι «κόκκινα», δηλαδή θαλασσοδάνεια…) σημαίνοντες επιχειρηματίες…

Με λίγα λόγια, η «εσωτερική υποτίμηση» και η συνακόλουθη ύφεση οδηγούν την εκκαθάριση αδύναμων κεφαλαίων μέχρι τον πυρήνα της αστικής τάξης και της πολιτικο-επιχειρηματικής διαπλοκής, γεγονός που προκαλεί ρήγματα σ’ αυτό τον πυρήνα, για πρώτη φορά μετά την υπαγωγή στο μνημόνιο.

Έφτασε λοιπόν η στιγμή των σοβαρών ρηγμάτων μέσα στην αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό. Αυτό σημαίνει όμως ότι έφτασε επίσης η ώρα που η αντίφαση ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης ως συνόλου και στα συμφέροντα επιμέρους τμημάτων της οξύνεται μέχρι του σημείου να παράγει αντικρουόμενα πολιτικά σχέδια για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.

Τελευταία «ανάσα» πριν την κατάρρευση

Από τη στιγμή που «έπεσε» η Ιταλία, η κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει για τον ελληνικό καπιταλισμό. Η ώρα της κρίσεως πλησιάζει γοργά. Μετά το «κούρεμα» έρχεται η κατάρρευση. Ο συγκερασμός συμφερόντων με τους διεθνείς συμμάχους και «κηδεμόνες» γίνεται όλο και πιο δύσκολος. Η διαπραγματευτική δύναμη της ελληνικής αστικής τάξης μειώνεται εξαιρετικά, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το «απονενοημένο διάβημα» του δημοψηφίσματος και την πολιτική φαρσοκωμωδία του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης. Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «μελλοθάνατος» – και το ξέρει. Θέλει λοιπόν να πάρει οπωσδήποτε την «ανάσα» του «κουρέματος» και του νέου χρηματοδοτικού πακέτου ώστε να κερδίσει λίγο -αλλά πολύτιμο- χρόνο και να προετοιμαστεί για την «επόμενη μέρα». Οι αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου θα εξασφαλίσουν τη σωτηρία των ελληνικών τραπεζών και τα τοκοχρεολύσια μέχρι και το 2014, ενώ θα μειώσουν σημαντικά την ετήσια δαπάνη για τόκους, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον ισοσκελισμένο πρωτογενές αποτέλεσμα αν όχι πρωτογενές πλεόνασμα στους προϋπολογισμούς των επόμενων χρόνων – ακόμη και αν υπάρξουν, που είναι βέβαιο, σοβαρές αποκλίσεις από τους στόχους του αναθεωρημένου Μεσοπρόθεσμου. Αυτό θα αποτελέσει μια κάποια ασπίδα προστασίας στο ενδεχόμενο να κλείσει η στρόφιγγα της διεθνούς χρηματοδότησης σε περίπτωση διάλυσης ή διάσπασης της Ευρωζώνης.

Για να μπορέσει να πάρει αυτή την τελευταία (;) βαθιά ανάσα πριν την «τελική δοκιμασία», η ελληνική αστική τάξη έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να ελέγξει τα πράγματα στο εσωτερικό: η επίδειξη «πυγμής» με μια βοναπαρτιστική λύση στο εσωτερικό είναι ο όρος για να αποκτήσει η ελληνική αστική τάξη ξανά διαπραγματευτική δύναμη και «πρόσωπο» στο εξωτερικό.

Το δημοψήφισμα

Το «απονενοημένο» διάβημα φυγής προς τα μπρος με το δημοψήφισμα οφειλόταν ακριβώς στην αίσθηση αδυναμίας της κυβέρνησης Παπανδρέου να κάμνει όσα έπρεπε για να αξιοποιήσει για λογαριασμό του ελληνικού καπιταλισμού την τελευταία ανάσα των αποφάσεων της 27ης Οκτωβρίου.

Ο Παπανδρέου είχε να αντιμετωπίσει την κυβερνητική κατάρρευση και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να απορροφήσει τους κραδασμούς από την εφαρμογή της πολιτικής της «εσωτερικής υποτίμησης», των πολιτικών του μνημονίου. Οι πανηγυρισμοί ύστερα από τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής κράτησαν μόλις μία μέρα: στις 28 Οκτωβρίου υπεγράφη, με την ιστορικά πρωτοφανή ματαίωση των παρελάσεων, υπεγράφη η ληξιαρχική πράξη θανάτου της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ήταν λοιπόν φανερό ότι κάτι έπρεπε να γίνει (και μάλιστα άμεσα), με την κυβέρνηση να καταρρέει, με τις πολιτικές εφεδρείες του συστήματος να καίγονται η μια μετά την άλλη, με το κίνημα αντίστασης να ξεπερνάει τα όρια ανοχής της καθεστωτικής νομιμότητας και να παίρνει ανατρεπτικά χαρακτηριστικά. Υπ’ αυτούς τους όρους, δεν μπορούσε να υπάρξει αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης, το πολιτικό σύστημα απαξιωνόταν γοργά, η συγκυρία αποκτούσε χαρακτηριστικά προεπαναστατικής περιόδου. Η αστική τάξη χρειαζόταν επειγόντως μια «φυγή προς τα μπρος» που θα την έβγαζε από το δημιουργημένο αδιέξοδο στη διαχείριση της κρίσης της, που δημιουργούσε θανάσιμους κινδύνους. Ήταν η ώρα για ένα «σχέδιο απεγκλωβισμού», ήταν η ώρα να δράσουν εκείνες οι δυνάμεις που θέλουν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης ως συνόλου – φυσικά όπως τα διερμηνεύουν αυτές και… με το αζημίωτο, δηλαδή με αυτούς στο τιμόνι. Η κίνηση Παπανδρέου με το δημοψήφισμα πρέπει να ερμηνευτεί σαν τέτοιος πολιτικός σπασμός στους κόλπους της αστικής τάξης. Στο βαθμό που υπήρχε σ’ αυτήν το στοιχείο του εκβιασμού, αυτός στρεφόταν καταρχήν στο πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης και ύστερα στα διάφορα επιμέρους κομμάτια της, που βάζουν το επιμέρους συμφέρον τους πάνω από το συνολικό και μακροπρόθεσμο συμφέρον της αστικής τάξης ως συνόλου.

Επιπλέον, το δημοψήφισμα αποσκοπούσε στο να ανασυντάξει το ΠΑΣΟΚ σαν κόμμα εξουσίας πάνω σε μια «οριακή μάχη», να συγκροτήσει μια κοινωνική συμμαχία σε βοναπαρτιστική βάση με βασικό εργαλείο τον εκβιασμό του ευρώ (ώστε να διασπαστεί και να περιοριστεί η βάση της ευρείας αντιμνημονιακής κοινωνικής συμμαχίας), να εγκαλέσει στα «ταξικά τους καθήκοντα» όλα τα κόμματα και όλο το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης.

Πάνω απ’ όλα, το δημοψήφισμα έβαζε τους πάντες (κόμματα και πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, την Αριστερά, αλλά και τμήματα της μικροαστικής τάξης ή και τμήματα μισθωτών του δημόσιου τομέα) μπροστά στα πραγματικά όρια της πολιτικής τους.

Για τα κόμματα, το πολιτικό προσωπικό αλλά και τμήματα της άρχουσας τάξης ο εκβιασμός αποσκοπούσε στο να τα ευθυγραμμίσει με το συνολικό, αστικό ταξικό συμφέρον, κόβοντάς τους τη δυνατότητα της ανέξοδης αντιπολίτευσης ή της «αυτοκαταστροφικής» για τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού «ανταρσίας».

Για τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων και των μισθωτών του δημόσιου τομέα, ο εκβιασμός αποσκοπούσε στο να αποδείξει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν «πολύ χειρότερα» απ’ όσα έχουν ήδη συμβεί: η έξοδος από το ευρώ, η πλήρης κατάρρευση μισθών και συντάξεων και η απώλεια των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν με δάνεια σε ευρώ.

Τέλος, για την Αριστερά, ο εκβιασμός αποσκοπούσε στο να της αφαιρέσει το δικαίωμα στην εύκολη κινηματική ή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση: αν ψήφιζε «Όχι» στο δημοψήφισμα, έπρεπε να έχει συγκεκριμένη πρόταση για την «επόμενη μέρα» (κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, ενδεχόμενη «άτακτη» χρεοκοπία, πιθανή έξοδος από το ευρώ κ.λπ.) και συγκεκριμένη-συνολική εναλλακτική λύση.

Η αντίθεση μεταξύ αστικής δημοκρατίας και διαχείρισης της κρίσης

Το δημοψήφισμα όμως ήταν ταυτόχρονα και ένα «κάλεσμα» στο βοναπαρτισμό. Υπενθύμισε στην αστική τάξη, στα κόμματά της και στο πολιτικό της προσωπικό ότι η κρίση είναι τόσο βαθιά, οριακή και «υπαρξιακή», ώστε οι μέθοδοι διαχείρισής της δεν μπορεί να υποτάσσονται στη μιζέρια και στις αδράνειες της μεταπολιτευτικής αστικής δημοκρατίας. Προκειμένου ο ελληνικός καπιταλισμός να σώσει το τομάρι του, χρειάζονται τόλμη και ταχύτητα, κυρίως όμως «ανοιχτό» πνεύμα ώστε να λαμβάνεται κάθε «αναγκαίο μέτρο». Μπροστά σε αυτές τις ανάγκες, τίποτε δεν είναι αθέμιτο και τίποτε δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο: ούτε το Σύνταγμα ούτε οι νόμοι ούτε το «εθιμικό δίκαιο» της μεταπολιτευτικής αστικής δημοκρατίας. Τα εργαλεία άλλων, ταραγμένων εποχών γίνονται ξανά χρήσιμα. Ο Βενιζέλος, ο Τσαλδάρης, ο Παπάγος, ακόμη κι ο Μεταξάς σε έσχατη ανάγκη, μπορούν και πρέπει να είναι πηγή έμπνευσης. Η αντίφαση ανάμεσα στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και στις ανάγκες διαχείρισης της κρίσης πρέπει να λυθεί υπέρ των δεύτερων.

Ο προβληματισμός για το πώς πρέπει να λυθεί αυτή η αντίφαση είναι εξάλλου διεθνής, καθώς διαπερνάει όλη την Ευρωζώνη. Ο έρπων βοναπαρτισμός που έχει ήδη εγκαθιδρυθεί (ακόμη και η ελέω θεού πολιτική αριστοκρατία των θεσμών της Ευρωζώνης έχει κουρελιαστεί από τη Μέρκελ, το Σαρκοζί, τη Λαγκάρντ κ.λπ.) δεν είναι αρκετός και διερευνώνται τρόποι, θεσμικοί και εξωθεσμικοί, ώστε να λυθούν πλήρως τα χέρια της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ηγεσίας. Αυτό το πνεύμα», του οποίου ήταν κοινωνός μαζί με την κυβερνητική του κλίκα, θέλησε να μεταφέρει στην καθ’ ημάς Ανατολή της Ευρωζώνης ο Παπανδρέου, υπενθυμίζοντας στα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης πόσο πίσω είναι από τις ανάγκες των ιστορικών στιγμών…

Η κυβέρνηση Παπαδήμου

Το «απονενοημένο διάβημα» του δημοψηφίσματος αποδείχτηκε τελικά νυστέρι για το πολιτικό σύστημα - και όχι μόνο. Ο εκβιασμός έπιασε τόπο προς όλες τις κατευθύνσεις! Μένει βέβαια να δούμε αν ο εμπνευστής του στρατηγήματος, ο Γ. Παπανδρέου, θα καταφέρει να ρεφάρει και να παραμείνει υποψήφιος ηγεμόνας στο πολιτικό παιχνίδι, αλλά ακόμη και αν εκ του αποτελέσματος αποδειχτεί ότι «θυσιάστηκε για την τάξη του», τα αποτελέσματα της πρωτοβουλίας του είναι πραγματικά εντυπωσιακά: Παρ’ όλη την τετραήμερη φαρσοκωμωδία για το σχηματισμό της κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας», τα κέρδη για την αστική τάξη είναι σημαντικά:

α. Σε αντίθεση με πριν, υπάρχει μια κυβέρνηση που μπορεί να διασφαλίσει τις κοινοβουλευτικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση των αποφάσεων της 27ης Οκτωβρίου, με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και με τρικομματική στήριξη.

β. Το πρώτο σημαντικό βήμα για τον κοινοβουλευτικό βοναπαρτισμό γίνεται με όρους «εθνικής ομοψυχίας», εκεί που μέχρι προχθές ήταν αμφίβολο αν θα βρεθούν οι 151 βουλευτές για να ψηφιστεί το επόμενο σημαντικό νομοθέτημα της κυβέρνησης Παπανδρέου. Στην κυβέρνηση των τοκογλύφων, προϊόν κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού, συμμετέχουν τα τρία κόμματα, υποστηρίζει το κόμμα της Μπακογιάννη, δεν την υπερψηφίζουν αλλά δείχνουν μάλλον «κατανόηση» η ΔΗΜΑΡ και οι Οικολόγοι, ο Παπούλιας ευλόγησε από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας το βοναπαρτιστικό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα. Ο κοινοβουλευτικός βοναπαρτισμός μπήκε στη ζωή μας «δόξη και τιμή»…

γ. Η ΝΔ μπήκε σε κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, εγκαταλείποντας την αντιμνημονιακή «αποχή» από τις κυβερνητικές ευθύνες.

δ. Η ρατσιστική και εμφυλιοπολεμική ακροδεξιά του ΛΑΟΣ αναβαπτίστηκε στην «εθνική κολυμβήθρα του Σιλωάμ», μπήκε στην κυβέρνηση και έγινε «επίσημα» δύναμη εθνικής σωτηρίας.

ε. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε έναν τυπικό εκπρόσωπο του τραπεζικού λόμπι, παραβιάζοντας όλες τις συνταγματικές διαδικασίες. Η παράδοση του Μεσοπολέμου αναβιώνει, βάζοντας υποθήκες και για επόμενα βήματα.

στ. Αναμφισβήτητα κερδήθηκε κάποιος χρόνος (όχι πολύς, αλλά το πόσος θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες) απέναντι στο κίνημα. Το οποίο πρέπει να «χωνέψει» τον εκβιασμό του δημοψηφίσματος για το ευρώ (παρόλο που αυτό δεν έγινε τελικά) και να βρει τα «πατήματά» του απέναντι σ’ αυτή την κυβέρνηση. Σίγουρα πάντως, δεν θα συνεχίσει στο εντελώς άμεσο διάστημα από το σημείο που ήταν την 28η Οκτωβρίου.

Ύστερα από όλα αυτά, όποιος εξακολουθεί να χλευάζει το στρατήγημα Παπανδρέου, μάλλον υποκύπτει στην αγοραία δημοσιογραφική προσέγγιση των πραγμάτων. Και όποιος πει ότι δεν κατάλαβε, μάλλον είναι τυφλός.

Αδύναμη ή ισχυρή κυβέρνηση;

Αν, αξιοποιώντας όλα τα προηγούμενα, η κυβέρνηση Παπαδήμου καταφέρει να δώσει στον ελληνικό καπιταλισμό την «τελευταία ανάσα» στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, εξασφαλίζοντας την υλοποίηση των αποφάσεων της 27ης Οκτωβρίου στο σύνολό τους, τότε θα αποδειχτεί πιο ισχυρή από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου της τελευταίας περιόδου. Για να τα καταφέρει, χρειάζεται τη συνδρομή και εξωτερικών παραγόντων: πάνω απ’ όλα τη σχετική σταθεροποίηση της κατάστασης στην Ιταλία, τουλάχιστον για τους επόμενους τρεις μήνες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η πλέον ευτυχής συγκυρία για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι να παραμείνει η ένταση στο «μέτωπο» της Ιταλίας (πράγμα που θα συμβεί ούτως ή άλλως) αλλά χωρίς να δημιουργηθεί κάποια ανεξέλεγκτη κατάσταση, ώστε να μην ενεργοποιηθούν άμεσα σχέδια βίαιης αναδιάρθρωσης της Ευρωζώνης που θα θέσουν σε αμφισβήτηση το νέο ελληνικό «πακέτο» χρηματοδότησης και θα ενεργοποιήσουν καταστροφικά σενάρια.

Υπό αυτή την προϋπόθεση (που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ότι θα υπάρξει), η κυβέρνηση Παπαδήμου θα έχει να αναμετρηθεί με τις εσωτερικές αντιφάσεις του κυβερνητικού σχήματος, που δεν εκφράζουν απλώς διαφορετικές κομματικές τακτικές και εγωισμούς, αλλά και εν δυνάμει διαφορετικές στρατηγικές για τη διαχείριση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού ενόψει της «επόμενης μέρας» καθώς επίσης και υπαρξιακούς σπασμούς τμημάτων της αστικής τάξης που πλέον υφίστανται το δικό τους «κούρεμα»…

Πόσο γρήγορα και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί το κίνημα να ξεπεράσει το προσωρινό μούδιασμα που αναπόφευκτα προκαλούν οι τελευταίες εξελίξεις; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι καθόλου απλή: Πηγαίνοντας ένα βήμα μπροστά από τα κόμματα της Αριστεράς και από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, το κίνημα αντίστασης διήνυσε μεγάλο μέρος της διαδρομής οικονομικός αγώνας - πολιτικός αγώνας - πολιτική απεργία, φτάνοντας έτσι σε οριακό σημείο. Ύστερα από τη 48ωρη της 19-20 Οκτωβρίου, ήρθε η ματαίωση των παρελάσεων, όπου το εξεγερσιακό πνεύμα ήταν έκδηλο. Ωστόσο, για να ξεπεραστεί το οριακό αυτό σημείο, απαιτούνται πλέον πολιτικές προϋποθέσεις. Το κίνημα «έσυρε» την Αριστερά μέχρι εδώ, πηγαίνοντας στις κρίσιμες καμπές ένα βήμα μπροστά απ’ αυτήν. Τώρα, το επόμενο βήμα είναι να δοθεί συνειδητά η μάχη για την εξουσία, κι αυτό το βήμα απαιτεί αντιστροφή των ρόλων: πολιτική εναλλακτική πρόταση για την κατάληψη της εξουσίας, με αιχμή προφανώς την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, θα ήταν θανάσιμο λάθος ο εγκλωβισμός του κινήματος στην προσμονή αλλαγής των εκλογικών συσχετισμών ώστε να πυροδοτηθούν πολιτικές εξελίξεις προς τα αριστερά. Κάτι τέτοιο θα έκανε την κυβέρνηση Παπαδήμου πραγματικά ισχυρή, διευκολύνοντας τα σχέδια και για το ξεδόντιασμα της εκλογικής δυναμικής της Αριστεράς. Το κίνημα πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα ως τέτοιο, και αυτό το επόμενο βήμα, στο σημείο που έχει φτάσει, είναι να γίνει φορέας μιας εναλλακτικής εξουσίας. Να αποκτήσει τη δύναμη και τις δομές να ακυρώνει στην πράξη κυβερνητικές πολιτικές, να υλοποιεί την κοινωνική ανυπακοή, να οργανώνεται σαν εν δυνάμει εναλλακτική εξουσία παντού (στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους και στις γειτονιές), να δημιουργήσει τους όρους για την πολιτική γενική απεργία. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν τον αποφασιστικό ρόλο των πολιτικών πρωτοποριών, της Αριστεράς. Δεν μπορούν να γίνουν όπως μέχρι σήμερα, με το κίνημα να τραβάει μπροστά, σέρνοντας πίσω του την Αριστερά. Όλα αυτά προϋποθέτουν σπασίματα «κρίκων» και αλλαγές συσχετισμών μέσα στην Αριστερά στο αμέσως επόμενο διάστημα. Αλλιώς το κίνημα θα προσπεράσει για τα καλά την Αριστερά και θα συγκρουστεί με τον αντίπαλο χωρίς πολιτική ηγεσία, σχέδιο και εναλλακτική πρόταση – με ό,τι ήθελε σημάνει αυτό.

Στη μεταβατική περίοδο της κυβέρνησης Παπαδήμου, λοιπόν, το ισοζύγιο των συσχετισμών θα κριθεί από πολλούς παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Και εδώ, ο ρόλος της Αριστεράς θα είναι εντελώς κρίσιμος!

Οι εκλογές

Φαίνεται πως ήρθε η ώρα να επαληθευτεί η φράση «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες»! Η αλλεργία των δυνάμεων του συστήματος απέναντι στις εκλογές είναι τέτοια, ώστε θα ήταν επιπόλαιο να θεωρήσουμε δεδομένο πως θα γίνουν εκλογές σε λίγους μήνες. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, ευνοούμενη και από τις διεθνείς εξελίξεις, αποδειχτεί αποδοτική για τον ελληνικό καπιταλισμό, τότε δεν αποκλείεται καθόλου οι εκλογές να αναβληθούν για ευθετότερο χρόνο – σε αυτή την περίπτωση η ΝΔ θα μπορούσε ακόμη και να διασπαστεί. Ή να γίνουν αφού πρώτα αλλάξει ο εκλογικός νόμος ώστε να περιθωριοποιηθεί η Αριστερά. Αν πάλι η κυβέρνηση Παπαδήμου ξεφτίσει γρήγορα, υπό το βάρος αρνητικών διεθνών εξελίξεων που φέρνουν κοντά το φάσμα της κατάρρευσης, κινηματικών αντιδράσεων και εσωτερικών αντιφάσεων, τότε δεν αποκλείεται τις εκλογές να προλάβει ο ανοιχτός βοναπαρτισμός του κράτους έκτακτης ανάγκης ή μια λαϊκή εξέγερση. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτές τις συνθήκες οι εκλογές πρέπει να ιδωθούν σαν κομμάτι μιας συνολικής αναμέτρησης που παίρνει πλέον χαρακτηριστικά «πολεμικά». Και η πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να ιδωθεί σαν πολεμική ιαχή στον αγώνα ενάντια στην ελληνική αστική τάξη και το κράτος έκτακτης ανάγκης – σε καμία περίπτωση πάντως σαν επιστροφή σε κάποια «κοινοβουλευτική ομαλότητα», που αποσύρεται γοργά από την ιστορική σκηνή.

Η Αριστερά

Ο εκβιασμός του δημοψηφίσματος και οι μετέπειτα εξελίξεις ανέδειξαν τα όρια της πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς: του ΣΥΝ και του ΚΚΕ. Πιο καθαρά το ΚΚΕ και με αντιφάσεις ο ΣΥΝ, δεν σήκωσαν το γάντι του δημοψηφίσματος, έκαναν σαφές ότι «προτιμούν» τις εκλογές και έμειναν στη γωνία των εξελίξεων περιμένοντας να δουν ποια κάλπη θα στηθεί… Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι δεν πείθουν πως εννοούν να δώσουν αποφασιστικά τη μάχη για την εξουσία – όχι απλώς τον «καλό εκλογικό αγώνα» όταν η αστική τάξη δεήσει να κάνει εκλογές. Δεν λειτουργούν στη συγκυρία σαν πολιτικοί ηγεμόνες, που αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη του αγώνα για την εξουσία, δίνοντας πολιτική προοπτική και ηγεσία στο κίνημα. Χρειάζεται συστηματικός και σκληρός αγώνας μέσα στην Αριστερά για να αλλάξει αυτή η παραλυτική συνθήκη.

Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, η συνολική πολιτική πρόταση αγώνα της Αριστεράς πρέπει να περιλαμβάνει

Μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση Παπαδήμου: ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΙΣΜΟΥ!

Γενικευμένη πολιτική ανυπακοή, με άμεση αιχμή την άρνηση πληρωμής των χαρατσιών.
Πολιτικό μέτωπο και αγώνας για κυβέρνηση της Αριστεράς, ώστε να πληρώσει την κρίση το κεφάλαιο και όχι οι εργαζόμενοι – το αίτημα για εκλογές πρέπει να συνδυαστεί με την πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Ενότητα στη δράση της Αριστεράς και οικοδόμηση του κινήματος αντίστασης σαν φορέα της εναλλακτικής εξουσίας των εργαζομένων: λαϊκές συνελεύσεις σε όλες τις γειτονιές, επιτροπές αγώνα σε όλους τους εργασιακούς - κοινωνικούς χώρους, κλαδικός,περιφερειακός και πανεθνικός συντονισμός.
Πάλη ενάντια στον κοινοβουλευτικό βοναπαρτισμό, σαν συστατικό στοιχείο του αγώνα για την εξουσία - και όχι με την αυταπάτη της επιστροφής σε κάποια μυθική «ομαλότητα».



< Προηγούμενο Επόμενο >

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου