Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Για την Πολιτική (πηγή Arguments)

πηγή :Arguments

Το μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε αυτό που εμείς βλέπουμε ως πολιτική και σε αυτό που εντέλει έχει καταλήξει να κουβαλά ως νόημα η συγκεκριμένη λέξη, μας οδηγεί στην ανάγκη να αναπτύξουμε τη δική μας οπτική που βρίσκεται σε αντίθεση με την τρέχουσα πλειοψηφική οπτική· αυτό, με σκοπό να επιτύχουμε μια κάποια σαφήνεια και να αποφύγουμε τη χρήση μιας «αποστηματικής» και ξένης προς την κοινωνία ιδιόγλωσσας. Θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε τις σκέψεις μας παίρνοντας ερεθίσματα από την, ίσως, κεντρικότερη έννοια που συνοδεύει ή περιγράφει καλύτερα, έστω και στείρα σχηματικά, τη λέξη πολιτική στις μέρες μας, την έννοια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και, κυρίως, την τωρινή της κατάσταση.


Σε γενικές γραμμές, η κοινοβουλευτική δημοκρατία γεννήθηκε μέσα από τις μεγάλες αλλαγές στη Δύση από τον 17ο αιώνα και μετά (Διαφωτισμός, Αστικές Επαναστάσεις), και μέσα από μια μακροχρόνια πορεία κατά την οποία εμπλουτίστηκε και άλλαξε πολλές φορές μορφή και περιεχόμενο διαμορφούμενη από τις αλλαγές στη σκέψη, από την ενεργό δράση και τους αγώνες των πολιτών της (αμφισβήτηση των μεγάλων αληθειών και γενικότερα το πνεύμα του Διαφωτισμού, μεγάλα πολιτικά και επαναστατικά οράματα, αργότερα συνδικαλισμός, κινήματα δικαιωμάτων κ.λπ.) όπως και από τις εμπειρίες των διολισθήσεων και των εγκλημάτων στα οποία υπέπεσαν οι λαοί και οι κυβερνήσεις της Δύσης (αποικίες, πόλεμοι, ολοκληρωτισμοί, ωμές εξωτερικές επεμβάσεις, εσωτερικές ανισότητες και αποκλεισμοί κ.λπ.), κατάφερε να επιβιώσει και να λειτουργήσει, φτάνοντας μάλιστα στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, ίσως στην κορυφή τις εξέλιξής της, να απολαμβάνει και να προσφέρει ένα πλαίσιο σχετικής πολιτικής σταθερότητας, αυξημένης και ομαλής συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, εξασφάλισης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού και πρωτοφανούς επιπέδου υλικής ευμάρειας. Οι σαρωτικές κοινωνικές εξελίξεις των τελευταίων λίγων δεκαετιών, όμως, δε θα μπορούσαν παρά να ανατροφοδοτήσουν και να επηρεάσουν με τη σειρά τους και τη λειτουργία και την πορεία αυτής της μέχρι τότε θεσμισμένης πολιτικής, της οποίας εν μέρει ήταν αποτελέσματα, όπως αυτή είχε φτάσει να λειτουργεί. Η στροφή των πολιτών στην ενασχόληση με την αυστηρά ιδιωτική τους σφαίρα, η πλήρωση αυτής αποκλειστικά από τα προϊόντα και την εμπειρία του καταναλωτισμού, η κατάρρευση των συλλογικών στόχων και οραμάτων, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα κοινά, η εγκατάλειψη των αξιών ή η αντικατάστασή τους από ψευτο-αξίες1, ο ατομικισμός και εντέλει ο κυνισμός, δημιούργησαν καινούργιες απαιτήσεις και συνθήκες για την πολιτική και μια τελείως διαφορετική οπτική και θέση για αυτήν.


Πλέον, ο άτυπος ρόλος της συλλογικής εξουσίας, οι απαιτήσεις από αυτήν, η γενικότερη τοποθέτησή της μέσα στο κοινωνικό-ιστορικό, έχουν μετουσιωθεί και βαλτώσει σε μια πρωτοφανή κατάσταση ετερονομίας2 και α-στοχαστικής αυτό-βεβαίωσης, οι οποίες οδηγούν την πολιτική, όχι σε μια παγίωση στην τωρινή μετριότητα (με τα θετικά και τα αρνητικά της), αλλά σε μια σταδιακή παρακμή με αβέβαιη κατάληξη. Τομείς πού άλλοτε ήταν πεδία έντονων διαβουλεύσεων και διεκδικήσεων, αιτήματα που ερχόντουσαν να αμφισβητήσουν τα αυτονόητα, ρωγμές στη σκέψη και τον κυρίαρχο λόγο, έχουν αντικατασταθεί από βαριές και βάρβαρες βεβαιότητες: το ερώτημα «τι πολιτικό σύστημα θέλουμε;» έχει σχεδόν σιγήσει, μιας και τα μειονεκτήματα και οι ανεπάρκειες της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, δε συγκινούν αρκετά τους πολίτες, σίγουρα όχι τόσο για να δραστηριοποιηθούν ώστε να την αμφισβητήσουν ή να τη βελτιώσουν. Το ερώτημα «τι θέλουμε από την πολιτική;» δεν ακούγεται σχεδόν ποτέ, μιας και σαν μοναδική, αυτονόητη και αυτονόητα μοναδική απάντηση προσφέρεται μόνο το πλέγμα των επιλογών προς την ανάπτυξη της τεχνο-οικονομικής σφαίρας (είτε «δεξιάς» είτε «αριστερής» προελεύσεως), η οποία ανάπτυξη στέκει σαν μυθική υπόσχεση που συγκινεί κράτη και πολίτες, που συλλογικά ή κατά μόνας φαντασιώνονται περισσότερα υλικά αγαθά, κινητοποιούμενοι στη ζωή τους-και άρα και προς την πολιτική- μόνο από αυτά, δείχνοντας ελάχιστη μέριμνα για όλες τις άλλες όψεις της κοινωνίας και της ζωής. Βέβαια, προϋπόθεση για να αρθρωθούν τέτοιου είδους ερωτήματα, αποτελεί ο ανθρωπολογικός τύπος ο οποίος θα τα εκφράσει και θα κινητοποιηθεί από αυτά, ένας τύπος ανθρώπου που η σημερινή κοινωνία, οι σημερινοί άνθρωποι, φαίνονται απρόθυμοι να επιδιώξουν να διαμορφώσουν ή να γίνουν, απορροφημένοι καθώς είναι και απολαμβάνοντας -μέσα στην βεβαιότητα της «ορθολογικότητας» των προσωπικών τους επιδιώξεων και αναζητήσεων- το παιχνίδι της κατανάλωσης και σχεδόν τίποτα έξω από αυτό. Έτσι, η «επίσημη» πολιτική έχει καταντήσει ένα άκομψο πεδίο διαχείρισης της οικονομικής κατάστασης, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν των πολιτών που τη δημιουργούν.



Τα μεγάλα κόμματα εξουσίας του «κέντρου», έχοντας επαναπαυτεί στην επαρκή3 προσχηματική επίκληση του αόριστου καθήκοντος της «ορθολογικής διαχείρισης» της κάθε χώρας, έχοντας αναλάβει τον ρόλο των «εξειδικευμένων διαχειριστών» του μόνου και εξαιρετικά πολύπλοκου ζητήματος που απέμεινε να είναι η πολιτική, δηλαδή της οικονομίας, μετατρέπονται σε αποκομμένα κέντρα εξουσίας που αποτελούνται απλώς από οικονομικούς τεχνοκράτες, από μονοδιάστατους σαμάνους που επαναλαμβάνουν μονότονα τους μύθους της «ανάπτυξης» και της «ελευθερίας της αγοράς», από τους οποίους δε ζητείται τίποτε άλλο πέρα από την εξασφάλιση των συνθηκών για ανεμπόδιστη ενασχόληση με την αύξηση του εισοδήματος και τον καταναλωτισμό, ασχέτως αν στα χέρια τους αφήνουμε, θέλοντας και μη, όλες τις άλλες υποθέσεις. Μέσα σε αυτήν την «πολιτική» κατάσταση, όσο παραμερίζονται στο περιθώριο τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις για περισσότερη δικαιοσύνη, περισσότερη συμμετοχή, περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη ισότητα, όλα δηλαδή τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις που μέχρι τώρα συνέβαλαν στη δημιουργία του φιλελεύθερου και σχετικά δημοκρατικού πλαισίου λειτουργίας των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, όσο η πολιτική (ζητάμε να) περιορίζεται στην οικονομία, τόσο οι ανεπάρκειες, οι αντιφάσεις και οι αδικίες του πολιτικού/κοινωνικού μας συστήματος έρχονται στην επιφάνεια εντεινόμενες και θέτουν σε κίνδυνο τη σπουδαία πολιτική μας κληρονομιά· και φυσικά χωρίς να αφήνουν ούτε στα οικονομίστικα αιτήματα καμία σοβαρή πιθανότητα εκπλήρωσης.



Φαινομενικά αιρετικά και φαινομενικά εναλλακτικά προσεγγίζουν την κατάσταση αυτή οι κληρονόμοι της πάλαι ποτέ «ριζοσπαστικής» και πάλαι ποτέ «ανθρωποκεντρικής» αριστεράς. Ως συνεχιστές αυτής της παράδοσης, ορθώς εντοπίζουν κάποιες από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αδικίες της σύγχρονης κατάστασης, αφήνοντας μέσα από τους κόλπους του χώρου αυτού να ακούγονται οι λιγοστές φωνές που έχουν απομείνει να ασκούν κριτική μέσα από ένα πρίσμα ολικό, ζητώντας ουσιαστικές αλλαγές. Όμως συνολικά, η τελική κυριαρχία και σε αυτόν τον χώρο της οικονομίστικης ιδεολογίας, η προσήλωση σε μια μυθολογία που θέλει την κοινωνία να βασίζεται σε «πρωτοποριακές» ομάδες για να αλλάξει4 , η υιοθέτηση χοντροκομμένων, απλουστευτικών σχημάτων και θεωριών εξήγησης του κόσμου5 , εντέλει η ανικανότητα της αριστεράς να (ξανά)ασχοληθεί με τον άνθρωπο και να τον ξαναφέρει στο επίκεντρο αντιμετωπίζοντας τον στην πολυπλοκότητά του και όχι σαν απλό οικονομικό υποκείμενο, την καθιστούν μια πολιτικά και κοινωνικά στείρα δύναμη, που παρασιτεί ιδεολογικά και μηρυκάζει τις πλέον καταστροφικές κοινοτοπίες της σύγχρονης καπιταλιστικής νοοτροπίας της κοινωνίας (παραγωγισμός, οικονομικοκεντρισμός, «ορθολογισμός», τεχνο-επιστημονική ανάπτυξη, ανάθεση των εξουσιών στους ειδικούς κ.λπ.).



Ειδικά στην Ελλάδα, η απροθυμία της να ενσωματώσει στοιχεία από τις ιδέες και την κουλτούρα του πολιτικού φιλελευθερισμού και της ελευθεριακής παράδοσης, η αγνόηση ως δευτερευόντων στην καλύτερη περίπτωση, μέχρι και η εχθρική αντιμετώπιση κάποιων σοβαρών ζητημάτων6 , η προφανής αδιαφορία της για την εκφορά ρεαλιστικών εναλλακτικών προτάσεων που να θίγουν τον πυρήνα των φαντασιακών σημασιών7 της κοινωνίας, ο λαϊκισμός και η επιμονή της να μην καταλογίζει καμία ευθύνη στο «λαό»8 , με ταυτόχρονη δαιμονοποίηση καθενός που βρίσκεται έξω από το πλαίσιο της δικιάς της σκέψης, αποκαλύπτουν την αριστερά ως μια δύναμη αποφασισμένων επαναστατών-ζηλωτών, οι οποίοι, αποκλεισμένοι στο περιθώριο της πραγματικότητας, περιμένουν την μέρα της Επανάστασης για να ασχοληθούν, ελπίζουμε όχι με τον ζήλο των προκατόχων τους, με την κοπτοραπτική αλλαγή της κοινωνίας· εικόνα που μπορεί να ικανοποιεί τους ίδιους, αλλά που σίγουρα δυσαρεστεί κάθε προοδευτικό άνθρωπο με όραμα και ελπίδες για μια δημοκρατική και ανθρωποκεντρική μεταστροφή της πολιτικής και της κοινωνίας. Από την πλευρά μας, ενώ συμμεριζόμαστε τις απόψεις που εντοπίζουν τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνικό-πολιτικής οργάνωσης («κρίση θεσμών») και κυρίως την εμφανώς προβληματική κατάσταση σε όλες τις άλλες όψεις της κοινωνικής-ανθρωπολογικής κατάστασης (κρίση αξιών, κρίση ανθρωπίνων σχέσεων, κενό νοήματος, κ.λπ.), αρνούμαστε να κατανοήσουμε τα πρώτα, τα προβλήματα που όντως υπάρχουν στη δομή και το περιεχόμενο των θεσμών, σαν αίτια όλων των υπολοίπων. Κάθε τέτοια σκέψη είναι από τη ρίζα της προβληματική και καταδικασμένη να οδηγήσει σε λογικές «πρωτοπορίας», σε συλλογισμούς που θέλουν τους ανθρώπους πειθήνιους και άκριτους ακόλουθους αυτών των λίγων που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, υποτίθεται ότι αναλαμβάνουν ή θα αναλάβουν την οργάνωση και την αναδιάρθρωση του «συστήματος».



Για εμάς, οι θεσμοί, είτε πολιτικοί είτε με την ευρύτερη έννοια, θεμελιώνονται σε και διαμορφώνονται από τις φαντασιακές σημασίες που δημιουργεί ή αποδέχεται η κάθε κοινωνία, από τον τρόπο που η ίδια συλλαμβάνει και νοηματοδοτεί τον κόσμο, την πραγματικότητα, τον άνθρωπο, τον εαυτό της, από τις επιθυμίες, τις αξίες και εντέλει τις πράξεις των ατόμων και των συλλογικών υποκειμένων που συμμετέχουν σε αυτήν. Άρα, το πολιτικό ζήτημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο και βαθύ από απλώς ζήτημα πολιτικής οργάνωσης και κάθε λόγος που αρθρώνεται σαν πολιτικός θα πρέπει να μπορεί να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί θεσμοί, ή οι θεσμοί που σχετίζονται άμεσα με την πολιτική, όπως π.χ. η οικονομία, υπάρχουν στην εκάστοτε μορφή τους μόνο μέσα από και εξαιτίας μιας δυναμικής σχέσης αμφίδρομης αλληλεπίδρασης και αλληλο-δημιουργίας με όλους τους μετέχοντες στην κοινωνία· και μάλιστα οι θεσμοί αυτοί επηρεάζονται όχι μόνο από τις ρητές διατυπώσεις και πράξεις που αφορούν στενά την πολιτική αλλά και από όλες τις άλλες όψεις των επιθυμιών και των επιλογών του συνόλου των μελών της κοινωνίας· επηρεάζονται από όλες τις όψεις της κοινωνίας οι οποίες οφείλουν την ύπαρξή τους και τον τρόπο ύπαρξής τους, καθώς και αντλούν τα πλαίσια, τις κατευθύνσεις και τις αρχές τους, από τον χώρο στον οποίο συναντώνται και αλληλοεπηρεάζονται οι ιδέες, οι απόψεις, οι διαφορετικοί τρόποι σύλληψης του κόσμου, οι διαφορετικές επιθυμίες και προτάσεις για αυτόν και εντέλει κάθε τρόπος να δίνουμε νόημα σε οτιδήποτε, τα οποία διασταυρούμενα και σε διαρκή τριβή μεταξύ τους δεν παύουν στιγμή να δημιουργούν καινούργιες συλλογικές και ατομικές αλήθειες, να «λιώνουν» τις παλιές, να ενισχύουν και να σκληραίνουν κάποιες άλλες, όντας δυναμικά συστατικά στοιχεία -άλλα και φανερωτές- της μαγματικής φύσης του κοινωνικού φαντασιακού, του οποίου αποκρυστάλλωση αποτελούν τελικά οι κάθε είδους θεσμοί, πολιτικοί ή όχι.



Έχοντας αυτά στο μυαλό μας, έχοντας και την επιθυμία να συμβάλουμε σε μια αλλαγή σε βάθος πολλών όψεων της σημερινής παγκόσμιας κοινωνίας, πιστεύουμε ότι ο πλέον ουσιαστικός και ταυτόχρονα σύμφωνος με τις δημοκρατικές μας αρχές τρόπος, είναι η κριτική προσέγγιση των καλώς και κακώς κειμένων της κοινωνίας μας, κριτική προσέγγιση, όμως, που δεν θα έχει τις αγκυλώσεις και δεν θα πέφτει στα αδιέξοδα της παραδοσιακής πολιτικής σκέψης· κριτική προσέγγιση που θα περιλαμβάνει και σφαίρες της καθημερινότητας που περνάνε απαρατήρητες παρά την τεράστια σημασία τους· κριτική προσέγγιση που θέλει να φτάσει στον πυρήνα των φαντασιακών σημασιών που στηρίζουν τις σημερινές βαρβαρότητες κάθε είδους, που αμφισβητεί την αθωότητα των πιο καθημερινών σκέψεων και πράξεών μας, με στόχο μέσα από αυτήν τη διαδικασία να αλλάξουμε τον τρόπο βίωσης και όρασης των πραγμάτων, να αλλάξουμε τις ζωές και την καθημερινότητά μας, να δημιουργήσουμε και να συμμετέχουμε σε καθετί καινούργιο και συλλογικό που αλλάζει τον κόσμο, σε καθετί που φτιάχνει ή δείχνει προς μια κοινωνία αλλιώτικη, μια κοινωνία περισσότερο όμορφη, περισσότερο ανθρώπινη, περισσότερο ερωτική, περισσότερο δίκαιη, περισσότερο δημοκρατική. Κλείνουμε με τα λόγια του Ε. Μορέν, δεσμευόμενοι, παράλληλα, μέσα από αυτό το σάιτ, να συνεχίσουμε τη δικιά μας, μικρή, προσπάθεια για τη δημοκρατία: «Τίποτα δεν είναι μη αναστρέψιμο και οι δημοκρατικές, ανθρωπιστικές συνθήκες πρέπει να αναγεννώνται σε διαρκή βάση, διαφορετικά εκφυλίζονται. Η δημοκρατία έχει ανάγκη να αναδημιουργείται σε διαρκή βάση. Όταν στοχάζομαι την βαρβαρότητα συμβάλλω στην αναγέννηση του ανθρωπισμού. Και επομένως της αντιστέκομαι»9 .



Η συντακτική ομάδα του arguments



--------------------------------------------------------------------------------



1. Όπως για παράδειγμα η λατρεία του εαυτού ή η «αυθεντικότητα», οι οποίες, όμως, δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «αξίες», μιας και η λέξη αξία αρθρώνεται κατ’ ανάγκη σαν κάτι που υπερβαίνει το άτομο, ενώνοντάς το σε κάποιο επίπεδο με τα υπόλοιπα, κάτι που οι προαναφερθείσες «αξίες» αδυνατούν, λόγω περιεχομένου, να επιτύχουν με αξιοπρεπή τρόπο ή σε αξιοπρεπή βαθμό. Για μια μεστή ανάλυση και κριτική του ιδανικού της «αυθεντικότητας», βλ. Τσαρλς Ταίηλορ, Οι δυσανεξίες της νεωτερικότητας, μτφρ. Μ. Πάγκαλος, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2006.

2. Βλ.«Αυτονομία ή Βαρβαρότητα», περιοδικό Μάγμα, τ. 1 – Δεκέμβριος 2007, σελ. 121-137 (σε ηλεκτρονική μορφή online)



3. Επαρκής επειδή στρέφονται πλέον σε υποκείμενα βραχείας μνήμης, χωρίς ενδιαφέρον για ουσιαστική μελέτη των προγραμμάτων τους, χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον για τα κοινά γενικότερα, παρά μόνο με μια φθίνουσα όρεξη για «οπαδική», πελατειακή και επιφανειακή υποστήριξή τους ή ενασχόληση με αυτά.

4. Και η αριστερά, όπως και η κυρίαρχη πολιτική σκέψη, αγνοεί τις δημιουργικές ικανότητες των «μαζών» όντας, κυρίως, ανίκανη να αποδεχτεί πως φορέας της πολιτικής αλλαγής μπορεί να είναι η πλειοψηφία των πολιτών και μόνο αυτή, και πως κάθε πρωτοπορία με έτοιμο πολιτικό σχέδιο είναι καταδικασμένη είτε να αναγνωρίσει αυτήν την κατάσταση είτε να βρεθεί στο περιθώριο της κοινωνίας και της ιστορίας.



5. Σχήματα που χρησιμοποιούνται μάλλον για να δικαιολογήσουν τις επιθυμίες και τον τρόπο σκέψης των φορέων τους και που δε διαφέρουν τελικά και τόσο πολύ από τον «καπιταλιστικό» τρόπο σκέψης παρά στηρίζονται σε αυτόν.



6. Όπως η υπεράσπιση των πολιτικών ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κριτική και η απόρριψη του λενινιστικού γραφειοκρατικού μοντέλου οργάνωσης και η οικολογία.

7. Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ. Σ. Χαλικιάς - Γ. Σπαντιδάκη - Κ. Σπαντιδάκης, εκδ. Ράππα, Αθήνα, 1981.



8. Πρόκειται για την άλλη όψη της αδυναμίας της να αποδεχτεί πως ο «λαός» μπορεί και μόνος του να αλλάξει τον κόσμο.



9. Εντγκάρ Μορέν, Ευρώπη, Πολιτισμός και Βαρβαρότητα, μτφρ Τ. Δημητρούλια, εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα, 2006.



.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου