Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012
Αντίδοτο Ρατσισμού
Αντίδοτο Ρατσισμού
Μια Κογκολέζικη Μπάντα στο Σύνταγμα την Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου όπως την απόλαυσα από τα σκαλάκια......
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012
Red NoteBook - Αντιμαχόμενες Οικονομικές θεωρίες: Ζήτημα διαφορών
Red NoteBook - Αντιμαχόμενες Οικονομικές θεωρίες: Ζήτημα διαφορών
Αντιμαχόμενες Οικονομικές θεωρίες: Ζήτημα διαφορών |
Σκέψεις για το βιβλίο τους "Αντιμαχόμενες Οικονομικές Θεωρίες: Νεοκλασική, Κεϋνσιανή και Μαρξιστική" |
Των Richard Wolff και Stephen Resnick
Από το 2007 η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση – η βαθύτερη από τη δεκαετία του 1930 – έχει, και θα συνεχίσει να έχει, ευρύτερα και εντονότερα αποτελέσματα. Μετασχηματίζει την οικονομία, την πολιτική και την κουλτούρα του κόσμου. Οι οικονομικές θεωρίες, ως μέρος αυτής της κουλτούρας, δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτή την πρόκληση και αλλαγή. Οι οικονομικές θεωρίες είναι οι φακοί που χρησιμοποιούμε για να δούμε και να καταλάβουμε το «γιατί» και το «πώς» των οικονομικών. Έτσι, μας παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, για παράδειγμα, σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τις κρίσεις και τα τεράστια κοινωνικά κόστη. Αυτό αποτελεί το μεγάλο διακύβευμα για τις οικονομικές ενέργειες, οι οποίες συντείνουν στο να αλλάξει η ιστορία μας, όπως και η ίδια η ιστορία αλλάζει τις θεωρίες μας, και πάει λέγοντας. Αντίθετα με άλλους οικονομολόγους, πιστεύουμε ότι η οικονομική θεωρία τώρα αλλάζει, για άλλη μια φορά, ως ένα βασικό αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης.
Οι οικονομικές θεωρίες ήταν πάντα πολύπλοκες. Οι προσπάθειες των υποστηρικτών και των επικριτών των οικονομικών θεωριών να παράξουν οικονομικές αναλύσεις και πολιτικές είναι πάντα καταδικασμένες. Κατά τη γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού, οι θεωρητικοί γίγαντες Άνταμ Σμιθ και Ντέιβιντ Ρικάρντο εκθείασαν το νέο σύστημα για την ανωτερότητά του έναντι του προηγούμενου, φεουδαρχικού οικονομικού συστήματος. Τα «κλασικά» οικονομικά τους εξελίχθηκαν σε «νεοκλασικά οικονομικά», τα οποία, επίσης έπλεξαν το εγκώμιο της θεωρίας τους για το πώς λειτούργησε ο καπιταλισμός. Κι, όμως, λίγο μετά τον Σμιθ και τον Ρικάρντο, εμφανίστηκαν οι κριτικές, οι οποίες οδήγησαν στην εμφάνιση ενός άλλου γίγαντα, του Κάρλ Μάρξ. Με τους υποστηρικτές του, άσκησε μια σφοδρή κριτική στον καπιταλισμό, μέσω μιας διαφορετικής οικονομικής θεωρίας. Τα οικονομικά –όπως κάθε πεδίο γνώσης και, πολύ περισσότερο, όπως οι άλλες κοινωνικές και φυσικές επιστήμες– περικλείουν εναλλακτικούς, αντιμαχόμενους τρόπους κατανόησης του αντικειμένου τους. Αυτό το αντικείμενο, ένα ή περισσότερα οικονομικά συστήματα, είναι μια πελώρια, σύνθετη μάζα από διαδικασίες και σχέσεις που αλληλεπιδρούν. Διαφορετικοί παρατηρητές, μαθητές, και «γνώστες» συμμετέχουν, και γι’ αυτό βλέπουν το οικονομικό σύστημα διαφορετικά. Με άλλα λόγια, διαφορετικές οικονομικές θεωρίες – παρόμοια με διαφορετικές ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, ιατρικές και άλλες θεωρίες – θα αναδυθούν, φυσικά, από τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι ζουν και αλληλεπιδρούν, σκέφτονται και βιώνουν τις ζωές τους. Έτσι, η σαφής κατανόηση ενός οικονομικού συστήματος απαιτεί γνώση και ενασχόληση σχετικά με τις εναλλακτικές θεωρίες αυτού του παραγόμενου και διεσπαρμένου από διαφορετικούς γνώστες αντικειμένου. Το ίδιο ισχύει και σε άλλες κοινωνικές πολυπλοκότητες: για παράδειγμα, στην οικογένεια. Υποθέστε ότι κάποιος ήθελε να καταλάβει μια οικογένεια που ζούσε δίπλα του και εξακρίβωσε ότι οι γονείς είχαν δυο παιδιά τα οποία είχαν πολύ διαφορετικές θεωρίες για τη δομή και τη δυναμική της οικογένειας. Το ένα θεωρούσε την οικογένειά του περίπου ιδανική, ενώ το άλλο την θεωρούσε βαθιά προβληματική. Για να καταλάβουμε αυτήν την οικογένεια απαιτείται να συμπεριλάβουμε μια εξέταση και μια σύγκριση και των δυο εναλλακτικών θεωριών των παιδιών για την οικογένεια, τις διαφορετικές αντιλήψεις και τα συμπεράσματά τους. Θα λέγαμε το ίδιο σχετικά με κάθε αντικείμενο της σκέψης, όπως ένα αυτοκίνητο, ένας πολιτικός, μια θρησκεία, ή ένα εστιατόριο. Αυτή η διαδικασία της γνώσης, της κατανόησης των αντικειμένων, είναι μια καθημερινή δραστηριότητα. Συνειδητά και, πιο συχνά, ασυνείδητα, εξετάζουμε εναλλακτικές θεωρίες των αντικειμένων της σκέψης που εμφανίζονται στη ζωή μας. Τα τελευταία 150 χρόνια, οι προσπάθειες των οικονομολόγων και άλλων επιστημόνων να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα και τα μυστήρια του καπιταλισμού ήρθαν αντιμέτωπες με τις βαθιές επαναλαμβανόμενες κρίσεις του, τη διαρκή αλλαγή, και την παγκόσμια εξάπλωσή του. Οι προσπάθειές τους αντιμετώπισαν εναλλακτικές και συχνά συγκρουόμενες θεωρίες, οι οποίες πρότειναν διαφορετικές πολιτικές πρακτικές. Οι κανονιστικές και οι θετικές πλευρές αυτών των θεωριών ήταν πάντα αξεδιάλυτα συνδεδεμένες – αν και επιστημονικά αμφισβητήθηκαν και από τους υποστηρικτές και από τους επικριτές του καπιταλισμού, οι οποίοι φαντάζονταν το έργο τους σαν μια καθαρή ανάλυση πέραν κάθε συστημικής στράτευσης. Δυο γεγονότα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα έκαναν το έργο της οικονομικής ανάλυσης και της πολιτικής διαμόρφωσης ακόμα πιο κεφαλαιώδες: Η Ρωσική Επανάσταση, το 1917, στήριξε τη «μετάβασή της από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό» σε μια συγκεκριμένη ανάγνωση των οικονομικών του Μάρξ. Δημιουργήθηκαν δυο στρατόπεδα: Το ένα συνέχισε να εξελίσσει την ανάλυση στην οποία ήταν επικεντρωμένος ο Μάρξ, αναφορικά με τον καπιταλισμό και τον μετασχηματισμό του σε ένα διαφορετικό σύστημα. Το άλλο, αποκλίνον, μετατράπηκε περισσότερο σε μια θεωρία προς υποστήριξη του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, όπως αυτός προσδιορίστηκε από το σύστημα που εφαρμόστηκε στην ΕΣΣΔ. Το δεύτερο γεγονός ήταν η μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, η Μεγάλη Ύφεση τη δεκαετία του 1930: Διαίρεσε τους υποστηρικτές, την αντι-μαρξιστική θεωρία του καπιταλισμού, σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: νεοκλασικούς και τους κεϋνσιανούς. Οι πρώτοι προτιμούσαν μια ελαχιστοποίηση της κρατικής ρύθμισης και παρέμβασης, για να πετύχουν τη βελτιστοποίηση, η οποία, σύμφωνα με αυτούς, σχετιζόταν με τις δραστηριότητες του ιδιωτικού καπιταλισμού, τις αλληλεπιδράσεις της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής περιουσίας. Οι δεύτεροι, εμπνεόμενοι από το έργο του Κέυνς, πίστεψαν ότι μόνο η κρατική παρέμβαση θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα πλεονεκτήματα του καπιταλισμού, δηλαδή να σώσει τον καπιταλισμό από τις υπερβολικές ανισορροπίες, τις ανισότητες, και τις πολιτικές απειλές που δημιουργούνται εκ της φύσεώς του. Τα δυο προαναφερόμενα στρατόπεδα του μαρξισμού προσφέρουν εναλλακτικές κατανοήσεις και κριτικές του καπιταλισμού και, αντιστοίχως, διαφορετικές κοινωνικές ατζέντες. Το ένα αναζητά μια σοβιετικού τύπου κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και έναν κεντρικό κρατικό σχεδιασμό, αντί για τη διανομή των πόρων και των προϊόντων από τις αγορές. Το άλλο, επικεντρώνεται στο πώς οι παραγωγικές επιχειρήσεις μπορούν να αναδιοργανωθούν ριζοσπαστικά, έτσι ώστε τα ακαθάριστα κέρδη (η υπεραξία του Μάρξ) θα μπορούσαν να αντληθούν και να διανεμηθούν κοινωνικά από τους εργάτες, οι οποίοι είναι οι άμεσοι παραγωγοί του,ς σαν μια βάση για ένα νέο μετα-καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Τα δυο στρατόπεδα του μαρξισμού, όπως και οι υποστηρικτές των νεοκλασικών και των κεϋνσιανών οικονομικών, θεμελιώνουν πολύ διαφορετικές οικονομικές πολιτικές. Στο τελευταίο μισό του αιώνα, νεοκλασικοί, κεϋνσιανοί, και τα δυο στρατόπεδα των μαρξιστικών οικονομικών έχουν αγωνιστεί με νύχια και δόντια. Η σοβιετική εκδοχή πάλευε ενάντια στο άλλο κομμάτι των μαρξιστικών οικονομικών, όπως τα νεοκλασικά οικονομικά αντιτάχθηκαν στην κεϋνσιανή εναλλακτική. Μερικές φορές, όπου επιτρεπόταν, τρεις ή ακόμα και τέσσερις βασικές εναλλακτικές συγκρούονταν σε ανοιχτές συζητήσεις και διαμάχες. Ωστόσο, στις περισσότερες κοινωνίες, η συζήτηση ήταν περιορισμένη. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα μαρξιστικά οικονομικά ήταν ευρέως απαγορευμένα λίγο μετά την σοβιετική επανάσταση και, αργότερα, κάτω από τις πιέσεις του Ψυχρού Πολέμου. Οι περιορισμοί, σε μεγάλο βαθμό, υφίστανται ακόμα, διατηρώντας το αμερικάνικο πολιτιστικό πρότυπο – επανάσταση από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τα κεϋνσιανά οικονομικά επικράτησαν, από το 1945 έως τη δεκαετία του 1970, καταφέρνοντας να βγάλουν την καπιταλιστική οικονομία από τη Μεγάλη Ύφεση και να την προστατέψουν από την πολιτική αντίδραση που αυτή προκάλεσε. Οι υπερασπιστές τους περιόρισαν απότομα να νεοκλασικά οικονομικά σε ελάχιστους πανεπιστημιακούς και συντηρητικούς κύκλους. Με τον Ρέιγκαν και την αντίδραση στο στασιμοπληθωρισμό, τη δεκαετία του 1970, ο αντίστροφος περιορισμός διευκολύνθηκε και ενισχύθηκε. Τα νεοκλασικά οικονομικά και οι οικονομολόγοι έθεσαν σε υποδεέστερη θέση τους κεϋνσιανούς αντιπάλους τους, μέχρι το 2007 που ξεσπά η κρίση. Οι υποστηρικτές της επικρατούσας θεωρίας πάντα δικαιολογούσαν την επικράτησή της, ισχυριζόμενοι ότι αυτή «ταιριάζει καλύτερα στα δεδομένα» ή ότι «εξυπηρετεί καλύτερα τους στόχους της πολιτικής». Οι υποστηρικτές της νεοκλασικής θεωρίας ισχυρίζονται ότι οι ιδέες τους αντικατοπτρίζουν καλύτερα τη θεμελιώδη ανθρώπινη φύση, συνδέουν τη θεωρία τους και τα γεγονότα. Οι υποστηρικτές της κεϋνσιανής θεωρίας ισχυρίζονται ότι εκφράζουν καλύτερα τους βαθύτερους θεμελιώδεις νόμους της οικονομίας, χρησιμοποιώντας μια διαφορετική λογική και διαφορετικά υποστηρικτικά δεδομένα. Οι υποστηρικτές των μαρξικών θεωριών συχνά ισχυρίζονται ότι η μόνο η θεωρία τους αποτυπώνει ή αντιλαμβάνεται τη φύση ή τους «νόμους της κίνησης» του καπιταλισμού. Υποστηρίζουν τη θέση τους με μια άλλη λογική και με διαφορετικά δεδομένα, τα οποία προβάλλουν την καπιταλιστική ταξική εκμετάλλευση και τη σχέση της με την κρίση. Οι υποστηρικτές κάθε θεωρίας συνήθως δικαιολογούν τον αποκλεισμό εναλλακτικών θεωριών (από τα ακαδημαϊκά προγράμματα, τη μιντιακή έκθεση, και τον πολιτικό λόγο) στη βάση ότι εκείνες οι εναλλακτικές θεωρίες είναι «λάθος», οφείλει να αντικατασταθεί από «καλύτερη» θεωρία (τη δική τους), κλπ. Η επικράτηση κάθε θεωρίας διαρκεί συνήθως μέχρι η επόμενη οικονομική ή κοινωνική κρίση να καταρρίψει τους απόλυτους ισχυρισμούς της ότι παράγει τις καλύτερες γνώσεις, μια ακριβής πρόβλεψη και την πιο αποτελεσματική πολιτική. Η επικράτηση του σοβιετικού μαρξισμού έναντι της μαρξιστικής εναλλακτικής υποχώρησε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η επικράτηση των κεϋνσιανών οικονομικών διατηρήθηκε μέχρι τη στιγμή που ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 συνδέθηκε με τις ξεχασμένες αναμνήσεις της Μεγάλης Ύφεσης και τις ξεχασμένες δεσμεύσεις του New Deal. Αυτές οι συνθήκες διευκόλυναν την αναβίωση της κυριαρχίας των νεοκλασικών οικονομικών και την αυτό-απεικόνιση της ως η σωστή θεωρία που οδηγεί σε καπιταλιστική ευημερία και ανάπτυξη. Η τρέχουσα κρίση έχει αποσταθεροποιήσει και αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία, για άλλη μια φορά, περίπου όπως συνέβη στη Μεγάλη Ύφεση, 75 χρόνια νωρίτερα. Έτσι, η κρίση που συνεχίζεται ακόμα, από το 2007, έχει δημιουργήσει πάλι το χώρο για μια σοβαρή, επιστημονική συζήτηση μεταξύ των εναλλακτικών θεωριών. Τουλάχιστον για λίγο καιρό μπορούν να εκτιμηθούν, να μελετηθούν, και χρηστικά να συγκριθούν ως εναλλακτικοί τρόποι του πώς βλέπουμε, ζούμε, και ίσως μετατοπιζόμαστε (πέρα από) τον σύγχρονο καπιταλισμό. Οι θεωρίες πάντα θέτουν διαφορετικές ερωτήσεις, υπογραμμίζουν διαφορετικές διαστάσεις, και φτάνουν, αντιστοίχως, σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ίσως μια νέα γενιά μπορεί να μάθει από όλες αυτές, αποσκοπώντας λιγότερο στην υποστήριξη μιας από αυτές, μέσω της απώθησης των άλλων, και περισσότερο για να αντλήσει χρήσιμες ιδέες και μαθήματα από τις διαφορετικές δυνατότητές τους. Το νέο βιβλίο μας, Αντιμαχόμενες Οικονομικές Θεωρίες: Νεοκλασική, Κεϋνσιανή και Μαρξιστική, διευκολύνει αυτή τη διαδικασία με το να εξηγεί, συστηματικά και συγκριτικά, το πώς οι κύριες θεωρίες διαφέρουν, τις επιπτώσεις των διαφορών τους, και το γιατί οι διαφορές έχουν σημασία. Η σημερινή οικονομική κρίση έχει ξαναφέρει τα οικονομικά στο επίκεντρο της προσοχής. Οι οικονομικές θεωρίες θα εξελιχθούν και θα αλλάξουν, για άλλη μια φορά. Η ευρεία ανυπομονησία, η αντιπαλότητα, ακόμα και η οργή στοχεύει τώρα στην καπιταλιστική ανισομερή διανομή του πλούτου και των εισοδημάτων, στην κρίση, στις κυβερνητικές εγγυήσεις, πρωτίστως υπέρ των τραπεζών και των χρηματιστηριακών αγορών, και στα προγράμματα λιτότητας με τα οποία κάποιοι ισχυρίζονται ότι θα ξεπεραστεί η κρίση και θα πληρωθούν οι εγγυήσεις. Τώρα πια, η επικράτηση των νεοκλασικών οικονομικών αμφισβητείται και δεν είναι εξασφαλισμένη για τις επόμενες δεκαετίες. Τα κεϋνσιανά οικονομικά έχουν βρει νέους υποστηρικτές και έχουν κερδίσει υποστήριξη. Το ίδιο έχει γίνει και με τα μαρξιστικά οικονομικά. Ο σοβιετικός μαρξισμός συνεχίζει να ξεθωριάζει, βέβαια, αλλά αναδύονται παλιές και νέες μαρξιστικές εναλλακτικές. Συχνά, πλέον, ο αναδυόμενος αντι-καπιταλισμός διαφωνεί με τον κλασικό σοσιαλισμό και τον μαρξισμό. Οι σοσιαλισμοί, οι οποίοι αντλούσαν παραδείγματα από τις διακριτές εμπειρίες της ΕΣΣΔ, της Ανατολικής Ευρώπης, της Κίνας, κλπ δεν προσελκύουν πια τις επικρίσεις του καπιταλισμού, όπως συνέβαινε κάποτε. Όμως, αναζητείται διαρκώς κάτι παραπάνω από τον παραδοσιακό καπιταλισμό ή τον παραδοσιακό σοσιαλισμό. Οι παλιότερες εναλλακτικές προτάσεις έχουν αμαυρωθεί και οι θεωρίες που τις υποστηρίζουν φαίνονται ανεπαρκείς. Για να προχωρήσουμε, όμως, απαιτείται η κατανόηση και η οικοδόμηση αυτού που έχει αξία και είναι χρήσιμο εντός των σημερινών αντιμαχόμενων θεωριών. Οι εναλλακτικές θεωρήσεις του οικονομικού παρελθόντος και του παρόντος είναι απαραίτητα πρωτογενή υλικά για τη διαμόρφωση ενός νέου οικονομικού συστήματος, το οποίο θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα και θα αποκτήσει μεγάλη υποστήριξη, η οποία είναι αναγκαία για τη μετάβαση σε ένα τέτοιο νέο σύστημα. Στις περισσότερες κοινωνίες, η οικονομική παιδεία που συμπεριλαμβάνει τις αντιμαχόμενες θεωρίες έχει αντικατασταθεί, τις τελευταίες δεκαετίες, από μονόπλευρα προγράμματα σπουδών, καθώς και συγκεκριμένες θεωρίες, οι οποίες επικρατούν στα σχολεία, τα μέσα ενημέρωσης, τις επιχειρήσεις και την πολιτική. Πρέπει τώρα να διορθώσουμε αυτή την παράλειψη. Από αυτό προκύπτει και το μέλημά μας να παρέχουμε στους ενδιαφερόμενους αναγνώστες μια συστηματική εισαγωγή και μια διερεύνηση των κυριότερων αντιμαχόμενων θεωριών, και των διαφορετικών επιπτώσεων που έχουν στη ζωή μας. Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα Πηγή: The Montreal Review |
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012
Εκεί έξω και εδώ μέσα: Μια θεατρική παράσταση του Κ.Ρηγόπουλου
Εκεί έξω και εδώ μέσα
Πλάτες μέσα στα
σκουπίδια
Οι «πλάτες μέσα στα σκουπίδια» είναι το
θεατρικό έργο του Κίμωνα Ρηγόπουλου που θα παρουσιάσει ο νέος χώρος τέχνης
«Αλεξάνδρεια»
Η πρεμιέρα της παράστασης έχει προγραμματιστεί
για τις 29 Νοεμβρίου.
Με αυτή την παράσταση επιχειρούμε
ν’αποδείξουμε πως το θέατρο που δεν «ακούει» ό,τι συμβαίνει έξω από τους
περίκλειστους τοίχους του είναι ένα νεκρό θέατρο.
Και αν αυτό ισχύει γενικά, σήμερα ισχύει και
επιβεβαιώνεται δραματικά.
Η παράστασή μας επιδιώκει να συναντηθεί με τις
φανερές και υπόγειες διεργασίες που συντελούνται στα χρόνια της μεγάλης κρίσης
στην ελληνική κοινωνία.
Να απομυθοποιήσει το φόβο που καίει τα σωθικά
των ανθρώπων και που δεν αρμόζει στους άνω θρώσκοντες.
Να δείξει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός αλλά περιφέρεται ακόμα ημιθανής με τα ρούχα του
δικού μας πανικού και των ασυγχώρητων δισταγμών μας.
Να υπενθυμίσει ότι η πείνα κάστρα παραδίνει
αλλά…και κάστρα πολεμά.
Να επιβεβαιώσει ότι το όπλο της τέχνης δεν
παθαίνει αφλογιστία αν το συντηρούν
καλλιτέχνες που δεν τυρβάζουν περί άλλα. Ο καθείς και τα όπλα του,
λοιπόν.
«Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη. Η συνοχή όμως
του τοπίου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε», μας λέει ο Εμπειρίκος. Και
συμφωνούμε. Εμείς κι εσείς είμαστε το συνεκτικό τοπίο που εγγυάται την αέναη
ροή του ποταμού.
Αν πρέπει κάποιος να αποσυρθεί δεν θα είμαστε
εμείς αλλά αυτοί που απεργάζονται εργαστηριακά τον αφανισμό μας.
Πλάτες μέσα στα σκουπίδια
Σκηνοθεσία: Κίμων Ρηγόπουλος
Επιμέλεια σκηνικού και κοστουμιών: Νίκος
Πολίτης
Μουσική σύνθεση και επιλογή: Νίκος Αθανασάκης
Φωτισμοί: Δημήτρης Μαργαρίτης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Έλενα Αρβανίτη, Βασίλης
Βλάχος, Χρήστος Ευθυμίου, Γιώργος Μωρόγιαννης, Τζένη Σκαρλάτου
Στο χώρο τέχνης Αλεξάνδρεια, Σπάρτης 14, Πλατεία Αμερικής, από το τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου.
Πέμπτη στις 7.30 μ.μ.
Παρασκευή και Σάββατο στις 9.30 μ.μ.
Κυριακή στις 6.30 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: 15 και φοιτητικά 10 ευρώ.
Πέμπτη: 10 ευρώ γενική είσοδος
Κρατήσεις θέσεων και πληροφορίες στο
2108673655
Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012
Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται (μέρος 2ο), Όλα τριγύρω αλλάζουνε
Πηγή:Techie Chan
Στην ουσία είμαι προβληματισμένος, διότι δεν βλέπω τον σύριζα να τα καταφέρνει. Το σκηνικό που στήνεται είναι ένα σκηνικό που βασίζεται στις ίδιες παλιές κοινωνικές συμμαχίες που είχε το πασόκ κυρίως και η νδ δευτερευόντως. Και ο σύριζα δεν δείχνει ούτε ικανός, ούτε ιδιαίτερα πρόθυμος να φτιάξει καινούργιες. Τι σημαίνει αυτό? Πως παίζοντας με τα ίδια παιχνιδάκια που παίζουν και οι τωρινές κυβερνήσεις, ο σύριζα θα εξαφανιστεί λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο που εξαφανίζονται και οι σημερινοί κυβερνώντες. Μην με παρεξηγάτε, δεν αμφιβάλλω για τις καλές προθέσεις τους, αμφιβάλλω για τα εργαλεία και τους ανθρώπους με τα οποία ελπίζουν πως θα εφαρμόσουν αυτές τις καλές προθέσεις.
Εχθές πήγα στο φαρμακείο να αγοράσω ένα αντιβιοτικό. Πλήρωσα για ένα πολύ απλό αντιβιοτικό 8,95 όταν η τιμή που έγραφε επάνω ήταν 6,69 . Σαν να μην έφτανε αυτό, ρώτησα τη φαρμακοποιό πόσο κάνει το generic του και η αποστομωτική απάντηση ήταν να το ψάξω αλλά δεν αξίζει. Πράγματι δεν άξιζε αφού κόστιζε 8,75. Τα ξέρετε όλα αυτά και δεν έχει νόημα να τα ξαναλέω. Η κυβέρνηση σύριζα δεν μπορεί να επιβιώσει με αυτές τις τιμές φαρμάκων. Είναι έτοιμη να πλακωθεί με τους φαρμακοποιούς εκτός από τις φαρμακευτικές εταιρίες για τις οποίες δεν αμφιβάλουμε ότι δεν τρέφει κάποια συμπάθεια? Είναι έτοιμη να πλακωθεί με τους βενζινοπώλες για τις τιμές των καυσίμων και το λαθρεμπόριο. Διότι το να πλακωθεί μόνο με τον λάτση δεν φτάνει.
Παράδειγμα δεύτερο: όπως γράφουμε κάθε εξάμηνο, όλοι οι μηντιάρχες στην ελλάδα είναι χρεοκοπημένοι πέρα από κάθε αμφιβολία. Είναι διατεθειμένος ο σύριζα να κλείσει τις χρεοκοπημένες αυτές επιχειρήσεις και “να αφήσει στο δρόμο τόσους εργαζόμενους” ?
Πολύ φοβάμαι πως όχι. Τόσο λόγω των παραδοσιακών κοινωνικών συμμαχιών μέσω των οποίων προσπαθεί να καρπωθεί την εξουσία, όσο και λόγω της εσωτερικής λογικής μέρος του κόμματος που θεωρεί το κάθε συντεχνιακό μαγαζάκι αδιαπραγμάτευτο (τελευταίο αγαπημένο μου παράδειγμα η βουλευτής επικρατείας του σύριζα κ. θεανώ φωτίου). Το οποίο όταν ενωθεί (και ενώνεται ήδη) με τους επαγγελματίες συνδικαλιστές του πασόκ που πηδάνε από το καράβι, θα φτιάξει ένα χαρμάνι που θα το βλέπουμε και θα ξερνάμε. Ονόματα ξεχασμένα από θεό κι από ανθρώπους, όπως ο Ανδρέας Κολλάς, εμφανίζονται πια στην αυγή ως opinion makers για την οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος (με απόψεις για να ξερνάς). Οι ίδιοι άνθρωποι που ως συνδικαλιστές στα ΜΜΜ, μέχρι πριν ενάμιση χρόνο φρόντιζαν να σαμποτάρουν την επιτυχία κάθε απεργίας, απεργώντας την ίδια μέρα και κάνοντας τη μετακίνηση προς το κέντρο πρακτικά αδύνατη. Να μη μιλήσουμε για όλες τις μεταγραφές που ακούγονται από τα έσω του σύριζα, τύπου μαριλίζα ξενογιαννακοπούλου, φωτόπουλος για πρόεδρος της ΓΣΕΕ και άλλα παρόμοια πασοκικά λουλούδια. Έτσι κι αλλιώς η πρώτη φουρνιά πολιτευτών τύπου κουρουμπλή και μητρόπουλου έχει ήδη έρθει και τα δείγματα γραφής της τα βλέπουμε.
Νιαρ νιαρ νιαρ
Σχεδόν ακούω ήδη τους συριζαίους να παραπονιόνται πως η κοινωνία δεν συντάσσεται μαζί τους, δεν δρα, δεν αυτοθεσμίζεται, δεν συμμετέχει και άρα τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι ίδιοι? Και θα έχουν δίκιο. Ελάχιστοι δείχνουν διατεθειμένοι να πολεμήσουν για την υπόθεση σύριζα, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούμε να αποδώσουμε τη νωθρότητα της ελληνικής κοινωνίας στην ύπαρξη των παραδοσιακών συμμαχιών που συντελούσαν στη συναίνεση. Με 35% ανεργία και άλλο ένα 60% να φτάνει στα όρια της φτώχιας, οι γαμημένες υλικές συνθήκες είναι σίγουρα εδώ. Άρα τι κάνει ο σύριζας και του ψοφάνε τα έρημα?
Κατά τη δική μου ανάλυση, αυτό οφείλεται κυρίως σε αυτό που ονομάζω θάνατο των λενινιστικού τύπου κομμάτων. Όλα τα πολιτικά κόμματα της μεταπολίτευσης είναι λενινιστικού τύπου. Διαθέτουν μια γραφειοκρατία, μια οργανωμένη δομή επαγγελματιών επαναστατών και το πόπολο που τους ακολουθεί. Και το κόλπο έπιανε όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά καθώς η εκάστοτε “επαναστατική πρωτοπορία” φρόντιζε σχεδόν πάντα και μόνιμα το προσωπικό της κωλαράκι, καθώς όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούσαν πως η φάρμα των ζώων δεν ήταν ένα παραμυθάκι για παιδιά, η φαντασιακή θέληση για συμμετοχή σε τέτοιου είδους σχήματα μειώθηκε και περιορίστηκε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε να τραβά πολλά άτομα που ένιωθαν ότι θα γίνουν και οι ίδιοι με τη σειρά τους επαγγελματικά στελέχη. Όχι ακριβώς δηλαδή το είδος των ιδεαλιστών που θα ήθελες σε μια πρωτοπορία ακόμα κι αν δεχόσουν τη νεωτερική ιδέα της προόδου και την ανάγκη ύπαρξης πρωτοπορίας.
Φυσικά είναι αστείο να λέμε πως στον σύριζα μαζεύονταν κυρίως εξουσιομανείς καθώς μέχρι πριν από 2 χρόνια κανείς δεν πίστευε ότι ο σύριζα θα κυβερνήσει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από τη σταθερή φυγή στελεχών προς το πασόκ όλα αυτά τα χρόνια ή τη δημιουργία της δημαρ. Μόλις πέρσι ξεκίνησε μια πρώτη αντιστροφή αυτής της πορείας με μεταγραφές τύπου μητρόπουλου.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η καχυποψία του κόσμου απέναντι στη συμμετοχή σε τέτοια σχήματα δεν παραμένει. Και δεν υπάρχει τίποτα στον σύριζα που να τον καθησυχάσει πως αυτό που φοβούνται κι έχουν δει να συμβαίνουν ξανά και ξανά, δεν θα γίνει πραγματικότητα. Η τελευταία επικοινωνιακή μπανανόφλουδα που τους πέταξε ο στουρνάρας με την τροπολογία για τις αμοιβές των υπαλλήλων της βουλής είναι χαρακτηριστική. Ο στουρνάρας πρότεινε εντελώς εξωθεσμικά και την τελευταία στιγμή μια τροπολογία που έβαζε τους υπαλλήλους της βουλής στο ενιαίο μισθολόγιο και τους έκοβε διάφορα εξτραδάκια. Ο σύριζα διαμαρτυρήθηκε για το αντισυνταγματικό της υπόθεσης μέχρι η τροπολογία να αποσυρθεί εντελώς υποκριτικά από τον στουρνάρα, έτσι ώστε μετά να τους κατηγορήσουν πως υπερασπίζονται τα προνόμια των υπαλλήλων της βουλής. Κι όλα αυτά τη μέρα που περνούσαν τα μέτρα του νέου μνημονίου.
Το ίδιο έπραξαν και οι ΑΝΕΛ, αλλά σε αντίθεση με τον σύριζας οι ΑΝΕΛ βγήκαν και δήλωσαν πως, αν η τροπολογία έρθει με σύννομο τρόπο, οι ΑΝΕΛ θα την ψηφίσουν. Ο σύριζας φυσικά φρόντισε να σφυρίξει αδιάφορα, διότι έχει αποφασίσει να μη σπάσει καμία περαιτέρω κοινωνική συμμαχία όσο άδικη κι αν είναι αυτή, ακριβώς διότι έχουν προσχωρήσει στην απλή λογική, το σπάσιμο κοινωνικών συμμαχιών είναι μνημονιακό τη στιγμή που το μη σπάσιμο θα είναι προφανώς αντιμνημονιακό.
Και γιατί δεν θα δουλέψει?
Άρα η μαγική μου σφαίρα λέει πως σύντομα ο σύριζας θα πάρει την εξουσία και θα τη χάσει εξίσου σύντομα. Όχι γιατί το καπιταλιστικό σύστημα θα τον νικήσει, αλλά γιατί θα προσπαθήσει να παίξει μπάλα με τον ίδιο παλιό τρόπο που δεν δουλεύει 3 χρόνια τώρα. Αυτό ακριβώς δείχνουν οι μεταγραφές πασόκων που δεν μπαίνουν στο κόμμα ως “απλοί στρατιώτες” αλλά ως αλεξιπτωτιστές που παίρνουν σημαντικές θέσεις καπελώνοντας τα ήδη υπάρχοντα στελέχη. Για τα οποία δεν έχω άποψη μεν, αλλά σίγουρα έχω άποψη για τους πασόκους. Εκτός κι αν νομίζετε πως με τη μεταγραφή τους θα αλλάξουν και τα μυαλά τους.
Δώστε βάση σε αυτό που θεωρώ ένα καλό προεόρτιο. Πριν μερικές μέρες υπήρξε μια διαμάχη μεταξύ κάποιου μέλους του σύριζα και του φρέσκου βουλευτή του σύριζα κ.κουρουμπλή, άρτι αφιχθέντα από τα έγκατα του πασόκ. Στη διαμάχη ο κ.κουρουμπλής κατηγορήθηκε για τα ρουσφέτια που έχει κάνει και πως τελοσπάντων δεν μπορεί να εμφανίζεται με νέα προβιά και να το παίζει παρθένα. Δεν γνωρίζω κατά πόσο ο κ.κουρουμπλής λειτουργούσε με ρουσφέτια, τη μία φορά που τον άκουσα να μιλάει στο ραδιόφωνο προεκλογικά, είχε έναν τόνο ρωμαίου πάτρωνα που σχεδόν απειλούσε τους ψηφοφόρους πως αν δεν ψήφιζαν το καινούργιο αγαπημένο του κόμμα, χίλια κακά θα τους έβρισκαν. Αυτός ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας την αίγλη του από το πασόκ κατάφερε και βγήκε βουλευτής του σύριζα παίρνοντας 55 χιλιάδες σταυρούς. Στην ουσία λοιπόν με αυτόν τον τρόπο έχουμε δύο κινήσεις. Από τη μία έχουμε 55 χιλιάδες ψηφοφόρους
Εδώ τώρα θα αλλάξω αφήγηση και θα υιοθετήσω την αφήγηση μητρόπουλου, δηλαδή μάλλον του πιο ευφυή εκπροσώπου του πασοκιριζα. Που λίγο πολύ από πέρσι μας λέει πως το πρόβλημα της ελλάδας δεν είναι το μοντέλο ανάπτυξης, αλλά το γεγονός πως η ηγεσία της χώρας δεν διαπραγματεύτηκε με τον σωστό τρόπο. Και ότι αν άλλαζε η διαπραγματευτική ομάδα θα άλλαζε και η κατάσταση στην ελλάδα. Η αφήγηση ακούγεται πολύ παρόμοια με την αφήγηση κουβέλη και σαμαρά πάνω στο ζήτημα, αλλά ας τους δώσουμε την καλή μας πίστη για μερικά λεπτά.
Ολόκληρο το μοντέλο πασόκ από τα μέσα του 90 και μετά βασίστηκε στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων και την πιστωτική επέκταση που αυτές οι δύο δημιούργησαν. Πιστωτική επέκταση που απογειώθηκε με την είσοδο της ελλάδας στο ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο οι πασόκοι φρόντισαν να κρατήσουν και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Δηλαδή κάθε φορά που υπήρχε ένα ζήτημα ανισότητας και η διαμαρτυρία μιας κοινωνικής ομάδας, το πασόκ έκοβε και έραβε μια νέα τεμαχική συμφωνία προκειμένου να την ικανοποιήσει. Και επειδή η πιστωτική επέκταση το επέτρεπε, η τεμαχική αυτή συμφωνία γινόταν με όρους μεγαλύτερης αγοραστικής δύναμης. Έτσι πχ. οι δάσκαλοι συνέχιζαν να είναι σημαντικά πιο φτωχοί από τους εφοριακούς ή από τους υπαλλήλους της βουλής, αλλά ήταν πιο πλούσιοι σε σχέση με 5 χρόνια πιο πριν. Οι νησιώτες από την άλλη μπορεί να μην πήραν νέες συμφωνίες όπως μειώσεις ΦΠΑ και να είδαν τις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων να αυξάνονται με το καρτέλ του σφηνιά, αλλά καθώς τα rooms2let πρώην κοτέτσια αφέθηκαν να σκαρφαλώσουν στα 80-100-120 ευρώ τη βραδιά, αυτή η αύξηση στα εισιτήρια δεν τους φάνηκε τόσο σημαντική. Την ίδια στιγμή το πολιτικό προσωπικό έκανε μπίζνες και γινόταν ζάπλουτο εκμεταλλευόμενο και ελέγχοντας τη ροή αυτών των νέων πιστώσεων. Είτε άμεσα όπως είδαμε με τον σάλλα και τον βουλγαράκη (που αντέγραψε την ιδέα από τους παλιότερους), είτε έμμεσα προσφέροντας θέσεις κλειδιά στο πιστωτικό κύμα όπως έγινε με τον άκη και την παραχώρηση των ελπε στον λάτση.
Ο κατάλογος απέραντος και το ηθικό δίδαγμα εύκολο. Μπορείς να κρατήσεις ένα τόσο άδικο σύστημα σε λειτουργία όταν βρίσκεται στον ενάρετο κύκλο της πιστωτικής επέκτασης. Όμως ντόροθυ…
We are not in kansas anymore
Όσο περνάει ο καιρός τόσο γίνεται φανερό πως η πιο ρεαλιστική πρόταση οικονομικής διακυβέρνησης όσο ακόμα υφίσταται η σημερινή κατάσταση στην ευρώπη είναι αυτή που είχα προτείνει λίγο μετά τις πρώτες εκλογές και πρόκρινε την εκμηδένιση των πρωτογενών ελλειμμάτων και την υπόσχεση προς στην ευρώπη πως οι τόκοι και τα δανεικά θα πληρωθούν στο ακέραιο, απλά όχι τώρα. Θα μπορούσαμε να είμαστε έξτρα ειρωνικοί και να πούμε πως θα τα πληρώσουμε όταν οι γερμανοί πληρώσουν τις πολεμικές τους επανορθώσεις, αλλά λέω να μην το κάνουμε τόσο σαφές πως από αυτά τα δανεικά δεν θα δουν δεκάρα τσακιστή.
Αυτός είναι ο μοναδικός ρεαλιστικός τρόπος να συνεχίζουμε να κρατάμε την αναπνοή μας όσο αρχίζουν και σκάνε διάφοροι ευρωπαίοι εταίροι μας. Δυστυχώς αυτό το σενάριο ο σύριζα δεν το έχει περιγράψει ούτε για αστείο. Και πως να το περιγράψει αφού η πολιτική του τακτική είναι ένα ελαφρώς καλυμμένο λεφτά υπάρχουν και βλέπουμε και κάνουμε. Τακτική που κολλάει τέλεια με τον τρόπο που πολιτεύονται τα νέα λουλούδια που ο σύριζα φέρνει ως μεταγραφή.
Θα μου πείτε πολιτικός ελιγμός, θα σας απαντήσω πως παρόμοιους πολιτικούς ελιγμούς έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, είτε με το λεφτά υπάρχουν είτε με την υποτιθέμενη αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Τον πολιτικό χρόνο και τις καλές σκέψεις που κερδίζουν τέτοιοι ελιγμοί με όλα τα παραδοσιακά media να λιβανίζουν τα εξαιρετικά αγγλικά του σαμαρά (μα καλά πως σκατά σπούδασε στις ηπα αυτό το παιδί με τόσο άθλια αγγλικά?), νομίζω τον βλέπουμε πόσο κρατά. Η λενινιστική υπόσχεση της πρωτοπορίας που θα έρθει και θα έχει λύσεις για τα πάντα είναι προφανές πως δεν αντέχει πια για πολύ, πόσο μάλλον όταν όλοι ξέρουν πως οι λύσεις όχι μόνο δεν έχουν ακουστεί, δεν έχουν καν ψιθυριστεί και καλούνται να εφαρμοστούν από τους ίδιους ανθρώπους που κυβερνούσαν μέχρι τώρα. Σε αυτό το περιβάλλον οι πασόκοι δεν ξέρουν να λειτουργούν. Διότι δεν υπάρχει πίττα που να μεγαλώνει προκειμένου να τη μοιράσουν άνισα και να τους κρατήσουν όλους σχετικά ευχαριστημένους. Ακόμα και προσπάθειες δημιουργίας ενός νέου μηχανισμού ρουσφετιών με τα στεγαστικά δάνεια (όπως περιέγραψα εδώ κι εδώ), δεν πρόκειται να λειτουργήσουν έτσι όπως οι εμπνευστές του νομοσχεδίου φαντασιώνονται.
Και κάπως έτσι διαμορφώνεται το σκηνικό με τον σύριζα να καταστρέφει το πολιτικό κεφάλαιο του νέου, μέσα από τακτικές και πρόσωπα που είναι μία από τα ίδια. Στην ουσία δεν θα χαρούμε καν να δούμε μια νέα βουλή με άσχετους ανθρώπους. Τα ίδια ονόματα, είτε των ίδιων πατρώνων είτε των τέκνων τους, θα πνίξουν τη μεταφυσική αλλά τόσο απαραίτητη φαντασίωση της προόδου (δηλαδή του νέου και καλύτερου) πολύ πριν ο σύριζα καταφέρει να πάρει την εξουσία.
Και το κόμμα της δραχμής
Όπως περιέγραψα είναι τεχνικά αδύνατο για τον παραπάνω τρόπο λειτουργίας να συμβιβαστεί με τη λογική του πρωτογενώς μηδενικού αποτελέσματος του προϋπολογισμού διατηρώντας τις υπάρχουσες ανισότητες της ελληνικής κοινωνίας. Και από τη στιγμή που ο πασοκίριζας όπως διαμορφώνεται δεν δείχνει να προτείνει κάτι άλλο, υπάρχουν αυτοί που λένε πως η μοναδική διέξοδος μιας τέτοιας λογικής είναι η επιστροφή στο δραχμή, δηλαδή μια λύση τύπου αργεντινής, όπου η αριστερή πτέρυγα του εκεί πασόκ ανέλαβε τη διακυβέρνηση και την κρατάει ακόμα, υιοθετώντας μια λογική εθνικής ανεξαρτησίας από τους ξένους πάτρωνες (και μια κεϋνσιανή λογική ανδρέα στην οικονομική πολιτική), αλλά χωρίς να αλλάξει δραματικά το σκηνικό της εσωτερικής κοινωνικής αδικίας και της παλιάς διαφθοράς. Λίγο πολύ, οι ίδιοι άνθρωποι που ψήφιζαν επί μένεμ το ξεπούλημα της αργεντίνικης πετρελαϊκής εταιρείας, σήμερα ψηφίζουν την επανακρατικοποίησή της.
Το μόνο που τους σώζει από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση είναι ότι η αντιπολίτευση είναι ακόμα πρακτικά ανύπαρκτη, καθώς συνεχίζει ουσιαστικά να είναι υπέρ του δντ.
Επαναφορά στη δραχμή μπορούμε να σκεφτόμαστε μόνο εφόσον διαλυθεί το ευρώ. Κι αυτό χρονικά δύσκολα θα συμπέσει με τη διακυβέρνηση σύριζα που μάλλον θα έρθει σύντομα. Όσο ακόμα υπάρχει το ευρώ, είναι σχεδόν αυτοκτονία για τον πασοκίριζα να επιστρέψει στη δραχμή, όπως έχω περιγράψει στα δύο TEOTWAYKI και άρα δεν θα τολμήσουν να το κάνουν. Με αυτό δεν λέω πως έχουν σχέδιο και θα τα καταφέρουν αν επιστρέψουν στη δραχμή ενώ διαλύεται το ευρώ. Πού τέτοια τύχη. Το πιο κοντινό σχέδιο για τη δραχμή που έχουμε είναι τα διάτρητα ευχολόγια του λαπαβίτσα κι αυτός ο τελευταίος δεν είναι κομμάτι του σύριζα. Λέω μόνο πως υπάρχει ένα χρονικό κενό. Ο πασοκίριζα δεν έχει τρόπο να κυβερνήσει τη χώρα όσο υπάρχει το ευρώ και άρα οι υποσχέσεις που θα δώσει για να εκλεγεί θα ξεφτίσουν πολύ γρήγορα.
Στο τρίτο μέρος το οποίο θα γράψω σύντομα για να το κλείνουμε αυτό το θέμα, θα συνεχίσω από το πόσο κενές περιεχομένου είναι οι καστοριαδικές παπαρίτσες περί αυτοθέσμισης που ακούγονται από την ηγεσία και πως ο σύριζα θα πολιτευτεί ως κλασικό λενινιστικό κόμμα. Ακόμα κι έτσι όμως θα προσπαθήσω να δείξω ότι ο μοναδικός τρόπος να μην τα σκατώσει με αυτογκόλ, θα είναι να παίξει σωστά το λενινιστικού τύπου playbook κι αυτό σίγουρα δεν έχει να κάνει με τον τρόπο που το παίζει τώρα.
Ετικέτες
Πασοκ,
Συριζα,
Techie Chan
Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012
Γ.Νιαoυνάκης:Ο «ξένος» ως εργαλείο ετεροπροσδιορισμού της νέας εθνικής ταυτότητας
Αναδημοσίευση από RedNoteBook |
Το ίδιο έωλη μοιάζει και η επίκληση της ασφάλειας, τη στιγμή που τα μεσοστρώματα προλεταριοποιούνται, η αποσάρθωση των κοινωνικών δομών συνεχίζεται και, και οι εξαθλιωμένοι εκτοπίζονται |
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται την τελευταία βδομάδα, δεν είναι τίποτε άλλο παρα μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια αλλαγής της πολιτικής ατζέντας από τα θέματα της οικονομίας στα θέματα της ασφάλειας.
Σε μια περίοδο «κοινωνικής νηνεμίας», κατά την οποία οι «από κάτω» αδυνατούν να θέσουν ρητά την κυρίαρχη αντίθεση πάνω στην οποία θα πρέπει να διεξαχθεί η πολιτική αναμέτρηση, είναι απολύτως λογικό και επόμενο να το κάνει το αστικό μπλοκ αντί γι’ αυτούς. Το προηγούμενο διάστημα ο αστικός «λαϊκισμός» επεδίωκε να συγκροτήσει μια αντίθεση ανάμεσα στις δυνάμεις υπέρ των θυσιών για το Ευρώ και στις δυνάμεις της Χρεοκοπίας. Είναι πλέον εμφανές οτι μια τέτοια ρητορεία έχει εξαντλήσει την απήχησή της. Η κρίση βαθαίνει και οποιαδήποτε προοπτική διεξόδου κρίνεται το λιγότερο αναξιόπιστη, αφού όλο και περισσότερα κομμάτια της κοινωνίας φλερτάρουν με την εξαθλίωση. Δεν μένει τίποτε άλλο λοιπόν από την επιστροφή στα βασικά της πολιτικής του ηγεμόνα. Η αναφορά του κυρίαρχου λόγου προς τους τους αποκλεισμένους γίνεται με όρους υγειονομικής πρόνοιας. Προτάσσει την κοινωνική θωράκιση έναντι μιας παρούσας ή, έστω, επερχόμενης επιδημίας. Έτσι τεκμηριώνεται η υποκριτικά ανθρωπιστική έκτακτη αντιμετώπισή της.
Παρατηρούμε ένα τελετουργικό μύησης της κοινωνίας σε μια διαδικασία αργού εκφασισμού κι εμπέδωσης μιας λογικής αποκλεισμού απέναντι σε αυτούς που αδυνατούν να παρακολουθήσουν την «ανασυγκρότησή» της.
Η ατζέντα της ασφάλειας δεν ήταν ποτέ μια ατζέντα προνομιακή για την Αριστερά. Πολύ περισσότερο σε περιόδους που τα "έκτακτα" μέτρα είχαν εκείνη ως αποδέκτη. Λαμβάνοντας λοιπόν ως δεδομένο οτι διεξάγεται ένας διάλογος που σκοπό έχει την μετατόπιση από το διακύβευμα της δημοκρατίας στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα που θέτει η Αριστερά, σε ζητήματα απλής τεχνοκρατικής διαχείρισης, καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε το πλαίσιο αυτό. Και καλούμαστε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που θέτει ο κυρίαρχος λόγος, επαναδιατυπώνοντας το περιεχόμενό τους και συνδέοντας το με την ασκούμενη πολιτική.
Τα συγκεκριμένα μέτρα εκκαθάρισης του κέντρου δε θα πρέπει να ειδωθούν αποκομμένα από τα μεγαλόπνοα σχέδια «ανάπλασης» που εξαγγέλθηκαν πρόσφατα, αλλά ως συνέχεια ενός λόγου που περνάει από τον περιορισμό των διαδηλώσεων και την καταπολέμιση των ίδιων των εξαθλιωμένων -όχι της εξαθλίωσης. Η χάραξη μιας αποστειρωμένης ζώνης μέσω μιας πολιτικής υγειονομικού μιλιταρισμού, έχει ως στόχο τη "στρατιωτική" επικυριαρχία του κέντρου ως δημοσίου χώρου, ενός χώρου που διεξάγονται κοινωνικοί αγώνες αλλά και είναι ορατά τα αποτελέσματα της ασκούμενης πολιτικής.
Η υπεράσπιση του φιλελεύθερου πυρήνα αξιών -απο αριστερή σκοπιά- τη στιγμή που αυτοί που μέχρι πρότινος τον επικαλούνταν τώρα τον εγκαταλείπουν άρων άρων, μπορεί να αναδείξει τις αντιφάσεις ή τις αποσιωπήσεις του κυρίαρχου λόγου. Ως εκ τούτου, εύλογα αναρωτιέται ο Ευκλείδης Τσακαλώτος «σε ποιο ρεύμα φιλελευθερισμού ανήκει η ανοχή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης;»1]
Το ίδιο έωλη μοιάζει και η επίκληση της ασφάλειας, τη στιγμή που τα μεσοστρώματα προλεταριοποιούνται, η αποσάρθωση των κοινωνικών δομών συνεχίζεται και οι εξαθλιωμένοι εκτοπίζονται. Πρέπει να γίνει σαφές -αν δεν έχει βίωμα ακόμα- οτι όσο παρατείνεται η άσκηση αυτής πολιτικής, κανείς δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής. Οι φρούδες ελπίδες των μεσοστρωμάτων που πίστεψαν οτι θα λυτρωθούν με τη συναίνεση στον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και του μισθολογικού χαρτοφυλακίου του δημοσίου τομέα, διαψεύστηκαν ταχύτατα. Αν στην πρώτη περίπτωση τιμωρήθηκαν με μια εξισωτική οικονομική πολιτική δια της υποβάθμισης των μισθολογικών απολαβών, τη θέσπιση της εργασιακής επισφάλειας και του αποκλεισμού τους, άμεσα ή έμεσα, απο την υγειονομική περίθαλψη, την επόμενη φορά ίσως να είναι μην είναι μόνο υποκείμενα κοινωνικής εξαίρεσης αλλά και εξοστρακισμού. Εξάλλου ως ξένος δεν ορίζεται πια μόνο ο εθνοτικά διαφορετικός, ο μετανάστης ή ο πρόσφυγας, αλλά και ο άστεγος, ο τοξικοεξαρτημένος, ο μακροχρόνια άνεργος,[2] όποιος δεν μπορεί να συμπεριληφθεί σ΄ αυτό το νέοεθνικό «εμείς». Όποιος παρεμβάλλει σαν παραφωνία στην εθνική αρμονία, όποιος υπενθυμίζει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο, ακόμα κι αν δεν έχει φωνή, οτι τελικά υπάρχουν τάξεις και υπάρχει εκμετάλλευση.
Η ανάδυση της νέας εθνικής ταυτότητας συγκροτείται στη βάση ενός φοβικού συνδρόμου για τον άλλο, τον «ξένο». Ως οριοθέτηση και ως προειδοποίηση.
Σημειώσεις [1] Ευκλείδης Τσακαλώτος, "Πολλαπλές Αξίες", Rednotebook, 24.03.12 [2] Ετιέν Μπαλιμπάρ, "Στην εποχή της κρίσης, ξένοι δεν είναι μόνο οι αλλοδαποί", Ελευθεροτυπία, 04.05.11 |
Ετικέτες
Γ.Νιαουνάκης,
Ξένος
Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012
Γ.Καραμπελιά: Οι σπόνσορες της Χρυσής Αυγής
Δημοσιεύω το ενδιαφέρον κείμενο του Γ.Καραμπελιά σχετικά με την Χ.Α
Διαφωνώ σε πολλά από τα γραφόμενα, αλλά θεωρώ το κείμενο σημαντικό, και έντιμο οσον αφορά την διερεύνιση των θεμάτων της ΧΑ
Ελπίζω να το σχολιάσω σύντομα
Πηγή Ρήξη Αρδην
του Γιώργου Καραμπελιά
Όλοι όσοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την εκτίναξη ενός ναζιστικού γκρουπούσκουλου στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής ζωής, θα πρέπει να μας προσφέρουν και κάποιες ικανοποιητικές εξηγήσεις, ερμηνεία αυτού του φαινομένου.
Σωστά έχει επισημανθεί από πολλούς ότι η ανομία, η ατιμωρησία των κλεπτοκρατικών αρχουσών τάξεων, η ανυποληψία των πολιτικών, η παρασιτική μετεξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, η εξάρτηση από τους δυτικούς τραπεζίτες, βρίσκονται στη βάση μιας πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, απέναντι στην οποία οι Έλληνες εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα και αναζητούν νέες και συχνά ρηξικέλευθες λύσεις προκειμένου να εκφράσουν την πολιτική τους διαμαρτυρία. Ωστόσο, αυτή η κοινωνιολογική και κάποτε κοινωνιολογίστικη ερμηνεία δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει την άνοδο της «Χρυσής Αυγής». Διότι το ερώτημα παραμένει ακέραιο. Για ποιο λόγο η διαμαρτυρία δεν εκφράζεται αποκλειστικά με την ενίσχυση αριστερών δυνάμεων, όπως εν μέρει συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ, και κατευθύνεται και σε μια μέχρι χτες ασήμαντη ναζιστική ομαδούλα; Γιατί δεν ενισχύονται έστω οι δυνάμεις της αντισυστημικής Αριστεράς και των αντιεξουσιαστών, που τον Δεκέμβρη του 2008 έμοιαζαν τόσο ισχυρές ώστε να απειλούν το ίδιο το καθεστώς; Γιατί οι Έλληνες δεν στρέφονται προς μια αριστερή εξωκοινοβουλευτική βία, όπως συνέβαινε στη δεκαετία του 1980, όταν επικροτούσαν μαζικά την «17 Νοέμβρη»; Επομένως, δεν αρκεί η γενική κοινωνιολογική ερμηνεία, αλλά θα πρέπει να στραφούμε σε τομείς όπως η πολιτική, η ιδεολογία και τα πολιτισμικά-κοινωνικά φαινόμενα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Και ο κεντρικός ιδεολογικός άξονας για την ερμηνεία του συναρτάται με το ζήτημα της κρίσης του έθνους-κράτους συνολικά, και τις απειλές στην ελληνική ταυτότητα κατ’ εξοχήν.
Πώς και γιατί, σε μια χώρα στην οποία –τουλάχιστον από τον πόλεμο και μετά– η ακροδεξιά είχε ταυτιστεί με την εθνοπροδοσία και τις παρακρατικές δραστηριότητες, ενώ αντίθετα η «δημοκρατική παράταξη» και η αριστερά με την εθνική ανεξαρτησία και τον αντιιμπεριαλισμό, κατόρθωσε ένα σχήμα, που προβάλλει ανοικτά τον Χίτλερ και τον Παπαδόπουλο, να μεταβληθεί σε υπερασπιστή της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων;!
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν εκείνοι που, από το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», πέρασαν στο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» του Σημίτη, και στη λυσσαλέα υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν. εκείνοι που, από τα αντάρτικα τραγούδια και τον Άρη Βελουχιώτη αναρτημένο στα γραφεία τους, πέρασαν στο «Αιγαίο που ανήκει στα ψάρια του» και στα «ανοικτά σύνορα» των αντιεξουσιαστών, της «επαναστατικής αριστεράς» και των οικολόγων.
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν όσοι από τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, ως πρότυπα της νεολαίας, πέρασαν στην άρνηση της εθνικής παράδοσης και τη λυσσαλέα υπεράσπιση της αμερικάνικης κουλτούρας.
Αυτές οι βαθύτατες μετατοπίσεις που συνέβησαν τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, δηλαδή η εγκατάλειψη του πατριωτισμού, επέτρεψαν στην προδοτική και γερμανόφιλη ακροδεξιά να τον καπηλευτεί και να τολμά να εμφανίζεται σήμερα ως ο υπερασπιστής του.
Σωστά έχει επισημανθεί από πολλούς ότι η ανομία, η ατιμωρησία των κλεπτοκρατικών αρχουσών τάξεων, η ανυποληψία των πολιτικών, η παρασιτική μετεξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, η εξάρτηση από τους δυτικούς τραπεζίτες, βρίσκονται στη βάση μιας πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, απέναντι στην οποία οι Έλληνες εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα και αναζητούν νέες και συχνά ρηξικέλευθες λύσεις προκειμένου να εκφράσουν την πολιτική τους διαμαρτυρία. Ωστόσο, αυτή η κοινωνιολογική και κάποτε κοινωνιολογίστικη ερμηνεία δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει την άνοδο της «Χρυσής Αυγής». Διότι το ερώτημα παραμένει ακέραιο. Για ποιο λόγο η διαμαρτυρία δεν εκφράζεται αποκλειστικά με την ενίσχυση αριστερών δυνάμεων, όπως εν μέρει συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ, και κατευθύνεται και σε μια μέχρι χτες ασήμαντη ναζιστική ομαδούλα; Γιατί δεν ενισχύονται έστω οι δυνάμεις της αντισυστημικής Αριστεράς και των αντιεξουσιαστών, που τον Δεκέμβρη του 2008 έμοιαζαν τόσο ισχυρές ώστε να απειλούν το ίδιο το καθεστώς; Γιατί οι Έλληνες δεν στρέφονται προς μια αριστερή εξωκοινοβουλευτική βία, όπως συνέβαινε στη δεκαετία του 1980, όταν επικροτούσαν μαζικά την «17 Νοέμβρη»; Επομένως, δεν αρκεί η γενική κοινωνιολογική ερμηνεία, αλλά θα πρέπει να στραφούμε σε τομείς όπως η πολιτική, η ιδεολογία και τα πολιτισμικά-κοινωνικά φαινόμενα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Και ο κεντρικός ιδεολογικός άξονας για την ερμηνεία του συναρτάται με το ζήτημα της κρίσης του έθνους-κράτους συνολικά, και τις απειλές στην ελληνική ταυτότητα κατ’ εξοχήν.
Πώς και γιατί, σε μια χώρα στην οποία –τουλάχιστον από τον πόλεμο και μετά– η ακροδεξιά είχε ταυτιστεί με την εθνοπροδοσία και τις παρακρατικές δραστηριότητες, ενώ αντίθετα η «δημοκρατική παράταξη» και η αριστερά με την εθνική ανεξαρτησία και τον αντιιμπεριαλισμό, κατόρθωσε ένα σχήμα, που προβάλλει ανοικτά τον Χίτλερ και τον Παπαδόπουλο, να μεταβληθεί σε υπερασπιστή της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων;!
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν εκείνοι που, από το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», πέρασαν στο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» του Σημίτη, και στη λυσσαλέα υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν. εκείνοι που, από τα αντάρτικα τραγούδια και τον Άρη Βελουχιώτη αναρτημένο στα γραφεία τους, πέρασαν στο «Αιγαίο που ανήκει στα ψάρια του» και στα «ανοικτά σύνορα» των αντιεξουσιαστών, της «επαναστατικής αριστεράς» και των οικολόγων.
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν όσοι από τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, ως πρότυπα της νεολαίας, πέρασαν στην άρνηση της εθνικής παράδοσης και τη λυσσαλέα υπεράσπιση της αμερικάνικης κουλτούρας.
Αυτές οι βαθύτατες μετατοπίσεις που συνέβησαν τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, δηλαδή η εγκατάλειψη του πατριωτισμού, επέτρεψαν στην προδοτική και γερμανόφιλη ακροδεξιά να τον καπηλευτεί και να τολμά να εμφανίζεται σήμερα ως ο υπερασπιστής του.
Η «προδοσία» της Αριστεράς
Όλα άρχισαν με την ενσωμάτωση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στο κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα γνώριζε μια σαρωτική «διεθνοποίηση»: Ένταξη στην ΕΟΚ και την ΕΕ, κατάργηση των δασμών, προσχώρηση στο ευρώ και εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος, πολιτισμική αφομοίωση στη Δύση –κατεξοχήν μέσω της τηλεόρασης– τέλος και προπαντός, προσχώρηση των Ελλήνων στο παγκοσμιοποιημένο δυτικό καταναλωτικό μοντέλο. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια μια κυριολεκτική ανατροπή των πολιτιστικών και πολιτικών παραμέτρων της ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή, η ταχύτατη μετάβαση από ένα μοντέλο λιτότητας και αποταμίευσης, στον αντίποδά του, κατανάλωσης και σπατάλης, πραγματοποιήθηκε μέσα σε συνθήκες πολιτικο-ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς και της κεντροαριστεράς.
Οι αριστεροί διανοούμενοι, διωκόμενοι απηνώς σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι το 1974, καταλαμβάνουν, ιδιαίτερα μετά το 1981, το κράτος και τους θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών». Εφημερίδες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, τηλεοράσεις, εκπαίδευση, ηγεμονεύονται πλέον από αυτήν την αριστερά και τη νέα ιδεολογία της. Αυτή η αλλαγή σηματοδότησε παράλληλα και τη βαθύτατη μετάλλαξη των ιδεολογικών συντεταγμένων της: Στο παρελθόν προέβαλλε την εθνικοαπελευθερωτική επαναστατική παράδοση, σε αντίθεση με την ξενοδουλεία των «κοτζαμπάσηδων» και του ελληνικού μεταπρατικού κεφαλαίου, διεκδικώντας έτσι μια αντιστασιακή αντιιμπεριαλιστική συνέχεια. Στο εξής, ιδιαίτερα μετά το 1989 και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, προσχωρεί ομοθυμαδόν στην αποδοχή της αυτοκρατορικής κουλτούρας της Δύσης και στην καταδίκη κάθε πατριωτικής ανάμνησης ως παρελθοντολογία και συντηρητισμό.
Σε αυτά τα πλαίσια, θα συγκρουστεί μετωπικά με την Εκκλησία και την ορθόδοξη παράδοση, ως «καθυστέρηση», αντικαθιστώντας την από ένα κράμα ελευθεριακής και παγκοσμιοποιημένης καταναλωτικής ιδεολογίας. Ανάλογες εξελίξεις είχαν συμβεί, βέβαια, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου η παραδοσιακή προτεσταντική και καθολική ιδεολογία είχε ανατραπεί βίαια, ιδιαίτερα μετά το 1968, από την εισβολή ενός ατομοκεντρικού αμερικανισμού.
Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, όμως, συνίσταται σε δύο στοιχεία. Πρώτον, στην Ελλάδα, σχεδόν αποκλειστικοί φορείς αυτής της ιδεολογικής μετάλλαξης ήταν οι προερχόμενοι από την αριστερά και την κεντροαριστερά και δεύτερο και κυριότερο… η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική δυτική χώρα, αν είναι καν «δυτική».
Σε μας η ανατροπή του πολιτισμικού υποδείγματος δεν αφορούσε απλώς ή κύρια στον τύπο ανθρώπου που δημιουργούσε και προωθούσε η καταναλωτική παγκοσμιοποιημένη μορφή του καπιταλισμού, αλλά συνδεόταν και με ζητήματα που αφορούν στην ίδια την εθνική ανεξαρτησία και επιβίωση της χώρας. Και για να το κάνουμε σαφέστερο: Στη δυτική Ευρώπη, μετά την δεκαετία του 1960, οι παραδοσιακές αξίες της θρησκείας και της αποταμίευσης αντικαθίστανται από τη «σεξουαλική επανάσταση», τον καταναλωτισμό και τον… δανεισμό. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο, η τηλεόραση και η αγορασμένη με δάνειο κατοικία, γίνονται τα νέα ενιαία πολιτισμικά πρότυπα του δυτικού κόσμου, σε συνδυασμό με την πολυπολιτισμικότητα και την άρνηση της «στενής» εθνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα, η εισβολή του ανάλογου μοντέλου είναι επίσης πραγματικότητα, από την άποψη του τρόπου ζωής, μόνο που, εδώ, απόρριψη της εθνικής ταυτότητας σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή της ξένης κυριαρχίας και της υποταγής. πολυπολιτισμός σε μια χώρα των συνόρων σημαίνει μεσοπρόθεσμα την απειλή της κυριολεκτικής εξαφάνισής της.
Στην Ελλάδα, οι υπερασπιστές του νέου ηγεμονικού πολιτιστικού μοντέλου δεν θα μπορούσαν να αρκεστούν μόνο στην καταδίκη του παλαιού συντηρητικού προτύπου, αλλά θα ήταν υποχρεωμένοι να προσχωρήσουν και στην ανοικτή εθελοδουλία και το μίσος ενάντια σε μια απειλούμενη εθνική ταυτότητα. Γι’ αυτό, στη Γαλλία, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκφραστής αυτού του νέου καταναλωτικού πολιτισμικού προτύπου, αλλά και υπερασπιστής των επιθέσεων της Γαλλίας εναντίον της Λιβύης και των Αμερικανών εναντίον του Ιράκ, ενώ ο πολυπολιτισμικός Ολάντ απειλεί καθημερινά με επέμβαση τη Συρία. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι ιδεολογικοί κλώνοι τους, για να υπερασπιστούν το ίδιο πολιτισμικό μοντέλο, θα έπρεπε να στραφούν και ενάντια στα συμφέροντα του ελληνικού έθνους-κράτους! Γι’ αυτό και είναι οι ίδιοι που θα υπογράφουν ταυτόχρονα υπέρ των «Μακεδόνων», του σχεδίου Ανάν, της ελληνοτουρκικής φιλίας και της κυρίας Ρεπούση, παράλληλα με την υπεράσπιση της «ανοικτής κοινωνίας». Κατά συνέπεια, η εκσυγχρονιστική αριστερά και κεντροαριστερά στην Ελλάδα, για να είναι πολυπολιτισμική, θα έπρεπε να είναι και ενδοτική.
Γι’ αυτό και η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, της «πατρίδας», της Κύπρου, που ανήκε παραδοσιακά στο οπλοστάσιο της αριστεράς, μιας και η δεξιά και η άρχουσα τάξη ήταν ξενόδουλη και εξαρτημένη, θα εγκαταλειφθεί σταδιακά. Για αρκετά χρόνια, η εναπομείνασα «πατριωτική αριστερά» κάλυπτε κουτσά-στραβά το κενό∙ ωστόσο, τα ακροδεξιά ρεύματα θα κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους από τη δεκαετία του ’80, και θα ενισχύονται όσο περισσότερο η κυρίαρχη κουλτούρα θα βαδίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν λοιπόν θα έλθει η στιγμή της κρίσης, η ακροδεξιά θα εμφανιστεί αίφνης στο προσκήνιο, ως ο παρά φύση εκφραστής των αξιών που οι άλλοι όχι απλώς είχαν εγκαταλείψει αλλά είχαν συκοφαντήσει και εξουθενώσει.
Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια τουλάχιστον, η κυρίαρχη αριστερή μιντιακή και ακαδημαϊκή κουλτούρα αγωνιζόταν να απομονώσει εκείνους που, όπως εμείς, επέμεναν στη σύνδεση των δημοκρατικών και επαναστατικών ιδεών και αξιών με την πραγματικότητα της χώρας. Και γι’ αυτό σήμερα εισπράττουν τους νεαντερντάλιους που επιζητούσαν.
Εξάλλου, πολλοί απ’ αυτούς, ανάμεσά τους ο Σωμερίτης και ο θλιβερός «Ιός», έχουν επαναλάβει επανειλημμένα ότι θα προτιμούσαν να αναπτυχθεί στην Ελλάδα ένας Έλληνας Λεπέν, ώστε να πάψουν να έχουν λόγο ύπαρξης οι «αριστεροί πατριώτες». Όλα αυτά με την βλακώδη σκέψη, ότι με έναν ακροδεξιό μπαμπούλα, θα μπορούσαν να ενισχύουν την καταναλωτική βολή τους, ανενόχλητοι από κριτικές που τους υπενθύμιζαν ότι οι ίδιοι είχαν ταυτιστεί με τον… Μπους στη Γιουγκοσλαβία και την Κύπρο.
Όμως, αντί για τον Λεπέν ή τον Καρατζαφέρη, τους βγήκε… ο ανοικτός θαυμαστής του Χίτλερ, Μιχαλολιάκος. Και επειδή οι ίδιοι είναι θύματα της μπαρόβιας δυτικοκεντρικής ιδεολογίας τους, δεν κατανοούν ότι, στην απειλούμενη από τους δυτικούς τραπεζίτες και τον νεοθωμανισμό, Ελλάδα, το ζήτημα του πατριωτισμού δεν είναι δευτερεύον αλλά το κύριο αίτημα της κοινωνίας μας∙ το δε μεταναστευτικό, σε μια χώρα των συνόρων, δεν αφορά απλώς στην καταπολέμηση των ρατσιστικών συνδρόμων, αλλά αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Κατά συνέπεια, την ώρα που καταρρέει το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό μοντέλο, δύο λύσεις απομένουν. Είτε η αναβάπτιση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στην πατριωτική παράδοση, και η απολάκτιση του παρασιτικού ψευδοελευθεριακού μοντέλου, είτε η ενίσχυση των αυταρχικών ή και φασιστικών λύσεων και δυνάμεων. Τα πράγματα έχουν γίνει σοβαρά, γι’ αυτό και ιδεολογίες και σχήματα, που ταίριαζαν στην παλιά καλή συμπόρευση Κολωνακίου και Εξαρχείων, δεν έχουν πλέον καμιά δυνατότητα μακροημέρευσης. Μπορούν να επιβιώσουν μόνο ως ανοικτοί Κουίσλινγκ της Δύσης – όπως όλοι εκείνοι που μας καλούν να δεχτούμε Γερμανό κυβερνήτη, όπως ο… Ράμφος– ή των νεοθωμανών, όπως οι σπόνσορες του… Σουλεϊμάν.
Οι αριστεροί διανοούμενοι, διωκόμενοι απηνώς σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι το 1974, καταλαμβάνουν, ιδιαίτερα μετά το 1981, το κράτος και τους θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών». Εφημερίδες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, τηλεοράσεις, εκπαίδευση, ηγεμονεύονται πλέον από αυτήν την αριστερά και τη νέα ιδεολογία της. Αυτή η αλλαγή σηματοδότησε παράλληλα και τη βαθύτατη μετάλλαξη των ιδεολογικών συντεταγμένων της: Στο παρελθόν προέβαλλε την εθνικοαπελευθερωτική επαναστατική παράδοση, σε αντίθεση με την ξενοδουλεία των «κοτζαμπάσηδων» και του ελληνικού μεταπρατικού κεφαλαίου, διεκδικώντας έτσι μια αντιστασιακή αντιιμπεριαλιστική συνέχεια. Στο εξής, ιδιαίτερα μετά το 1989 και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, προσχωρεί ομοθυμαδόν στην αποδοχή της αυτοκρατορικής κουλτούρας της Δύσης και στην καταδίκη κάθε πατριωτικής ανάμνησης ως παρελθοντολογία και συντηρητισμό.
Σε αυτά τα πλαίσια, θα συγκρουστεί μετωπικά με την Εκκλησία και την ορθόδοξη παράδοση, ως «καθυστέρηση», αντικαθιστώντας την από ένα κράμα ελευθεριακής και παγκοσμιοποιημένης καταναλωτικής ιδεολογίας. Ανάλογες εξελίξεις είχαν συμβεί, βέβαια, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου η παραδοσιακή προτεσταντική και καθολική ιδεολογία είχε ανατραπεί βίαια, ιδιαίτερα μετά το 1968, από την εισβολή ενός ατομοκεντρικού αμερικανισμού.
Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, όμως, συνίσταται σε δύο στοιχεία. Πρώτον, στην Ελλάδα, σχεδόν αποκλειστικοί φορείς αυτής της ιδεολογικής μετάλλαξης ήταν οι προερχόμενοι από την αριστερά και την κεντροαριστερά και δεύτερο και κυριότερο… η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική δυτική χώρα, αν είναι καν «δυτική».
Σε μας η ανατροπή του πολιτισμικού υποδείγματος δεν αφορούσε απλώς ή κύρια στον τύπο ανθρώπου που δημιουργούσε και προωθούσε η καταναλωτική παγκοσμιοποιημένη μορφή του καπιταλισμού, αλλά συνδεόταν και με ζητήματα που αφορούν στην ίδια την εθνική ανεξαρτησία και επιβίωση της χώρας. Και για να το κάνουμε σαφέστερο: Στη δυτική Ευρώπη, μετά την δεκαετία του 1960, οι παραδοσιακές αξίες της θρησκείας και της αποταμίευσης αντικαθίστανται από τη «σεξουαλική επανάσταση», τον καταναλωτισμό και τον… δανεισμό. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο, η τηλεόραση και η αγορασμένη με δάνειο κατοικία, γίνονται τα νέα ενιαία πολιτισμικά πρότυπα του δυτικού κόσμου, σε συνδυασμό με την πολυπολιτισμικότητα και την άρνηση της «στενής» εθνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα, η εισβολή του ανάλογου μοντέλου είναι επίσης πραγματικότητα, από την άποψη του τρόπου ζωής, μόνο που, εδώ, απόρριψη της εθνικής ταυτότητας σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή της ξένης κυριαρχίας και της υποταγής. πολυπολιτισμός σε μια χώρα των συνόρων σημαίνει μεσοπρόθεσμα την απειλή της κυριολεκτικής εξαφάνισής της.
Στην Ελλάδα, οι υπερασπιστές του νέου ηγεμονικού πολιτιστικού μοντέλου δεν θα μπορούσαν να αρκεστούν μόνο στην καταδίκη του παλαιού συντηρητικού προτύπου, αλλά θα ήταν υποχρεωμένοι να προσχωρήσουν και στην ανοικτή εθελοδουλία και το μίσος ενάντια σε μια απειλούμενη εθνική ταυτότητα. Γι’ αυτό, στη Γαλλία, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκφραστής αυτού του νέου καταναλωτικού πολιτισμικού προτύπου, αλλά και υπερασπιστής των επιθέσεων της Γαλλίας εναντίον της Λιβύης και των Αμερικανών εναντίον του Ιράκ, ενώ ο πολυπολιτισμικός Ολάντ απειλεί καθημερινά με επέμβαση τη Συρία. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι ιδεολογικοί κλώνοι τους, για να υπερασπιστούν το ίδιο πολιτισμικό μοντέλο, θα έπρεπε να στραφούν και ενάντια στα συμφέροντα του ελληνικού έθνους-κράτους! Γι’ αυτό και είναι οι ίδιοι που θα υπογράφουν ταυτόχρονα υπέρ των «Μακεδόνων», του σχεδίου Ανάν, της ελληνοτουρκικής φιλίας και της κυρίας Ρεπούση, παράλληλα με την υπεράσπιση της «ανοικτής κοινωνίας». Κατά συνέπεια, η εκσυγχρονιστική αριστερά και κεντροαριστερά στην Ελλάδα, για να είναι πολυπολιτισμική, θα έπρεπε να είναι και ενδοτική.
Γι’ αυτό και η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, της «πατρίδας», της Κύπρου, που ανήκε παραδοσιακά στο οπλοστάσιο της αριστεράς, μιας και η δεξιά και η άρχουσα τάξη ήταν ξενόδουλη και εξαρτημένη, θα εγκαταλειφθεί σταδιακά. Για αρκετά χρόνια, η εναπομείνασα «πατριωτική αριστερά» κάλυπτε κουτσά-στραβά το κενό∙ ωστόσο, τα ακροδεξιά ρεύματα θα κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους από τη δεκαετία του ’80, και θα ενισχύονται όσο περισσότερο η κυρίαρχη κουλτούρα θα βαδίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν λοιπόν θα έλθει η στιγμή της κρίσης, η ακροδεξιά θα εμφανιστεί αίφνης στο προσκήνιο, ως ο παρά φύση εκφραστής των αξιών που οι άλλοι όχι απλώς είχαν εγκαταλείψει αλλά είχαν συκοφαντήσει και εξουθενώσει.
Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια τουλάχιστον, η κυρίαρχη αριστερή μιντιακή και ακαδημαϊκή κουλτούρα αγωνιζόταν να απομονώσει εκείνους που, όπως εμείς, επέμεναν στη σύνδεση των δημοκρατικών και επαναστατικών ιδεών και αξιών με την πραγματικότητα της χώρας. Και γι’ αυτό σήμερα εισπράττουν τους νεαντερντάλιους που επιζητούσαν.
Εξάλλου, πολλοί απ’ αυτούς, ανάμεσά τους ο Σωμερίτης και ο θλιβερός «Ιός», έχουν επαναλάβει επανειλημμένα ότι θα προτιμούσαν να αναπτυχθεί στην Ελλάδα ένας Έλληνας Λεπέν, ώστε να πάψουν να έχουν λόγο ύπαρξης οι «αριστεροί πατριώτες». Όλα αυτά με την βλακώδη σκέψη, ότι με έναν ακροδεξιό μπαμπούλα, θα μπορούσαν να ενισχύουν την καταναλωτική βολή τους, ανενόχλητοι από κριτικές που τους υπενθύμιζαν ότι οι ίδιοι είχαν ταυτιστεί με τον… Μπους στη Γιουγκοσλαβία και την Κύπρο.
Όμως, αντί για τον Λεπέν ή τον Καρατζαφέρη, τους βγήκε… ο ανοικτός θαυμαστής του Χίτλερ, Μιχαλολιάκος. Και επειδή οι ίδιοι είναι θύματα της μπαρόβιας δυτικοκεντρικής ιδεολογίας τους, δεν κατανοούν ότι, στην απειλούμενη από τους δυτικούς τραπεζίτες και τον νεοθωμανισμό, Ελλάδα, το ζήτημα του πατριωτισμού δεν είναι δευτερεύον αλλά το κύριο αίτημα της κοινωνίας μας∙ το δε μεταναστευτικό, σε μια χώρα των συνόρων, δεν αφορά απλώς στην καταπολέμηση των ρατσιστικών συνδρόμων, αλλά αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Κατά συνέπεια, την ώρα που καταρρέει το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό μοντέλο, δύο λύσεις απομένουν. Είτε η αναβάπτιση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στην πατριωτική παράδοση, και η απολάκτιση του παρασιτικού ψευδοελευθεριακού μοντέλου, είτε η ενίσχυση των αυταρχικών ή και φασιστικών λύσεων και δυνάμεων. Τα πράγματα έχουν γίνει σοβαρά, γι’ αυτό και ιδεολογίες και σχήματα, που ταίριαζαν στην παλιά καλή συμπόρευση Κολωνακίου και Εξαρχείων, δεν έχουν πλέον καμιά δυνατότητα μακροημέρευσης. Μπορούν να επιβιώσουν μόνο ως ανοικτοί Κουίσλινγκ της Δύσης – όπως όλοι εκείνοι που μας καλούν να δεχτούμε Γερμανό κυβερνήτη, όπως ο… Ράμφος– ή των νεοθωμανών, όπως οι σπόνσορες του… Σουλεϊμάν.
χαρακτηριστικό εξώφυλλο του Δαυλού
Η μακρά πορεία της φασιστικής δεξιάς
Πολλοί από όσους σήμερα διαπορούν για το πως και γιατί ήρθε στο προσκήνιο η ναζιστική ακροδεξιά, μας λοιδορούσαν στο παρελθόν όταν ασχολιόμασταν με ιδεολογικά φαινόμενα που οι ίδιοι αγνοούσαν και προσπερνούσαν. Για χρόνια τονίζαμε πως φαινόμενα όπως η αρχαιολατρία, η ουφολογία και η συνωμοσιολογία αποτελούν τα οχήματα μέσω των οποίων η ακροδεξιά δοκίμαζε να επανέλθει στο προσκήνιο, μετά την ιστορική της ήττα εξαιτίας της ταύτισής της με την Χούντα. Ο Πλεύρης, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, θα ξεκινήσει την ιδεολογική αναβάπτιση της φασιστικής Δεξιάς στην αρχαιοελληνική παράδοση. Δεκάδες περιοδικά, από τον Δαυλό έως το Απολλώνειο Φως περνώντας από την Ελληνική Αγωγή του Άδωνι Γεωργιάδη, θα προβάλλουν μια φασίζουσα ή ανοικτά φυλετιστική εκδοχή της αρχαίας Ελλάδας, κατεξοχήν της Σπάρτης, ενάντια στον «εβραϊκό χριστιανισμό», και θα δημιουργήσουν ένα πλατύ ιδεολογικό ρεύμα που εξαπλώθηκε με εκατοντάδες εκδόσεις, κανάλια, εκπομπές, και… ταξιτζήδες, σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Εκείνα τα λαϊκά στρώματα, που οι κυριλέ διανοούμενοι του «σοβαρού τύπου» και των πανεπιστημίων είχαν οριστικά εγκαταλείψει, συναγελαζόμενοι με τα ποικίλα ιδρύματα τραπεζών και άλλων εφοπλιστών. Και όσο αυτοί νόμιζαν πως διατηρούν ακλόνητη την ιδεολογική τους ηγεμονία, ο Πλεύρης πουλούσε ίσως εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, για δεκαετίες ολόκληρες, στα ευρύτερα ημιμαθή λαϊκά στρώματα, ενώ ο Λιακόπουλος έχει πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία που συνδέουν ουφολογία, ομάδες Έψιλον και φυλετική καθαρότητα. Καθόλου τυχαία, στο ίδιο ιδεολογικό ρεύμα συνέπλεαν οι Βελόπουλοι και οι Γεωργιάδηδες του κάποτε ΛΑΟΣ και η Χρυσή Αυγή του Μιχαλολιάκου.
Και όμως, οι τόσο «οξυδερκείς» διανοούμενοί μας δεν αντελήφθησαν τίποτα, όχι μόνο γιατί περιφρονούσαν το αγράμματο «πόπολο», αλλά και για έναν ακόμα σοβαρό λόγο. Το γεγονός ότι το ρεύμα της αρχαιολατρίας και ουφολογίας βρισκόταν σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με την ορθοδοξία. Και επειδή ο μεγαλύτερος εχθρός των «εκσυγχρονιστών», ως εκφραστής της παραδοσιακής ταυτότητας των Ελλήνων, υπήρξε η ορθοδοξία και ο «Χριστόδουλος», τι… Καστοριάδης τι… Πλεύρης! Τόσο η αυτόνομη αντιαυταρχική αριστερά όσο και η αρχαιολατρική αυταρχική δεξιά είχαν ως κύριο αντίπαλο την Ορθοδοξία. Οι μεν πρώτοι, διότι η Εκκλησία, κατά την άποψή τους, γκρέμισε το οικοδόμημα της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Ελλάδας, οι δε δεύτεροι διότι ο «εβραιοχριστιανικός» οικουμενισμός έθεσε τέλος στον αρχαιοελληνικό φυλετισμό. Καθόλου τυχαία δε, η προσπάθεια του Καρατζαφέρη να ενοποιήσει συντηρητικούς ορθόδοξους και αρχαιολάτρες οδηγήθηκε εν τέλει σε αποτυχία και οι πρώην αρχαιολάτρες εγκατέλειψαν το κόμμα του.
Στη συνέχεια, το εναπομείναν αρχαιολατρικό ρεύμα συνδέθηκε όλο και πιο επίμονα με τον αποκρυφισμό, την συνωμοσιολογία, τις ιστορίες περί «κούφιας γης» και των «Έψιλον» που θα μας σώσουν, συναντώντας τις αντίστοιχες χιτλεροφασιστικές θεωρίες περί Κελτών, υπερβορείων και Ινδοευρωπαίων. Στα περιοδικά της Χ.Α. και στις ιστοσελίδες της, περίοπτη θέση κατέχουν ο παγανιστής φασίστας θεωρητικός, Τζούλιους Έβολα, και η ελληνικής καταγωγής οπαδός του Χίτλερ, υμνήτρια των Ινδοευρωπαίων της Ινδίας, Σαβίτρι Ντέβι.
Καθόλου τυχαία δε, μόνο το Άρδην αφιέρωσε τέσσερα ή πέντε τεύχη του στην αρχαιολατρία, τη συνωμοσιολογία και τις συνωμοσιολογικές ρίζες του χιτλερισμού κ.λπ., την ώρα που οι Κολωνοεξαρχειώτες ασχολούνταν με την «αυτοκρατορία» του Νέγκρι και τη συνταρακτική ανακάλυψη των ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης από τον Ράμφο! Έτσι, όσοι προσπαθούσαμε να κτίσουμε μια δημοκρατική εναλλακτική εκδοχή του πατριωτισμού, στη σύγχρονη Ελλάδα, συναντούσαμε καθημερινά απέναντί μας δύο αντιπάλους: Από την μία πλευρά τους εθνομηδενιστές καραγκιόζηδες και από την άλλη αυτή την εντεινόμενη και πολυπλόκαμη ανορθολογική προπαγάνδα που μόλυνε και αποπροσανατόλιζε τα αγανακτισμένα και εγκαταλελειμμένα από τις ελίτ λαϊκά στρώματα. Συναντούσαμε καθημερινά τον πατριωτισμό αναμεμειγμένο με τη συνωμοσιολογία και τις αυταρχικές λύσεις. την ανάδειξη της σημασίας του μεταναστευτικού να μεταβάλλεται σε ρατσισμό. την απέχθεια για το πολιτικό σύστημα να μετασχηματίζεται σε προσμονή του ουρανοκατέβατου ηγέτη. την καταδίκη της άρχουσας τάξης και του σιωνισμού να μεταπίπτει σε αντισημιτισμό, κ.ο.κ.
Για τις κυρίαρχες ελίτ δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο πατριωτισμός ήταν ούτως ή άλλως εθνικισμός, ο αντισιωνισμός αντισημιτισμός, η επιμονή στην εθνική ταυτότητα, ρατσισμός! Γι’ αυτό και τα κυριότερα βέλη τους στρέφονταν ενάντια σε μας και στο ίδιο το λαϊκό σώμα, που ήθελαν να το ταυτίσουν με τους φασίστες. Να λοιπόν, σήμερα, που μπροστά τους έχουν αυτό που δημιούργησαν ή άφησαν να αναπτυχθεί. Μια ναζιστική ομάδα που, μπρος στο απόλυτο κενό ιδεολογίας, κομμάτων, πνευματικών ελίτ, αναδεικνύεται στο προσκήνιο της πολιτικής με το πιο αποτρόπαιο φαιό πρόσωπο του ρατσιστικού ναζισμού.
Και όμως, οι τόσο «οξυδερκείς» διανοούμενοί μας δεν αντελήφθησαν τίποτα, όχι μόνο γιατί περιφρονούσαν το αγράμματο «πόπολο», αλλά και για έναν ακόμα σοβαρό λόγο. Το γεγονός ότι το ρεύμα της αρχαιολατρίας και ουφολογίας βρισκόταν σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με την ορθοδοξία. Και επειδή ο μεγαλύτερος εχθρός των «εκσυγχρονιστών», ως εκφραστής της παραδοσιακής ταυτότητας των Ελλήνων, υπήρξε η ορθοδοξία και ο «Χριστόδουλος», τι… Καστοριάδης τι… Πλεύρης! Τόσο η αυτόνομη αντιαυταρχική αριστερά όσο και η αρχαιολατρική αυταρχική δεξιά είχαν ως κύριο αντίπαλο την Ορθοδοξία. Οι μεν πρώτοι, διότι η Εκκλησία, κατά την άποψή τους, γκρέμισε το οικοδόμημα της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Ελλάδας, οι δε δεύτεροι διότι ο «εβραιοχριστιανικός» οικουμενισμός έθεσε τέλος στον αρχαιοελληνικό φυλετισμό. Καθόλου τυχαία δε, η προσπάθεια του Καρατζαφέρη να ενοποιήσει συντηρητικούς ορθόδοξους και αρχαιολάτρες οδηγήθηκε εν τέλει σε αποτυχία και οι πρώην αρχαιολάτρες εγκατέλειψαν το κόμμα του.
Στη συνέχεια, το εναπομείναν αρχαιολατρικό ρεύμα συνδέθηκε όλο και πιο επίμονα με τον αποκρυφισμό, την συνωμοσιολογία, τις ιστορίες περί «κούφιας γης» και των «Έψιλον» που θα μας σώσουν, συναντώντας τις αντίστοιχες χιτλεροφασιστικές θεωρίες περί Κελτών, υπερβορείων και Ινδοευρωπαίων. Στα περιοδικά της Χ.Α. και στις ιστοσελίδες της, περίοπτη θέση κατέχουν ο παγανιστής φασίστας θεωρητικός, Τζούλιους Έβολα, και η ελληνικής καταγωγής οπαδός του Χίτλερ, υμνήτρια των Ινδοευρωπαίων της Ινδίας, Σαβίτρι Ντέβι.
Καθόλου τυχαία δε, μόνο το Άρδην αφιέρωσε τέσσερα ή πέντε τεύχη του στην αρχαιολατρία, τη συνωμοσιολογία και τις συνωμοσιολογικές ρίζες του χιτλερισμού κ.λπ., την ώρα που οι Κολωνοεξαρχειώτες ασχολούνταν με την «αυτοκρατορία» του Νέγκρι και τη συνταρακτική ανακάλυψη των ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης από τον Ράμφο! Έτσι, όσοι προσπαθούσαμε να κτίσουμε μια δημοκρατική εναλλακτική εκδοχή του πατριωτισμού, στη σύγχρονη Ελλάδα, συναντούσαμε καθημερινά απέναντί μας δύο αντιπάλους: Από την μία πλευρά τους εθνομηδενιστές καραγκιόζηδες και από την άλλη αυτή την εντεινόμενη και πολυπλόκαμη ανορθολογική προπαγάνδα που μόλυνε και αποπροσανατόλιζε τα αγανακτισμένα και εγκαταλελειμμένα από τις ελίτ λαϊκά στρώματα. Συναντούσαμε καθημερινά τον πατριωτισμό αναμεμειγμένο με τη συνωμοσιολογία και τις αυταρχικές λύσεις. την ανάδειξη της σημασίας του μεταναστευτικού να μεταβάλλεται σε ρατσισμό. την απέχθεια για το πολιτικό σύστημα να μετασχηματίζεται σε προσμονή του ουρανοκατέβατου ηγέτη. την καταδίκη της άρχουσας τάξης και του σιωνισμού να μεταπίπτει σε αντισημιτισμό, κ.ο.κ.
Για τις κυρίαρχες ελίτ δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο πατριωτισμός ήταν ούτως ή άλλως εθνικισμός, ο αντισιωνισμός αντισημιτισμός, η επιμονή στην εθνική ταυτότητα, ρατσισμός! Γι’ αυτό και τα κυριότερα βέλη τους στρέφονταν ενάντια σε μας και στο ίδιο το λαϊκό σώμα, που ήθελαν να το ταυτίσουν με τους φασίστες. Να λοιπόν, σήμερα, που μπροστά τους έχουν αυτό που δημιούργησαν ή άφησαν να αναπτυχθεί. Μια ναζιστική ομάδα που, μπρος στο απόλυτο κενό ιδεολογίας, κομμάτων, πνευματικών ελίτ, αναδεικνύεται στο προσκήνιο της πολιτικής με το πιο αποτρόπαιο φαιό πρόσωπο του ρατσιστικού ναζισμού.
Οι «μέθοδοι πάλης» και οι αντιεξουσιαστές
Ένα από τα κυριότερα στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι δημοκράτες μας είναι η συστηματική βία που ασκούν οι Νεαντερντάλιοι της Χ.Α. σε όλες τις εκδηλώσεις τους, από τις επιθέσεις στους αλλοδαπούς μικροπωλητές μέχρι τη θεαματική τηλεοπτική βία.
Είναι τουλάχιστον υποκρισία να μιλούν για βία και κουλτούρα της βίας, στην πολιτική και τον αθλητισμό, όλοι εκείνοι που καθημερινά προωθούν και επιβραβεύουν μια διάχυτη κοινωνική βία, την αδιάκριτη και συχνά ανεξέλεγκτη βία του κρατικού μηχανισμού και ειδικά της αστυνομίας, την χωρίς τέλος βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο, τα διαδικτυακά παιγνίδια. Όλα αυτά έχουν εθίσει την κοινωνία και τη νεολαία σ’ ένα καθολικό πρότυπο γενικευμένης βίας, η οποία έχει διαχυθεί στα γήπεδα και την ίδια την πολιτική. Ο όμιλος Αλαφούζου, π.χ. –η Καθημερινή και ο Σκάι που εξανίστανται για τη βία της ακροδεξιάς και αναζητούν τις ρίζες της μόνο στην Αριστερά–, καθημερινά, ασταμάτητα, όχι μόνο προβάλλει στην τηλεόραση αναρίθμητες και ατελείωτες σειρές βίας, αλλά ακόμα και τα «οικολογικά» ντοκιμαντέρ είναι γεμάτα από καρχαρίες, πύθωνες και σαρκοβόρους τυραννόσαυρους. Όλα τα κινηματογραφικά έργα και οι τηλεοπτικές σειρές, που απευθύνονται ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, είναι γεμάτα από σίριαλ κίλερ και βασανισμούς. Οι νεαροί αστυνομικοί της ομάδας Δίας, οι χούλιγκαν των γηπέδων και οι λάτρεις της χωρίς τέλος πολιτικής βίας, εμπνέονται από τα ίδια πρότυπα, από την ίδια κουλτούρα μιας ανάλγητης κοινωνίας, συχνάζουν στα ίδια γυμναστήρια και ορχούνται με τις ίδιες ανελέητες και κραυγαλέες μουσικές.
Ωστόσο, αν αυτά είναι τα κατ’ εξοχήν κοινωνικά και πολιτισμικά θεμέλια της επέκτασης και της εξοικείωσης με τη βία, δεν αρκούν από μόνα τους να την ερμηνεύσουν. Γι’ αυτό και, στη διαμάχη ανάμεσα στους μνημονιακούς και την κοινοβουλευτική αριστερά, παίχτηκε ένα κυριολεκτικό θέατρο του παραλόγου, τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Οι μνημονιακοί (Σαχινίδης, και άλλοι) προσπαθούν να ταυτίσουν τη λεκτική ή και συμβολική αντιβία των διαδηλωτών, ιδιαίτερα των «αγανακτισμένων» –την οποία εισέπραξαν εν μέρει και οι μνημονιακοί βουλευτές τα προηγούμενα χρόνια–, με την βία της Χ.Α. Τα παπαγαλάκια του καθεστωτικού τύπου, Μανδραβέληδες κ.ά. Μητρόπουλοι, στην Καθημερινή, τα Νέα, το Βήμα, και τα κανάλια «των νταβατζήδων», θέλουν να παρουσιάσουν την «επάνω πλατεία» του Συντάγματος ως ελεγχόμενη από τους ακροδεξιούς και την κάτω από τους ακροαριστερούς, συκοφαντώντας έτσι το πιο αγωνιστικό και πατριωτικό τμήμα των αγανακτισμένων. Επιχειρούν, δηλαδή, να ταυτίσουν τη βία της Χ.Α. με ένα πλατύ λαϊκό κίνημα στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια Έλληνες.
Η επίσημη αριστερά, από την πλευρά της, ενώ σωστά αποκρούει αυτές τις αιτιάσεις ως συκοφαντικές, κουκουλώνει ταυτόχρονα ένα υπαρκτό ζήτημα. Ότι δηλαδή, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και κατεξοχήν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, εμφανίζονται ομάδες και δυνάμεις με αριστερό πρόσημο οι οποίες απαλλοτριώνουν ή διαστρέφουν την αντίσταση και την αντιβία των λαϊκών κινημάτων και ασκούν μόνιμα και συστηματικά μορφές βίας, ενισχύοντας τον συντηρητισμό ευρύτερων στρωμάτων και την αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Γράφουμε και μιλάμε γι’ αυτό το φαινόμενο ήδη από την δεκαετία του ’70, διότι, όταν ο οιοσδήποτε μεταβάλλεται σε «ειδικό της βίας», αναπόφευκτα την αποσπά από το ίδιο το λαϊκό σώμα και την χρησιμοποιεί άσχετα από την πολιτική συγκυρία. Η χρήση ένοπλων μορφών σύγκρουσης σε μια χώρα η οποία μόλις είχε κατακτήσει μορφές πάλης που ανήκουν στην τυπική δημοκρατία, όπως συνέβη μετά τη Χούντα, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά και ενισχύει τον συντηρητισμό της κοινωνίας.
Παράλληλα, στο εσωτερικό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αναπτύχθηκε μια μορφή μισαλλοδοξίας, από την ΚΝΕ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, από ομάδες της άκρας αριστεράς εν συνεχεία, και των αντιεξουσιαστών στο τέλος, που έτεινε να αποκλείσει την ελεύθερη έκφραση μέσα σ’ αυτά. Σταδιακώς κατέληξε να καταστεί αδύνατη η οργάνωση εκδηλώσεων του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου στα πανεπιστήμια και να μπορούν μέσα σ’ αυτά να δρουν μόνο οι μεγάλες παρατάξεις –Δεξιά, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ– και τα γκρουπούσκουλα της ακροαριστεράς και των αντιεξουσιαστών.
Οι πρακτικές μιας ασυνάρτητης βίας έφτασαν στο απόγειό τους στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, το 2007, με αποκορύφωμα τη μηδενιστική «επανάσταση» του 2008. Είμαστε οι μόνοι που είχαμε καταγγείλει τη δράση των ομάδων που κατέστρεφαν συστηματικά τράπεζες, καταστήματα και δημόσια κτίρια, με την ανοχή και την κάλυψη όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αρχής γενομένης από τον Αλέκο Αλαβάνο, αλλά και του ΠΑΣΟΚ και των ΜΜΕ, που έβλεπαν τις «ταραχές» ως ευκαιρία για την ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς. Οι επαναλαμβανόμενες κάθε Πέμπτη, επί μήνες, καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας, στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, τον χειμώνα του 2007, τις οποίες ενίσχυαν κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις, οδήγησαν στον Δεκέμβριο του 2008. Τότε, σε ένα κείμενο που αναδημοσιεύεται σ’ αυτό το αφιέρωμα, τονίζαμε πως η μηδενιστική χρήση της βίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε άνοδο της ακροδεξιάς.
Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο ότι, κάποια στιγμή, όταν θα πληρούνταν οι ιδεολογικοί όροι γι’ αυτό, τη βία των αντιεξουσιαστών θα την αντικαθιστούσε η πιο συστηματική και αποτρόπαια φασιστική βία. Και είναι χαρακτηριστικό πως, σε μια συγκυρία σαν αυτή της παρούσας κρίσης, οι «κουκουλοφόροι» έδρασαν αποσυνθετικά για το κίνημα των Αγανακτισμένων του Συντάγματος, αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο για την απαλλοτρίωση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού από μια ναζιστική ομάδα.
Έτσι, ενώ οι ακροαριστεροί και οι αντιεξουσιαστές τα προηγούμενα χρόνια είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη στη νεολαία, τη στιγμή που θεωρητικά θα έπρεπε να έλθει η «ώρα» τους, περιθωριοποιήθηκαν ιδεολογικά και καθημερινά συρρικνώνονται. Διότι δεν είναι δυνατό να φαντάζεσαι ότι ζεις στο Βερολίνο ή το Μπρονξ και αιφνιδίως να ξυπνάς στα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή. Δεν είναι δυνατόν να γεμίζεις τους τοίχους με συνθήματα του τύπου «οι Έλληνες είναι οι Αμερικανοί των Βαλκανίων» και «ανοικτά τα σύνορα για όλους τους μετανάστες» και να βρίσκεσαι σε συνθήκες όπου η Ελλάδα καταστρέφεται οικονομικά και κοινωνικά ως το αποπαίδι της Δύσης. Γι’ αυτό βρέθηκαν εντελώς έξω από τα νερά τους, όταν ήρθε η περιβόητη κρίση την οποία ευαγγελίζονταν, και αντικαταστάθηκαν αιφνίδια, σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, από τους δήθεν πατριώτες ναζί. Το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια είχαν δαιμονοποιήσει τον πατριωτισμό και λοιδορούσαν την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας, μεταβλήθηκε σε μπούμερανγκ, σε μια στιγμή όπου οι μόνες αξίες είναι η εθνική ανεξαρτησία και η κοινωνική συνοχή.
Οι ευθύνες της αριστεράς λοιπόν είναι υπαρκτές, όχι γιατί δήθεν δημιούργησε το κίνημα των Αγανακτισμένων ή προώθησε τα «γιαουρτώματα» ενάντια στους επίορκους βουλευτές. Αυτό το πράγμα εξάλλου δεν είναι αλήθεια, διότι το κίνημα των Αγανακτισμένων ούτε ξεκίνησε, ούτε εκφράστηκε από τα κόμματα και τις δυνάμεις της Αριστεράς, όπως γνωρίζουμε όσοι συμμετείχαμε σε αυτό από την αρχή του. Οι ευθύνες της Αριστεράς βρίσκονται αλλού, στο ότι, επειδή την βόλευε τακτικά και κυρίως επειδή η βία των ομάδων ήταν ιδεολογικά ταυτισμένη με τον εθνομηδενισμό και τον πολυπολιτισμό τους, και εν τέλει απέκλειε μόνο την πατριωτική αριστερά, την άφησαν να εξελιχθεί και να γιγαντωθεί.
Είναι τουλάχιστον υποκρισία να μιλούν για βία και κουλτούρα της βίας, στην πολιτική και τον αθλητισμό, όλοι εκείνοι που καθημερινά προωθούν και επιβραβεύουν μια διάχυτη κοινωνική βία, την αδιάκριτη και συχνά ανεξέλεγκτη βία του κρατικού μηχανισμού και ειδικά της αστυνομίας, την χωρίς τέλος βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο, τα διαδικτυακά παιγνίδια. Όλα αυτά έχουν εθίσει την κοινωνία και τη νεολαία σ’ ένα καθολικό πρότυπο γενικευμένης βίας, η οποία έχει διαχυθεί στα γήπεδα και την ίδια την πολιτική. Ο όμιλος Αλαφούζου, π.χ. –η Καθημερινή και ο Σκάι που εξανίστανται για τη βία της ακροδεξιάς και αναζητούν τις ρίζες της μόνο στην Αριστερά–, καθημερινά, ασταμάτητα, όχι μόνο προβάλλει στην τηλεόραση αναρίθμητες και ατελείωτες σειρές βίας, αλλά ακόμα και τα «οικολογικά» ντοκιμαντέρ είναι γεμάτα από καρχαρίες, πύθωνες και σαρκοβόρους τυραννόσαυρους. Όλα τα κινηματογραφικά έργα και οι τηλεοπτικές σειρές, που απευθύνονται ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, είναι γεμάτα από σίριαλ κίλερ και βασανισμούς. Οι νεαροί αστυνομικοί της ομάδας Δίας, οι χούλιγκαν των γηπέδων και οι λάτρεις της χωρίς τέλος πολιτικής βίας, εμπνέονται από τα ίδια πρότυπα, από την ίδια κουλτούρα μιας ανάλγητης κοινωνίας, συχνάζουν στα ίδια γυμναστήρια και ορχούνται με τις ίδιες ανελέητες και κραυγαλέες μουσικές.
Ωστόσο, αν αυτά είναι τα κατ’ εξοχήν κοινωνικά και πολιτισμικά θεμέλια της επέκτασης και της εξοικείωσης με τη βία, δεν αρκούν από μόνα τους να την ερμηνεύσουν. Γι’ αυτό και, στη διαμάχη ανάμεσα στους μνημονιακούς και την κοινοβουλευτική αριστερά, παίχτηκε ένα κυριολεκτικό θέατρο του παραλόγου, τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Οι μνημονιακοί (Σαχινίδης, και άλλοι) προσπαθούν να ταυτίσουν τη λεκτική ή και συμβολική αντιβία των διαδηλωτών, ιδιαίτερα των «αγανακτισμένων» –την οποία εισέπραξαν εν μέρει και οι μνημονιακοί βουλευτές τα προηγούμενα χρόνια–, με την βία της Χ.Α. Τα παπαγαλάκια του καθεστωτικού τύπου, Μανδραβέληδες κ.ά. Μητρόπουλοι, στην Καθημερινή, τα Νέα, το Βήμα, και τα κανάλια «των νταβατζήδων», θέλουν να παρουσιάσουν την «επάνω πλατεία» του Συντάγματος ως ελεγχόμενη από τους ακροδεξιούς και την κάτω από τους ακροαριστερούς, συκοφαντώντας έτσι το πιο αγωνιστικό και πατριωτικό τμήμα των αγανακτισμένων. Επιχειρούν, δηλαδή, να ταυτίσουν τη βία της Χ.Α. με ένα πλατύ λαϊκό κίνημα στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια Έλληνες.
Η επίσημη αριστερά, από την πλευρά της, ενώ σωστά αποκρούει αυτές τις αιτιάσεις ως συκοφαντικές, κουκουλώνει ταυτόχρονα ένα υπαρκτό ζήτημα. Ότι δηλαδή, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και κατεξοχήν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, εμφανίζονται ομάδες και δυνάμεις με αριστερό πρόσημο οι οποίες απαλλοτριώνουν ή διαστρέφουν την αντίσταση και την αντιβία των λαϊκών κινημάτων και ασκούν μόνιμα και συστηματικά μορφές βίας, ενισχύοντας τον συντηρητισμό ευρύτερων στρωμάτων και την αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Γράφουμε και μιλάμε γι’ αυτό το φαινόμενο ήδη από την δεκαετία του ’70, διότι, όταν ο οιοσδήποτε μεταβάλλεται σε «ειδικό της βίας», αναπόφευκτα την αποσπά από το ίδιο το λαϊκό σώμα και την χρησιμοποιεί άσχετα από την πολιτική συγκυρία. Η χρήση ένοπλων μορφών σύγκρουσης σε μια χώρα η οποία μόλις είχε κατακτήσει μορφές πάλης που ανήκουν στην τυπική δημοκρατία, όπως συνέβη μετά τη Χούντα, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά και ενισχύει τον συντηρητισμό της κοινωνίας.
Παράλληλα, στο εσωτερικό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αναπτύχθηκε μια μορφή μισαλλοδοξίας, από την ΚΝΕ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, από ομάδες της άκρας αριστεράς εν συνεχεία, και των αντιεξουσιαστών στο τέλος, που έτεινε να αποκλείσει την ελεύθερη έκφραση μέσα σ’ αυτά. Σταδιακώς κατέληξε να καταστεί αδύνατη η οργάνωση εκδηλώσεων του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου στα πανεπιστήμια και να μπορούν μέσα σ’ αυτά να δρουν μόνο οι μεγάλες παρατάξεις –Δεξιά, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ– και τα γκρουπούσκουλα της ακροαριστεράς και των αντιεξουσιαστών.
Οι πρακτικές μιας ασυνάρτητης βίας έφτασαν στο απόγειό τους στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, το 2007, με αποκορύφωμα τη μηδενιστική «επανάσταση» του 2008. Είμαστε οι μόνοι που είχαμε καταγγείλει τη δράση των ομάδων που κατέστρεφαν συστηματικά τράπεζες, καταστήματα και δημόσια κτίρια, με την ανοχή και την κάλυψη όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αρχής γενομένης από τον Αλέκο Αλαβάνο, αλλά και του ΠΑΣΟΚ και των ΜΜΕ, που έβλεπαν τις «ταραχές» ως ευκαιρία για την ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς. Οι επαναλαμβανόμενες κάθε Πέμπτη, επί μήνες, καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας, στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, τον χειμώνα του 2007, τις οποίες ενίσχυαν κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις, οδήγησαν στον Δεκέμβριο του 2008. Τότε, σε ένα κείμενο που αναδημοσιεύεται σ’ αυτό το αφιέρωμα, τονίζαμε πως η μηδενιστική χρήση της βίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε άνοδο της ακροδεξιάς.
Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο ότι, κάποια στιγμή, όταν θα πληρούνταν οι ιδεολογικοί όροι γι’ αυτό, τη βία των αντιεξουσιαστών θα την αντικαθιστούσε η πιο συστηματική και αποτρόπαια φασιστική βία. Και είναι χαρακτηριστικό πως, σε μια συγκυρία σαν αυτή της παρούσας κρίσης, οι «κουκουλοφόροι» έδρασαν αποσυνθετικά για το κίνημα των Αγανακτισμένων του Συντάγματος, αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο για την απαλλοτρίωση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού από μια ναζιστική ομάδα.
Έτσι, ενώ οι ακροαριστεροί και οι αντιεξουσιαστές τα προηγούμενα χρόνια είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη στη νεολαία, τη στιγμή που θεωρητικά θα έπρεπε να έλθει η «ώρα» τους, περιθωριοποιήθηκαν ιδεολογικά και καθημερινά συρρικνώνονται. Διότι δεν είναι δυνατό να φαντάζεσαι ότι ζεις στο Βερολίνο ή το Μπρονξ και αιφνιδίως να ξυπνάς στα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή. Δεν είναι δυνατόν να γεμίζεις τους τοίχους με συνθήματα του τύπου «οι Έλληνες είναι οι Αμερικανοί των Βαλκανίων» και «ανοικτά τα σύνορα για όλους τους μετανάστες» και να βρίσκεσαι σε συνθήκες όπου η Ελλάδα καταστρέφεται οικονομικά και κοινωνικά ως το αποπαίδι της Δύσης. Γι’ αυτό βρέθηκαν εντελώς έξω από τα νερά τους, όταν ήρθε η περιβόητη κρίση την οποία ευαγγελίζονταν, και αντικαταστάθηκαν αιφνίδια, σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, από τους δήθεν πατριώτες ναζί. Το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια είχαν δαιμονοποιήσει τον πατριωτισμό και λοιδορούσαν την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας, μεταβλήθηκε σε μπούμερανγκ, σε μια στιγμή όπου οι μόνες αξίες είναι η εθνική ανεξαρτησία και η κοινωνική συνοχή.
Οι ευθύνες της αριστεράς λοιπόν είναι υπαρκτές, όχι γιατί δήθεν δημιούργησε το κίνημα των Αγανακτισμένων ή προώθησε τα «γιαουρτώματα» ενάντια στους επίορκους βουλευτές. Αυτό το πράγμα εξάλλου δεν είναι αλήθεια, διότι το κίνημα των Αγανακτισμένων ούτε ξεκίνησε, ούτε εκφράστηκε από τα κόμματα και τις δυνάμεις της Αριστεράς, όπως γνωρίζουμε όσοι συμμετείχαμε σε αυτό από την αρχή του. Οι ευθύνες της Αριστεράς βρίσκονται αλλού, στο ότι, επειδή την βόλευε τακτικά και κυρίως επειδή η βία των ομάδων ήταν ιδεολογικά ταυτισμένη με τον εθνομηδενισμό και τον πολυπολιτισμό τους, και εν τέλει απέκλειε μόνο την πατριωτική αριστερά, την άφησαν να εξελιχθεί και να γιγαντωθεί.
Είναι ήδη αργά;
Είναι άραγε αργά, είναι τελεσίδικη αυτή η ταύτιση, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια, των πατριωτικών ιδεωδών με τους φασίστες; Βρισκόμαστε ήδη σε μια Βαϊμάρη χωρίς επιστροφή; Θέλουμε να πιστεύουμε πως όχι. Και αυτό για αρκετούς λόγους.
Πρώτον, διότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα εξάρτησης και κίνδυνο ιστορικής έκλειψης, πράγμα που σημαίνει πως, πολύ σύντομα, δημοκρατικές δυνάμεις θα υποχρεωθούν να εκφράσουν και πάλι τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού και δεν θα τα αφήσουν στα χέρια των ναζί. Για να το διευκρινίσουμε, η εθνική διεκδίκηση, ιστορικά, απέκτησε φασιστικό χαρακτήρα μόνο σε χώρες ιμπεριαλιστικές ή επεκτατικές, χώρες με αποικίες ή με αποικιακή παράδοση (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Και αυτό γιατί ο φασισμός είναι ένα κοινωνικό κίνημα και μια ιδεολογία που, παρ’ ότι ενσωματώνει πληβειακά στρώματα, γύρω από μια μονοδιάστατη αντίθεση, την αντίθεση της «φυλής» μας με όλους τους άλλους, δρα πάντα –για να φτάσει και όταν φτάνει στην εξουσία– ως εντολοδόχος των κυρίαρχων τάξεων. Αντίθετα, σε όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν πραγματικό εθνικό πρόβλημα ή εθνική καταπίεση, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα συνδέεται με δημοκρατικές και επαναστατικές δυνάμεις ως άμεση έκφραση των πληβειακών στρωμάτων. Αρκεί να δούμε την παγκόσμια ιστορία από την Κίνα μέχρι την Κατοχή στην Ελλάδα, το ΡΚΚ σήμερα στο Κουρδιστάν, τον Τσάβες στη Βενεζουέλα κ.ο.κ. Στην Ελλάδα, το πατριωτικό και εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είχε πάντα δημοκρατικό πρόσημο: Ρήγας, Φιλική Εταιρεία και επανάσταση του 1821, κίνημα του 1909 και Βενιζέλος, Αντίσταση στην Κατοχή.
Δεύτερο, διότι, ακόμα, η Χ.Α. και η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν εκπροσωπεί ένα ιδεολογικό πολιτιστικό ρεύμα ικανό να αποτελέσει τον φορέα ενός πολιτικού φαινομένου με διάρκεια. Αρκεί να ανοίξει κανένας τα έντυπα και τις ιστοσελίδες των φασιστών και της Χ.Α. για να διαπιστώσει ότι είναι γεμάτα από κείμενα του Χίτλερ, του Γκέμπελς, του Έβολα, του Ρουμάνου Κοντρεάνου κ.ά. Ο Πλεύρης και ο Γεωργαλάς δεν αποτελούν ικανές ιδεολογικές βάσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού πολιτικο-ιδεολογικού ρεύματος. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός είχε μαζί του διανοουμένους όπως τον Μαρινέτι και τον Ντ’ Ανούντσιο στην Ιταλία, ο Χίτλερ τον Έζρα Πάουντ και τον Χάιντεγκερ, ο Φράνκο τον Σαλβατόρ Νταλί – ακόμα και ο πιο αδύνατος γαλλικός φασισμός, τον Σελίν και τον Μωράς. Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο παρά τις ευγενείς προσπάθειες των εθνομηδενιστών. Και σε αυτό έχει παίξει μεγάλο ρόλο η ύπαρξη όλων εκείνων, που τα προηγούμενα χρόνια, εξέφραζαν τη δημοκρατική πατριωτική αριστερά και δεν επέτρεψαν στους φασίστες να μονοπωλήσουν τον πατριωτισμό. Και εδώ η δική μας συμβολή, του Άρδην, υπήρξε κεφαλαιώδης.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν πως, αν αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν ως έχουν και κυρίως αν επιτρέψουμε στους εθνομηδενιστές να συνεχίζουν απρόσκοπτα την κυριαρχία τους, δεν θα δημιουργηθεί αργά ή γρήγορα και κάποιο ανάλογο ιδεολογικό και πολιτιστικό ρεύμα. Ήδη δείξαμε πως η ακροδεξιά στην Ελλάδα χρησιμοποίησε το αρχαιολατρικό ρεύμα. Αν συνεχίσουν να είναι αποκλεισμένες και περιθωριοποιημένες οι φωνές του δημοκρατικού πατριωτισμού, αναπόφευκτα, θα ενισχυθούν εκείνες του φυλετικού εθνικισμού.
Πρώτον, διότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα εξάρτησης και κίνδυνο ιστορικής έκλειψης, πράγμα που σημαίνει πως, πολύ σύντομα, δημοκρατικές δυνάμεις θα υποχρεωθούν να εκφράσουν και πάλι τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού και δεν θα τα αφήσουν στα χέρια των ναζί. Για να το διευκρινίσουμε, η εθνική διεκδίκηση, ιστορικά, απέκτησε φασιστικό χαρακτήρα μόνο σε χώρες ιμπεριαλιστικές ή επεκτατικές, χώρες με αποικίες ή με αποικιακή παράδοση (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Και αυτό γιατί ο φασισμός είναι ένα κοινωνικό κίνημα και μια ιδεολογία που, παρ’ ότι ενσωματώνει πληβειακά στρώματα, γύρω από μια μονοδιάστατη αντίθεση, την αντίθεση της «φυλής» μας με όλους τους άλλους, δρα πάντα –για να φτάσει και όταν φτάνει στην εξουσία– ως εντολοδόχος των κυρίαρχων τάξεων. Αντίθετα, σε όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν πραγματικό εθνικό πρόβλημα ή εθνική καταπίεση, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα συνδέεται με δημοκρατικές και επαναστατικές δυνάμεις ως άμεση έκφραση των πληβειακών στρωμάτων. Αρκεί να δούμε την παγκόσμια ιστορία από την Κίνα μέχρι την Κατοχή στην Ελλάδα, το ΡΚΚ σήμερα στο Κουρδιστάν, τον Τσάβες στη Βενεζουέλα κ.ο.κ. Στην Ελλάδα, το πατριωτικό και εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είχε πάντα δημοκρατικό πρόσημο: Ρήγας, Φιλική Εταιρεία και επανάσταση του 1821, κίνημα του 1909 και Βενιζέλος, Αντίσταση στην Κατοχή.
Δεύτερο, διότι, ακόμα, η Χ.Α. και η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν εκπροσωπεί ένα ιδεολογικό πολιτιστικό ρεύμα ικανό να αποτελέσει τον φορέα ενός πολιτικού φαινομένου με διάρκεια. Αρκεί να ανοίξει κανένας τα έντυπα και τις ιστοσελίδες των φασιστών και της Χ.Α. για να διαπιστώσει ότι είναι γεμάτα από κείμενα του Χίτλερ, του Γκέμπελς, του Έβολα, του Ρουμάνου Κοντρεάνου κ.ά. Ο Πλεύρης και ο Γεωργαλάς δεν αποτελούν ικανές ιδεολογικές βάσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού πολιτικο-ιδεολογικού ρεύματος. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός είχε μαζί του διανοουμένους όπως τον Μαρινέτι και τον Ντ’ Ανούντσιο στην Ιταλία, ο Χίτλερ τον Έζρα Πάουντ και τον Χάιντεγκερ, ο Φράνκο τον Σαλβατόρ Νταλί – ακόμα και ο πιο αδύνατος γαλλικός φασισμός, τον Σελίν και τον Μωράς. Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο παρά τις ευγενείς προσπάθειες των εθνομηδενιστών. Και σε αυτό έχει παίξει μεγάλο ρόλο η ύπαρξη όλων εκείνων, που τα προηγούμενα χρόνια, εξέφραζαν τη δημοκρατική πατριωτική αριστερά και δεν επέτρεψαν στους φασίστες να μονοπωλήσουν τον πατριωτισμό. Και εδώ η δική μας συμβολή, του Άρδην, υπήρξε κεφαλαιώδης.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν πως, αν αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν ως έχουν και κυρίως αν επιτρέψουμε στους εθνομηδενιστές να συνεχίζουν απρόσκοπτα την κυριαρχία τους, δεν θα δημιουργηθεί αργά ή γρήγορα και κάποιο ανάλογο ιδεολογικό και πολιτιστικό ρεύμα. Ήδη δείξαμε πως η ακροδεξιά στην Ελλάδα χρησιμοποίησε το αρχαιολατρικό ρεύμα. Αν συνεχίσουν να είναι αποκλεισμένες και περιθωριοποιημένες οι φωνές του δημοκρατικού πατριωτισμού, αναπόφευκτα, θα ενισχυθούν εκείνες του φυλετικού εθνικισμού.
Μοιραστείτε:
Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012
Κοινωνικός φιλελευθερισμός ή κοινωνική δικαιοσύνη; Ελευθερία, ισότητα, αυτονομία, αλληλεγγύη, σήμερα.Διημερίδα 12 και 13 Οκτωβρίου
Την Παρασκευή 12 και το Σάββατο 13 Οκτωβρίου, οι «Αναγνώσεις» και τα «Ενθέματα» της Αυγής, το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς» και το Red Notebook οργανώνουν διημερίδα με τίτλο: «Κοινωνικός φιλελευθερισμός ή κοινωνική δικαιοσύνη; Ελευθερία, ισότητα, αυτονομία, αλληλεγγύη, σήμερα».
Οι συζητήσεις και των δύο ημερών θα γίνουν στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστήμιο Αθηνών (αίθουσα «Ι. Δρακοπούλου»).
Το πρόγραμμα έχει ως εξής: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 15.30 - 16.00
Χαιρετισμός από τον διευθυντή της εφημερίδας Η Αυγή, Νίκο ΦίληΧαιρετισμός από τον πρόεδρο του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς», ομότιμο καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκο ΠετραλιάΧαιρετισμός από τον υπεύθυνο ηλεκτρονικής έκδοσης του Rednotebook, Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο1η συνεδρία: Φιλελευθερισμός και δημοκρατία16.00 – 17.40Συντονίστρια: Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης, συντακτική ομάδα των «Αναγνώσεων» της ΑυγήςΣτέφανος Δημητρίου, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: Κοινωνικός φιλελευθερισμός ή δημοκρατικός σοσιαλισμός; Η διακύβευση της κοινωνικής δικαιοσύνηςΣταύρος Κωνσταντακόπουλος, επίκουρος καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο: Φιλελευθερισμός vs Δημοκρατία: μια ασύμβατη σχέσηΝικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, ΑΠΘ: Ελευθεροφροσύνη, φιλελευθερισμός και ΑριστεράΜανόλης Αγγελίδης, καθηγητής πολιτικής θεωρίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο: Το παρελθόν ως μέλλον: ελεύθερη ατομικότητα, δογματική του ανταγωνισμού και κοινωνική αναπαραγωγήΑλίκη Λαβράνου, αναπληρώτρια καθηγήτρια πολιτικής φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης: Κρίση και εξαίρεση: Δύο οπτικές του κανόνα17.40-18.10: Συζήτηση2η συνεδρία: Συνταγματική τάξη και δικαιώματα στην ευρωπαϊκή κρίση18.10 - 20.30Συντονίστρια: Αλίκη Κοσυφολόγου, υπ. διδάκτωρ Πανεπιστημίου ΑθηνώνΙφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου, ΑΠΘ: Το δημόσιο συμφέρον ως συνταγματικός στόχος και περιορισμός των ελευθεριώνΚώστας Σταμάτης, καθηγητής φιλοσοφίας και μεθοδολογίας του δικαίου, ΑΠΘ: Κοινωνική δικαιοσύνη/αδικία, από σκοπιά φιλελεύθερη ή σοσιαλιστική;Χρήστος Παπαστυλιανός, δρ. Συνταγματικού δικαίου, νομικός στον «Συνήγορο του Πολίτη»: Ευρωπαϊκή Ένωση: νομισματική ένωση, ατελής πολιτική ένωση και δημοκρατικό έλλειμμα. Τρεις όψεις του ίδιου νομίσματος; Στέργιος Μήτας, υπ. διδάκτωρ φιλοσοφίας του δικαίου ΑΠΘ: Τα κοινωνικά δικαιώματα ως αιχμή μιας κριτικής κανονιστικής θεωρίας20.30 – 21.00: Συζήτηση
ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟ.
1η συνεδρία: Καπιταλισμός και δημοκρατία11.00 - 12.20Συντονίστρια: Βαγγία Λυσικάτου, Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς»Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, υπ. διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών: Κριτικές της δημοκρατικής ρητορείαςΓιώργος Μερτίκας, συγγραφέας-μεταφραστής: Τα όρια της μαζικής δημοκρατίαςΑλέξανδρος Κιουπκιολής, επίκουρος καθηγητής, ΑΠΘ: Η αυταρχική ολοκλήρωση του φιλελευθερισμού. Πέρα από τη μεταδημοκρατίαΚώστας Δουζίνας, καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου, Birckbek college, Univestity of London: Ανομία, αντίσταση και δημοκρατικός σοσιαλισμός12.20 - 13.00: Συζήτηση2η συνεδρία: Πολιτικές δυνάμεις και κοινωνική δικαιοσύνη13.00 - 14.20Συντονιστής: Στρατής Μπουρνάζος, ιστορικός, «Ενθέματα» της κυριακάτικης ΑυγήςΤασία Χριστοδουλοπούλου, νομικός: Κοινωνική δικαιοσύνη: άμεσο αίτημα ή διαχρονική ουτοπία;Ανδρέας Καρίτζης, δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών: Εποχή για γερά νεύρα: η διαρκής επανάσταση του (νεο)φιλελευθερισμού, η γενικευμένη καταστροφή και η στρατηγική αμηχανία της ΑριστεράςΕυκλείδης Τσακαλώτος, καθηγητής οικονομικών, Πανεπιστήμιο Αθηνών, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ: Η κοινωνική γείωση της πολιτικήςΓιάννης Δραγασάκης, οικονομολόγος, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων: Το παρόν και το μέλλον στο πρόγραμμα της Αριστεράς
14.20 - 14.50: ΣυζήτησηΣύνοψη των εργασιών της διημερίδας:Κώστας Βούλγαρης, συγγραφέας, «Αναγνώσεις» της Αυγής
Οι συζητήσεις και των δύο ημερών θα γίνουν στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστήμιο Αθηνών (αίθουσα «Ι. Δρακοπούλου»).
Το πρόγραμμα έχει ως εξής: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 15.30 - 16.00
Χαιρετισμός από τον διευθυντή της εφημερίδας Η Αυγή, Νίκο ΦίληΧαιρετισμός από τον πρόεδρο του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς», ομότιμο καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκο ΠετραλιάΧαιρετισμός από τον υπεύθυνο ηλεκτρονικής έκδοσης του Rednotebook, Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο1η συνεδρία: Φιλελευθερισμός και δημοκρατία16.00 – 17.40Συντονίστρια: Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης, συντακτική ομάδα των «Αναγνώσεων» της ΑυγήςΣτέφανος Δημητρίου, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: Κοινωνικός φιλελευθερισμός ή δημοκρατικός σοσιαλισμός; Η διακύβευση της κοινωνικής δικαιοσύνηςΣταύρος Κωνσταντακόπουλος, επίκουρος καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο: Φιλελευθερισμός vs Δημοκρατία: μια ασύμβατη σχέσηΝικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, ΑΠΘ: Ελευθεροφροσύνη, φιλελευθερισμός και ΑριστεράΜανόλης Αγγελίδης, καθηγητής πολιτικής θεωρίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο: Το παρελθόν ως μέλλον: ελεύθερη ατομικότητα, δογματική του ανταγωνισμού και κοινωνική αναπαραγωγήΑλίκη Λαβράνου, αναπληρώτρια καθηγήτρια πολιτικής φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης: Κρίση και εξαίρεση: Δύο οπτικές του κανόνα17.40-18.10: Συζήτηση2η συνεδρία: Συνταγματική τάξη και δικαιώματα στην ευρωπαϊκή κρίση18.10 - 20.30Συντονίστρια: Αλίκη Κοσυφολόγου, υπ. διδάκτωρ Πανεπιστημίου ΑθηνώνΙφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου, ΑΠΘ: Το δημόσιο συμφέρον ως συνταγματικός στόχος και περιορισμός των ελευθεριώνΚώστας Σταμάτης, καθηγητής φιλοσοφίας και μεθοδολογίας του δικαίου, ΑΠΘ: Κοινωνική δικαιοσύνη/αδικία, από σκοπιά φιλελεύθερη ή σοσιαλιστική;Χρήστος Παπαστυλιανός, δρ. Συνταγματικού δικαίου, νομικός στον «Συνήγορο του Πολίτη»: Ευρωπαϊκή Ένωση: νομισματική ένωση, ατελής πολιτική ένωση και δημοκρατικό έλλειμμα. Τρεις όψεις του ίδιου νομίσματος; Στέργιος Μήτας, υπ. διδάκτωρ φιλοσοφίας του δικαίου ΑΠΘ: Τα κοινωνικά δικαιώματα ως αιχμή μιας κριτικής κανονιστικής θεωρίας20.30 – 21.00: Συζήτηση
ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟ.
1η συνεδρία: Καπιταλισμός και δημοκρατία11.00 - 12.20Συντονίστρια: Βαγγία Λυσικάτου, Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς»Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, υπ. διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών: Κριτικές της δημοκρατικής ρητορείαςΓιώργος Μερτίκας, συγγραφέας-μεταφραστής: Τα όρια της μαζικής δημοκρατίαςΑλέξανδρος Κιουπκιολής, επίκουρος καθηγητής, ΑΠΘ: Η αυταρχική ολοκλήρωση του φιλελευθερισμού. Πέρα από τη μεταδημοκρατίαΚώστας Δουζίνας, καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου, Birckbek college, Univestity of London: Ανομία, αντίσταση και δημοκρατικός σοσιαλισμός12.20 - 13.00: Συζήτηση2η συνεδρία: Πολιτικές δυνάμεις και κοινωνική δικαιοσύνη13.00 - 14.20Συντονιστής: Στρατής Μπουρνάζος, ιστορικός, «Ενθέματα» της κυριακάτικης ΑυγήςΤασία Χριστοδουλοπούλου, νομικός: Κοινωνική δικαιοσύνη: άμεσο αίτημα ή διαχρονική ουτοπία;Ανδρέας Καρίτζης, δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών: Εποχή για γερά νεύρα: η διαρκής επανάσταση του (νεο)φιλελευθερισμού, η γενικευμένη καταστροφή και η στρατηγική αμηχανία της ΑριστεράςΕυκλείδης Τσακαλώτος, καθηγητής οικονομικών, Πανεπιστήμιο Αθηνών, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ: Η κοινωνική γείωση της πολιτικήςΓιάννης Δραγασάκης, οικονομολόγος, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων: Το παρόν και το μέλλον στο πρόγραμμα της Αριστεράς
14.20 - 14.50: ΣυζήτησηΣύνοψη των εργασιών της διημερίδας:Κώστας Βούλγαρης, συγγραφέας, «Αναγνώσεις» της Αυγής
Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012
Παμπειραϊκό δημοκρατικό δίκτυο για την εξάλειψη του φασισμού
Παμπειραϊκό δημοκρατικό δίκτυο για την εξάλειψη του φασισμού
Για να μη ζήσουμε με το φόβο, το μίσος και τη μιζέρια.
Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα προβλήματα της πόλης και της χώρας με σθένος, γνώση και κατανόηση.
Για να υποστηριχτούμε και να υποστηρίξουμε αυτούς που πρώτους κτύπησε το κύμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Για να μη μείνουμε στα λόγια, στα ευχολόγια και στις «πολιτικά ορθές» αερολογίες.
Για να αντιμετωπίσουμε χωρίς παρωπίδες ένα σαρωτικό κύμα που δηλητηριάζει και κατατρώει τις βάσεις της κοινωνίας μας
Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρούμε ότι η Χρυσή Αυγή είναι persona non grata, στη πόλη μας.
Δεν τους θέλουμε
Αλλά και
Δεν τους φοβόμαστε.
Δε θα τους κλείσουμε τα γραφεία
αλλά και
δε θα τους αφήσουμε να διαλύσουν μέσα στο φόβο και στη βία μια κοινωνία
που δοκιμάζεται και ως εκ τούτου είναι πιο ανοιχτή στις κραυγές κατά των μεταναστών και στις σειρήνες της «καθαρότητας της φυλής», της «αντιπλουτοκρατίας», της «αντιμνημονιακής πολιτικής», της «πάταξης της ανομίας και της ατιμωρησίας».
Κατά βάθος τους λυπόμαστε γιατί τελικά τζάμπα μάγκες είναι, γιατί, ποιος αληθινός Πειραιώτης μάγκας θα τα ‘βαζε με φοβισμένους Πακιστανούς. Ποιος αληθινός μάγκας θα τρομοκρατούσε γυναικόπαιδα!
Το μίσος που καλλιεργούν, οι τραμπουκισμοί που διαπράττουν δε θα λύσουν κανένα από τα προβλήματα για τα οποία μιλάνε.
Είναι θλιβερό το μίσος και η άγνοια. Γιατί και αγράμματοι είναι!
Ποια ελληνική παιδεία και πράσιν’άλογα, την τύφλα τους δεν ξέρουν, φαίνεται από το πώς μιλούν και γράφουν.
Δε θ’ αρνηθούμε πάντως ότι οι εξελίξεις ευνόησαν την εξάπλωση αυτής της εθνικιστικής (και όχι εθνικής), λαϊκιστικής, φοβικής ακροδεξιάς, η οποία δέρνει κιόλας. Πρόκειται για ένα ακροδεξιό σχηματισμό, ο οποίος επενδύει στην συνωμοσιολογία (όλοι εναντίον μας, εμείς ο περιούσιος λαός), στο τραμπουκισμό, στη ψευδεπίγραφη ελληνολατρία. Πρόκειται για ένα ακροδεξιό σχηματισμό, που χρησιμοποιεί την οικονομική κρίση και την κρίση ταυτότητας ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ως όχημα για να επιβληθεί ως «σωτήρας» σε μια πολλαπλώς κατακερματισμένη κοινωνία.
Δε θ’ αρνηθούμε επίσης ότι υπάρχει θέμα με την ανεξέλεγκτη μετανάστευση και ότι χρειάζονται σοβαρές πολιτικές αποφάσεις για το θέμα αυτό εντός και εκτός Ελλάδας (διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις…).
Σίγουρα όμως αυτό το θέμα δεν το λύνει η απάνθρωπη, η έξω από τις ελληνικές παραδόσεις και συνήθειες βίαιη αντιμετώπιση του ξένου, που η μοίρα του τον έστειλε σε ξένο τόπο για να επιβιώσει, όπως άλλωστε και πολλούς από τους Έλληνες παλαιότερα.
Δεν θα αρνηθούμε ότι χρόνια τώρα κυριαρχεί στη δημόσια ζωή η ιδεολογία της ανομίας, της ατιμωρησίας και της διαφθοράς δημιουργώντας το αίσθημα στους πιο αδύναμους από μας ότι δεν «προστατεύονται», ότι δεν υποστηρίζονται από κανένα, ότι κανένας νόμος δεν λειτουργεί κλπ, κλπ.
Μόνο που κανένα νόμο δεν τον κάνει να λειτουργήσει μια ομάδα μπρατσαράδων που κάνουν το κέφι τους παίζοντας το «κράτος». Γιατί αν αφήσουμε αυτούς να υποκαθιστούν το κράτος, έξω δηλαδή από θεσμούς και διαδικασίες, θα συμβεί το εξής τραγικό: σήμερα κτυπάνε τους ξένους μικροπωλητές (δήθεν για το καλό των Ελλήνων μικροπωλητών) αύριο θα κτυπάνε τους Έλληνες μικροπωλητές για κάποιο άλλο λόγο.
Δεν θ’ αρνηθούμε ότι η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση είναι εδώ.
Για ν’ αντιμετωπίσουμε καταρχήν την οικονομική κρίση που οδηγεί κάποια κοινωνικά στρώματα μέχρι την εξαθλίωση, για να αντιμετωπίσουμε τις προεκτάσεις και επεκτάσεις αυτής της κρίσης σε πολλούς τομείς της κοινωνικής οργάνωσης, για να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας ως κοινωνία, χρειαζόμαστε την δύναμη, το κέφι, την γνώση και την δημιουργικότητα όλων. Χρειαζόμαστε, σε επίπεδο πόλης, να επεξεργαστούμε αναχώματα. Χρειαζόμαστε πολλαπλές και πολυποίκιλες μέτρα και δράσεις, έξω και πέρα από τα παραδοσιακά σχήματα. Τίποτα να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτο. Να είμαστε παντού!
Ακόμη χρειαζόμαστε να μην φοβόμαστε το βράδυ να κυκλοφορήσουμε, χρειαζόμαστε την υποστήριξη του «άλλου», χρειαζόμαστε απλά όλο υς τους άλλους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, Πειραιώτες όλων των ιδεολογικών, πολιτικών κοινωνικών χώρων, με μοναδικό πρόταγμα την υποστήριξη και ενδυνάμωση μιας δημοκρατικής, ανοικτής, μη φοβικής κοινωνίας, δημιουργούμε ένα δίκτυο αυτοπροστασίας, ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης, δημιουργούμε πολλαπλά αναχώματα με βασικό επίσης στόχο να μην αφήσουμε να διαλυθεί η ζωή μας από τη βία και το φόβο.
Για να μη ζήσουμε με το φόβο, το μίσος και τη μιζέρια.
Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα προβλήματα της πόλης και της χώρας με σθένος, γνώση και κατανόηση.
Για να υποστηριχτούμε και να υποστηρίξουμε αυτούς που πρώτους κτύπησε το κύμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Για να μη μείνουμε στα λόγια, στα ευχολόγια και στις «πολιτικά ορθές» αερολογίες.
Για να αντιμετωπίσουμε χωρίς παρωπίδες ένα σαρωτικό κύμα που δηλητηριάζει και κατατρώει τις βάσεις της κοινωνίας μας
Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρούμε ότι η Χρυσή Αυγή είναι persona non grata, στη πόλη μας.
Δεν τους θέλουμε
Αλλά και
Δεν τους φοβόμαστε.
Δε θα τους κλείσουμε τα γραφεία
αλλά και
δε θα τους αφήσουμε να διαλύσουν μέσα στο φόβο και στη βία μια κοινωνία
που δοκιμάζεται και ως εκ τούτου είναι πιο ανοιχτή στις κραυγές κατά των μεταναστών και στις σειρήνες της «καθαρότητας της φυλής», της «αντιπλουτοκρατίας», της «αντιμνημονιακής πολιτικής», της «πάταξης της ανομίας και της ατιμωρησίας».
Κατά βάθος τους λυπόμαστε γιατί τελικά τζάμπα μάγκες είναι, γιατί, ποιος αληθινός Πειραιώτης μάγκας θα τα ‘βαζε με φοβισμένους Πακιστανούς. Ποιος αληθινός μάγκας θα τρομοκρατούσε γυναικόπαιδα!
Το μίσος που καλλιεργούν, οι τραμπουκισμοί που διαπράττουν δε θα λύσουν κανένα από τα προβλήματα για τα οποία μιλάνε.
Είναι θλιβερό το μίσος και η άγνοια. Γιατί και αγράμματοι είναι!
Ποια ελληνική παιδεία και πράσιν’άλογα, την τύφλα τους δεν ξέρουν, φαίνεται από το πώς μιλούν και γράφουν.
Δε θ’ αρνηθούμε πάντως ότι οι εξελίξεις ευνόησαν την εξάπλωση αυτής της εθνικιστικής (και όχι εθνικής), λαϊκιστικής, φοβικής ακροδεξιάς, η οποία δέρνει κιόλας. Πρόκειται για ένα ακροδεξιό σχηματισμό, ο οποίος επενδύει στην συνωμοσιολογία (όλοι εναντίον μας, εμείς ο περιούσιος λαός), στο τραμπουκισμό, στη ψευδεπίγραφη ελληνολατρία. Πρόκειται για ένα ακροδεξιό σχηματισμό, που χρησιμοποιεί την οικονομική κρίση και την κρίση ταυτότητας ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ως όχημα για να επιβληθεί ως «σωτήρας» σε μια πολλαπλώς κατακερματισμένη κοινωνία.
Δε θ’ αρνηθούμε επίσης ότι υπάρχει θέμα με την ανεξέλεγκτη μετανάστευση και ότι χρειάζονται σοβαρές πολιτικές αποφάσεις για το θέμα αυτό εντός και εκτός Ελλάδας (διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις…).
Σίγουρα όμως αυτό το θέμα δεν το λύνει η απάνθρωπη, η έξω από τις ελληνικές παραδόσεις και συνήθειες βίαιη αντιμετώπιση του ξένου, που η μοίρα του τον έστειλε σε ξένο τόπο για να επιβιώσει, όπως άλλωστε και πολλούς από τους Έλληνες παλαιότερα.
Δεν θα αρνηθούμε ότι χρόνια τώρα κυριαρχεί στη δημόσια ζωή η ιδεολογία της ανομίας, της ατιμωρησίας και της διαφθοράς δημιουργώντας το αίσθημα στους πιο αδύναμους από μας ότι δεν «προστατεύονται», ότι δεν υποστηρίζονται από κανένα, ότι κανένας νόμος δεν λειτουργεί κλπ, κλπ.
Μόνο που κανένα νόμο δεν τον κάνει να λειτουργήσει μια ομάδα μπρατσαράδων που κάνουν το κέφι τους παίζοντας το «κράτος». Γιατί αν αφήσουμε αυτούς να υποκαθιστούν το κράτος, έξω δηλαδή από θεσμούς και διαδικασίες, θα συμβεί το εξής τραγικό: σήμερα κτυπάνε τους ξένους μικροπωλητές (δήθεν για το καλό των Ελλήνων μικροπωλητών) αύριο θα κτυπάνε τους Έλληνες μικροπωλητές για κάποιο άλλο λόγο.
Δεν θ’ αρνηθούμε ότι η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση είναι εδώ.
Για ν’ αντιμετωπίσουμε καταρχήν την οικονομική κρίση που οδηγεί κάποια κοινωνικά στρώματα μέχρι την εξαθλίωση, για να αντιμετωπίσουμε τις προεκτάσεις και επεκτάσεις αυτής της κρίσης σε πολλούς τομείς της κοινωνικής οργάνωσης, για να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας ως κοινωνία, χρειαζόμαστε την δύναμη, το κέφι, την γνώση και την δημιουργικότητα όλων. Χρειαζόμαστε, σε επίπεδο πόλης, να επεξεργαστούμε αναχώματα. Χρειαζόμαστε πολλαπλές και πολυποίκιλες μέτρα και δράσεις, έξω και πέρα από τα παραδοσιακά σχήματα. Τίποτα να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτο. Να είμαστε παντού!
Ακόμη χρειαζόμαστε να μην φοβόμαστε το βράδυ να κυκλοφορήσουμε, χρειαζόμαστε την υποστήριξη του «άλλου», χρειαζόμαστε απλά όλο υς τους άλλους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, Πειραιώτες όλων των ιδεολογικών, πολιτικών κοινωνικών χώρων, με μοναδικό πρόταγμα την υποστήριξη και ενδυνάμωση μιας δημοκρατικής, ανοικτής, μη φοβικής κοινωνίας, δημιουργούμε ένα δίκτυο αυτοπροστασίας, ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης, δημιουργούμε πολλαπλά αναχώματα με βασικό επίσης στόχο να μην αφήσουμε να διαλυθεί η ζωή μας από τη βία και το φόβο.
Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012
Γ.Πρασσάς:Τέχνη σε καιρούς κρίσης ΙΙ
Αρχική Δημοσίευση: Ένωση Οπαδών Σύριζα
Του Γιώργου Πρασσά
Κανείς δεν θα του αφιερώσει άρθρα σαν αυτά για την Κιτσοπούλου, εκτός από τον γνωστό δικηγόρο: Η απενοχοποίηση του σκυλάδικου, το οποίο και παραθέτουμε:
"Τι εννοούσε ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν όταν έλεγε «από εδώ που είμαστε πρέπει να πάμε εκεί που είναι η απόφαση;» Τι εννοούσε ο Χέγκελ όταν έλεγε: «μέσα στη νύχτα του Απολύτου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες;» Τι εννοούσε ο μυστικιστής φιλόσοφος ΄Εκχαρτ όταν έλεγε «δεν υπάρχει αγρίμι γρηγορότερο από τον πόνο για να σε φέρει στη γνώση;» Όλες οι απαντήσεις, σήμερα Πέμπτη στη Μονή Λαζαριστών, στη νέα συναυλία του λαϊκού βάρδου Μπάμπη Μπατμανίδη, του νταλκαδιάρη των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Του αηδιαστικού αοιδού που με το προεκλογικό άσ(θ)μα του «Σύρριζα μωρό μου Σύρριζα» εκτόξευσε τον Τσίπρα στο 27% και έκανε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να σείεται συθέμελα, ενώ με τον ύμνο «Γλυκιέ μου αναρχικέ, μην μου σπας το αμάξι» πέτυχε τον ιστορικό συμβιβασμό της μαύρης αναρχίας με τα μικροαστικά στρώματα. Του φαντομά του πενταγράμμου που με κάθε νέα του εμφάνιση σπέρνει πόνο και θερίζει χειροκροτήματα και νεράντζια, του άνευ χρυσού δίσκου χρυσού τραγουδιστή που τα άσματά του, αυτές οι σύγχρονες Αινειάδες, αποτελούν όπως θα έλεγε κι ο γερο-Κάρολος Μαρξ την καρδιά ενός άκαρδου κόσμου".
Το παραπάνω ψαγμένο δελτίο τύπου, το οποίο έγραψε ένας σύντροφος και φίλος -αναρχικός, διανοούμενος και συγχρόνως βαθύς γνώστης του καλού λαϊκού και του καλύτερου σκυλάδικου τραγουδιού- ήταν η καλύτερη σύσταση για να πάμε στη συναυλία του Μπάμπη Μπατμανίδη. Κι ο Μπάμπης μάς αποζημίωσε με το παραπάνω, σε μια συναυλία που τα είχε όλα: με ρυθμούς που ξεκινούσαν από τη ρέγκε και τον Μπομπ Μάρλεϊ, συνέχιζαν με χέβι μέταλ των ΑC/DC και κατέληγαν σε ένα ραγδαίο λυτρωτικό τσιφτετέλι. Πάνω απ’ όλα όμως κυριαρχούσαν μεγάλες δόσεις δηλητηριώδους χιούμορ, πηγαίος αυτοσαρκασμός, κιτς αισθητική, αχαλίνωτος ερωτισμός, παιγνιώδης διάθεση κι ένα ανατρεπτικό κέφι που ξεσήκωσε το κοινό. Τραγούδια όπως «Το υπονοούμενο», «Η οικοδομή» και «Σαν τη θεία στα ρηχά» έχουν τόσο έξυπνο, σατυρικό στοίχο που σε αφήνουν άναυδο. Το κυριότερο όμως επίτευγμα, για το οποίο ο Μπάμπης θα γραφεί με χρυσά γράμματα στην Ιστορία της Μουσικής, είναι ότι απενοχοποίησε το σκυλάδικο, το έβαλε σε συναυλιακούς χώρους και έδωσε την ευκαιρία στο νεανικό κοινό του να ξεσαλώσει λικνιζόμενο. Κι οι διασκευές που επέλεξε να παρουσιάσει είναι αποκαλυπτικές των ανατρεπτικών προθέσεών του: «Νάχαν οι καρδιές αμπάρες», «Γκρέμιστα, γκρέμιστα» και ο ύμνος «Θα πάρω φόρα, θα τα γκρεμίσω» που τραγούδησε η Μαίρη Μαράντη, στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος» όταν ο Γιώργος Αρμένης γκρέμιζε το επαρχιακό σκυλάδικο «Βιετνάμ»! Η συναυλία, βέβαια, δεν μπορεί παρά να είχε επαναστατικό φινάλε, όταν το κοινό κατέκλυσε την σκηνή και περνώντας χέρι με χέρι το μικρόφωνο τραγούδησε τον ύμνο της νέας διεθνούς «Για επανάσταση λέω»!
Υ.Γ. Ο Μπάμπης Μπατμανίδης αντενδείκνυται σε πολλές περιπτώσεις συντρόφων και συντροφισσών, όπου κυριαρχεί η πολιτική ορθότητα, η σοβαροφάνεια, οι ακραίες φεμινιστικές αντιλήψεις, η έλλειψη χιούμορ κι η αισθητική του «έντεχνου» που περιορίζεται μεταξύ Πλιάτσικα και Αλκίνοου Ιωαννίδη.
Ο δικηγόρος του διαβόλου
Όμως ο γίγας που ύμνησε την επανάσταση,
(Για Επαναστάση Λέω)
και έγραψε τον ύμνο του ΣΥΡΙΖΑ,
(μωρό μου ΣΥΡΙΖΑ)
δίνει την ορθή διάσταση στο φαινόμενο ΔΗΜ.ΑΡ.
(Μα πιο πολύ ΔΗΜΑΡ - live at Six Dogs)
Ετικέτες
ΕΟΣ,
Μπατμανίδης
Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012
To νέο νέο Νιουσλέτε
Η τελευταία έκδοση ΕΔΩ.
Προσωπικό ευρηματικό γράμμα με όψεις πολιτισμού, πολιτικής
Γραμμένο στη Νίσυρο με το μοναδικό πνεύμα που παράγει η Παλιά Κοκκινιά
Συνίσταται
Προσωπικό ευρηματικό γράμμα με όψεις πολιτισμού, πολιτικής
Γραμμένο στη Νίσυρο με το μοναδικό πνεύμα που παράγει η Παλιά Κοκκινιά
Συνίσταται
Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012
Κρείττον Σιγάν
Τι την ήθελε την διευκρίνιση ο βουλευτής για την Ύδρα ;
Μαντάρα τα έκανε
Παρουσιάζει την ιστορία με δύο διαδοχικές αστυνομικές επεμβάσεις: μια αποδεκτή και μια απαράδεκτη.
Μετά όμως παρουσιάζει την ανακοίνωση του η οποία είναι τόσο γενική , έτσι ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς για τι αναφέρεται.
Η γενικόλογη ανακοίνωση του δεν αντιστοιχεί στα γεγονότα που ο ίδιος περιγράφει.
Κρείττον Σιγάν η ιστορία και η δήλωση εδώ
Τρίτη 21 Αυγούστου 2012
Ν.Ξυδάκης:Ο Καραγκιόζης γκρεμίζει την παράγκα του
Πηγή:Βλέμμα - Το ιστολόγιο του Ν.Ξυδάκη
Η αυγουστιάτικη ανταρσία των Υδραίων κατά των φοροεισπρακτόρων του ελληνικού κράτους θυμίζει, υπό κλίμακα βεβαίως, την ανταρσία των Υδραίων το καλοκαίρι του 1831. Και τότε χρήματα ζητούσαν οι Υδραίοι, με επικεφαλής τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Λάζαρο Κουντουριώτη, από το πάμπτωχο κράτος που μόλις είχε συσταθεί. Ζητούσαν αποζημιώσεις για τους αγώνες τους και διατήρηση του νατυικού μονοπωλίου και των προνομίων τους επί του Αιγαίου. Και για την επίτευξη των σκοπών τους, δεν δίστασαν να βυθίσουν δύο νεότευκτα πλοία του εθνικού στόλου, τη φρεγάτα Ελλάς και την κορβέτα Υδρα: ο ίδιος ο ναύαρχος Μιαούλης, ο ήρωας του Αγώνα, τα πυρπόλησε μέσα στο λιμάνι του Πόρου. Ηταν 1η Αυγούστου 1831.
Από την ίδια αντινομική παράδοση ηρώων και καθαρμάτων αντλούν οι σημερινοί Υδραίοι, οι ναύαρχοι του τουρισμού. Πρόκειται για μια παράδοση αυτοδιοίκησης και καχυποψίας προς την κεντρική διοίκηση, είτε είναι οθωμανική είτε είναι ελληνική· πρόκειται για παράδοση ελεύθερου εμπορίου που εκτείνεται ώς το κοντραμπάντο, την πειρατεία και το κούρσο. Και βέβαια είναι παράδοση που θεμελιώνεται πάνω σε συμπαγή και μεγάλα συμφέροντα μιας τάξης κυρίαρχων. Η ανταρσία εκδηλώνεται όταν ακριβώς απειλούνται τα συμφέροντα και η κυριαρχία. Αυτή η παράδοση, ολοζώντανη και κραταιά το 1831, οδήγησε στην ανταρσία των Υδραίων κατά του «Ελληνικού» και του Καποδίστρια.
Στις σημερινές συνθήκες, τα μεγάλα συμφέροντα, όπως των καραβοκυραίων προεστών Μιαούλη και Κουντουριώτη, εκδηλώνονται αλλιώς έναντι του κράτους: το αλώνουν με άλλα μέσα, από μέσα, χωρίς πυρπολήσεις. Και το κράτος, συνήθως, υποχωρεί και ηττάται, διότι οι λειτουργοί του και οι ηγέτες του δεν έχουν το σθένος του Καποδίστρια, ή επειδή ακριβώς δεν θέλουν να έχουν την τύχη του Καποδίστρια.
Η ισονομία είναι η πρώτη ουσιώδης απώλεια σε αυτό τον πόλεμο. Προς αναπλήρωσιν της απωλεσθείσας ισονομίας οι ηττημένοι και εξαχρειωμένοι άρχοντες προσφέρουν και στους αδύναμους, που παρακολουθούν από κοντά άγρυπνοι και λαίμαργοι, τη δυνατότητα της μερικής ή καθολικής ανομίας, τη δυνατότητα της αμοιβαίας εξαχρείωσης. Ο μεγάλος αφαιρεί τη μεγάλη λεία από τον δημόσιο χώρο, και μένει ατιμώρητος, νικητής. Το κράτος εξευτελίζεται. Ταυτοχρόνως ο μικρός κλέβει ό,τι φτάνει το χέρι του: κλέβει τον ΦΠΑ, κλέβει το ΙΚΑ, κλέβει μερικά μέτρα δημόσιας γης, καταπατά ακτές, πυρπολεί δάση, μολύνει ύδατα, μπαζώνει ρεματιές. Ο,τι δεν του ανήκει είναι είτε λεία είτε εχθρικός στόχος.
Στα προκεχωρημένα οχυρά της εθνικής βιομηχανίας τουρισμού, της αχανούς παράγκας πάνω σε καταπατημένους αιγιαλούς, η ανταρσία των φοροφυγάδων της Υδρας, και κάθε φοροφυγά, τελείται σαν φάρσα, σαν τραγωδία. Και σαν αυτοκτονία: Διότι εντέλει δεν στρέφεται εναντίον του αχρείου, αναξιόπιστου και λεηλατικού κράτους, που είναι πράγματι τέτοιο εξαιτίας των αρχόντων και των εκλεκτόρων τους, αλλά εναντίον του πυρήνα και της υπόστασης του κοινού χώρου, του κοινού καλού, του κοινού συμφέροντος, της πατρίδας που ελευθερώθηκε με αίμα και κρατήθηκε με αίμα. Ο Καραγκιόζης γκρεμίζει την παράγκα του.
Η αυγουστιάτικη ανταρσία των Υδραίων κατά των φοροεισπρακτόρων του ελληνικού κράτους θυμίζει, υπό κλίμακα βεβαίως, την ανταρσία των Υδραίων το καλοκαίρι του 1831. Και τότε χρήματα ζητούσαν οι Υδραίοι, με επικεφαλής τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Λάζαρο Κουντουριώτη, από το πάμπτωχο κράτος που μόλις είχε συσταθεί. Ζητούσαν αποζημιώσεις για τους αγώνες τους και διατήρηση του νατυικού μονοπωλίου και των προνομίων τους επί του Αιγαίου. Και για την επίτευξη των σκοπών τους, δεν δίστασαν να βυθίσουν δύο νεότευκτα πλοία του εθνικού στόλου, τη φρεγάτα Ελλάς και την κορβέτα Υδρα: ο ίδιος ο ναύαρχος Μιαούλης, ο ήρωας του Αγώνα, τα πυρπόλησε μέσα στο λιμάνι του Πόρου. Ηταν 1η Αυγούστου 1831.
Από την ίδια αντινομική παράδοση ηρώων και καθαρμάτων αντλούν οι σημερινοί Υδραίοι, οι ναύαρχοι του τουρισμού. Πρόκειται για μια παράδοση αυτοδιοίκησης και καχυποψίας προς την κεντρική διοίκηση, είτε είναι οθωμανική είτε είναι ελληνική· πρόκειται για παράδοση ελεύθερου εμπορίου που εκτείνεται ώς το κοντραμπάντο, την πειρατεία και το κούρσο. Και βέβαια είναι παράδοση που θεμελιώνεται πάνω σε συμπαγή και μεγάλα συμφέροντα μιας τάξης κυρίαρχων. Η ανταρσία εκδηλώνεται όταν ακριβώς απειλούνται τα συμφέροντα και η κυριαρχία. Αυτή η παράδοση, ολοζώντανη και κραταιά το 1831, οδήγησε στην ανταρσία των Υδραίων κατά του «Ελληνικού» και του Καποδίστρια.
Στις σημερινές συνθήκες, τα μεγάλα συμφέροντα, όπως των καραβοκυραίων προεστών Μιαούλη και Κουντουριώτη, εκδηλώνονται αλλιώς έναντι του κράτους: το αλώνουν με άλλα μέσα, από μέσα, χωρίς πυρπολήσεις. Και το κράτος, συνήθως, υποχωρεί και ηττάται, διότι οι λειτουργοί του και οι ηγέτες του δεν έχουν το σθένος του Καποδίστρια, ή επειδή ακριβώς δεν θέλουν να έχουν την τύχη του Καποδίστρια.
Η ισονομία είναι η πρώτη ουσιώδης απώλεια σε αυτό τον πόλεμο. Προς αναπλήρωσιν της απωλεσθείσας ισονομίας οι ηττημένοι και εξαχρειωμένοι άρχοντες προσφέρουν και στους αδύναμους, που παρακολουθούν από κοντά άγρυπνοι και λαίμαργοι, τη δυνατότητα της μερικής ή καθολικής ανομίας, τη δυνατότητα της αμοιβαίας εξαχρείωσης. Ο μεγάλος αφαιρεί τη μεγάλη λεία από τον δημόσιο χώρο, και μένει ατιμώρητος, νικητής. Το κράτος εξευτελίζεται. Ταυτοχρόνως ο μικρός κλέβει ό,τι φτάνει το χέρι του: κλέβει τον ΦΠΑ, κλέβει το ΙΚΑ, κλέβει μερικά μέτρα δημόσιας γης, καταπατά ακτές, πυρπολεί δάση, μολύνει ύδατα, μπαζώνει ρεματιές. Ο,τι δεν του ανήκει είναι είτε λεία είτε εχθρικός στόχος.
Στα προκεχωρημένα οχυρά της εθνικής βιομηχανίας τουρισμού, της αχανούς παράγκας πάνω σε καταπατημένους αιγιαλούς, η ανταρσία των φοροφυγάδων της Υδρας, και κάθε φοροφυγά, τελείται σαν φάρσα, σαν τραγωδία. Και σαν αυτοκτονία: Διότι εντέλει δεν στρέφεται εναντίον του αχρείου, αναξιόπιστου και λεηλατικού κράτους, που είναι πράγματι τέτοιο εξαιτίας των αρχόντων και των εκλεκτόρων τους, αλλά εναντίον του πυρήνα και της υπόστασης του κοινού χώρου, του κοινού καλού, του κοινού συμφέροντος, της πατρίδας που ελευθερώθηκε με αίμα και κρατήθηκε με αίμα. Ο Καραγκιόζης γκρεμίζει την παράγκα του.
Τρίτη 31 Ιουλίου 2012
Techie Chan:Η απεργία, ή η τέχνη του να κρατάς την ανάσα σου
Ενδιαφέρουσες απόψεις για τις απεργίες, την Χαλυβουργική και την συγκυρία, γραμμένες σε μοναδικό στυλ.
Αναδημοσίευση: Techie Chan
Στη προαιώνια διαμάχη μεταξύ ξερόλα και σταλεγάκια, έχω ταχθεί στο στρατόπεδο του πρώτου, οπότε δεν πρόκειται να κουνήσω το δακτυλάκι μου σε κανένα. Όμως μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον να ασχοληθώ με την έννοια της απεργίας, διότι νομίζω πως εκφράζει έναν τρόπο σκέψης και δράσης που για τα σημερινά δεδομένα είναι αρκετά προβληματικός, περιοριστικός και ξεπερασμένος. Πριν λοιπόν βγάλετε το τόμαχοκ του πολέμου, διαβάστε παρακαλώ προσεκτικά.
Η απεργία, ή η τέχνη του να κρατάς την ανάσα σου
Η απεργία αν το σκεφτούμε λίγο, αποτελεί ένα πολύ περίεργο φρούτο. Και με πολύ συγκεκριμένο φαντασιακό περιεχόμενο. Η άρνηση της εργασίας από τον εργαζόμενο είναι λίγο το αντίστοιχο του γιου του ισπανού φύλαρχου στον αστερίξ που απειλεί να κρατήσει την αναπνοή του μέχρι να σκάσει. Παρόλαυτά αποτελεί έναν πολύ δημοφιλή τρόπο αντίστασης. Ας τον δούμε λοιπόν λίγο πιο αναλυτικά.
Με την απεργία, ο εργαζόμενος αρνείται τον καρπό της παραγωγικής του δραστηριότητας. Γιατί αυτό αποτελεί απειλή? Διότι ο κάτοχος κεφαλαίου και ιδιοκτήτης της παραγωγικής μονάδας κερδίζει από την παραγωγική δραστηριότητα των εργαζομένων με την πολυτραγουδισμένη υπεραξία. Ο μαρξούκος εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα μας εξήγησε πως αν εσείς με το να εργάζεστε παράγετε 5 ενώ πληρώνεστε για 2, το 3 που απομένει είναι η υπεραξία που καρπώνεται ο ιδιοκτήτης και διάφοροι άλλοι στην επιχείρηση με παχυλές αμοιβές.
Ήδη με αυτή την περιγραφή έχω ξεφύγει από την κλασική μαρξιανή ανάλυση, διότι στο 19ο αιώνα, ο ιδιοκτήτης/κάτοχος κεφαλαίου και ο μάνατζερ είχαν την τάση ή να ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο, ή να βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Σήμερα αυτά είναι συνήθως πολύ μακριά, πράγμα που δημιουργεί διάφορα προβλήματα (αλλά και ευκαιρίες) που πολλές φορές έχουμε αναφέρει.
Πίσω στην απεργία όμως. Με το να αρνείσαι την εργασία σου, αρνείσαι και την υπεραξία στον καπιταλιστή. Ταυτόχρονα όμως, στα πλαίσια που κι εσύ ζεις από αυτή την εργασία δημιουργείται αμέσως ένα πρόβλημα. Με το να αρνείσαι την εργασία, έχει σημασία να υπολογίσεις ποιος έχει τη μεγαλύτερη ανάσα. Εσύ ή ο καπιταλιστής?
Σε αυτή τη διελκυστίνδα θα πρέπει να δούμε τα όπλα του καθενός. Τι χάνει ο ιδιοκτήτης και τι χάνουν οι εργαζόμενοι. Πόσες αντοχές έχει ο ένας και πόσες ο άλλος. Η τέλεια απεργία είναι η απεργία εκείνη στην οποία οι εργαζόμενοι δουλεύουν από χόμπι. Με το να αρνηθούν την πληρωμή τους, μπορεί να χάνουν το iphone, αλλά κατά τ’άλλα σκασίλα τους. Ανάποδα η άλλη τέλεια απεργία είναι εκείνη όπου ο καπιταλιστής δεν αντέχει να χάσει ούτε μια μέρα όπου η επιχείρησή του δεν θα λειτουργεί.
Στα παλιά χρόνια της μεγάλης καπιταλιστικής χαράς και ανάπτυξης, το σταμάτημα της παραγωγής μιας επιχείρησης είχε μεγαλύτερη σημασία. Γιατί? Διότι η παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας είναι μικρότερη της ζήτησης. Κάθε μήνα φτιάχνονται λιγότερα iphone απ’ όσα ζητούνται, κι αυτό είναι κάτι που ανεβάζει τις τιμές των iphone, τα κέρδη και την ανάγκη να παρχθούν νέα iphone.
Σε αυτό το περιβάλλον, κάθε μέρα που περνάει με την επιχείρηση κλειστή, ο καπιταλιστής χάνει τόσο τα επιπλέον κέρδη, όσο και την ευκαιρία να πάρει μέρος στο πάρτι. Και όταν δεν παίρνει μέρος στο πάρτι, αυτό σημαίνει πως οι άλλοι που παράγουν iphone θα πουλήσουν περισσότερα με αποτέλεσμα να αποκτήσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εναντίον του. Με λίγα λόγια είναι ένα περιβάλλον όπου μια απεργία μπορεί να δουλέψει. Και αυτό είναι ένα περιβάλλον που η απεργία αποτελεί μεγάλη απειλή.
Μία άλλη περίπτωση όπου μια απεργία μπορεί να δουλέψει, είναι η περίπτωση μιας επιχείρησης με μονοπωλιακό παραγωγικό αντικείμενο. Αν η απεργία στα ΕΛΠΕ δεν κράτησε πάνω από μια βδομάδα, αυτό δεν είχε να κάνει με το ότι οι εργαζόμενοι της ήταν μάγκες, αλλά με τη θέση που κατέχουν στην οικονομία. Τα ΕΛΠΕ είναι ο ντεφάκτο μονοπωλιακός προμηθευτής πετρελαίου στη χώρα και μια απεργία εκεί, είναι ικανή να παραλύσει το σύμπαν.
Ταυτόχρονα μια μονοπωλιακή επιχείρηση διαθέτει κι άλλο ένα μεγάλο πλεονέκτημα που κάνει τη στρατηγική θέση των εργαζομένων ιδιαιτέρως πλεονεκτική. Ο ιδιοκτήτης/μάντζερ μπορεί να μετακυλήσει το επιπλέον κόστος από την ικανοποίηση των αιτημάτων της απεργίας στην τιμή του μονοπωλιακού προϊόντος. Όσο η μετακύλιση αυτού του κόστους, δεν είναι δύσκολη, ο ιδιοκτήτης/μάνατζερ δεν έχει κανένα λόγο να πλακώνεται με τους υπαλλήλους του. Αλλά οι υπάλληλοι επιχειρήσεων σε μονοπωλιακά μαγαζιά δεν είναι ακριβώς οι πιο αδικημένοι του κόσμου, άρα τελικά η απεργία σε τέτοιους τομείς είναι λίγο κενό γράμμα και κοινωνικά καθόλου ωφέλιμη. Κάθε αύξηση του μέρους της υπεραξίας που καρπώνονται οι εργαζόμενοι, θα συνοδεύεται και από αύξηση της τιμής της βενζίνης που θα πληρώνουν όλοι οι υπόλοιποι. Μάλιστα είναι σχεδόν σίγουρο πως η διοίκηση θα αυξάνει την τιμή παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται για να καλύψει το κόστος των αιτημάτων των απεργών για να μη μείνει με άδεια χέρια προς τους μετόχους.
Έτσι στην ουσία σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, βλέπουμε πολύ πιο συχνά οι σχέσεις διοίκησης και εργαζομένων να είναι αρκετά καλές για να μην υπάρχει λόγος απεργίας. Στην ελλάδα τέτοια παραδείγματα ήταν η δεη, οι τράπεζες, ο οτε, οι εταιρίες κινητής, τα ελπε, ο οπαπ και γενικά οποιαδήποτε επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να μετακυλήσει το κόστος στον τελικό καταναλωτή χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Ποιό είναι το πρόβλημα? Πως σε αυτές τις δύο περιπτώσεις πιθανών επιτυχημένων απεργιών που περιέγραψα, η δεύτερη δεν είναι ακριβώς η πιο κοινωνικά ωφέλιμη. Στην ουσία οι εργαζόμενοι τέτοιων επιχειρήσεων λειτουργούν αντι-κοινωνικά. Προτιμούν την προσωπική τους ή κλαδική τους ευημερία, από την ευημερία του συνόλου, κάτι που κατά καιρούς έχει δημιουργήσει πολύ κακό όνομα στις απεργίες. Ο ΟΤΕ, και ο ΟΛΠ είναι μερικά από τα παραδείγματα που μπορεί κάποιος να φέρει από δημόσιες επιχειρήσεις, τα οποία πλαισιώνονται από μπόλικες άλλες απεργίες κλαδικού ενδιαφέροντος. Ταυτόχρονα μας δείχνει λίγο και τα όρια της απεργίας ως εργαλείο ανισοτήτων. Από τη φύση του εργαλείου, αυτοί με τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας είναι οι ίδιοι που έχουν τη μικρότερη ανάγκη να απεργήσουν.
Το παράδειγμα της χαλυβουργίας.
Ας δούμε λοιπόν και το παράδειγμα της χαλυβουργίας πως τοποθετείται στρατηγικά. Η απεργία στη χαλυβουργία ξεκίνησε όταν η επιχείρηση πρότεινε λιγότερη εργασία (και φυσικά λιγότερες αμοιβές) στους εργαζόμενους. Άρα σε μια περίοδο ύφεσης και πτώσης της ζήτησης, η διοίκηση θέλει να περικόψει το εργατικό κόστος, αποδεχόμενη και την πτώση της παραγωγικής ικανότητας του εργοστασίου. Φυσικά θέλει να το κάνει με τον δικό της τρόπο που είναι εξαιρετικά βολικός για εκείνη. Προτιμά να τους βάλει όλους να εργάζονται λιγότερο για λιγότερα, όχι γιατί η ίδια αγαπά τους εργαζόμενούς της, αλλά διότι θέλει να έχει ελαστικότητα στην παραγωγική της ισχύ. Ας το εξηγήσουμε λίγο αυτό.
Κάτι που έμαθαν γρήγορα οι καπιταλιστές σε αυτό το παιχνίδι της μονόπολης είναι πως η ζήτηση δεν είναι σταθερή. Άλλες φορές ζητάνε 50 και άλλες 80. Η κάλυψη αυτών των επιπλέον μονάδων γίνεται με διάφορους τρόπους. Ή διαθέτεις επιπλέον προσωπικό που απλά κάθεται όταν δεν υπάρχει τόση ζήτηση (πολύ ακριβό), ή βάζεις τους υπάρχοντες να δουλέψουν υπερωρία με μερικές φριλάντζες, δηλαδή ελεύθερους επαγγελματίες ή μπλοκάκια όπως λέγαμε (ακριβό). Τι θα γινόταν όμως αν τους έβαζες όλους να δουλέψουν 5ωρες την ημέρα για να καλύψεις την παραγωγή σου? Αν κάποιο μήνα οι παραγγελίες αυξάνονταν, δεν θα χρειαζόταν ούτε να πάρεις φριλάτζες, ούτε να πληρώσεις υπερωρίες. Απλά θα έλεγες στους υπαλλήλους να δουλέψουν το κανονικό 8ωρο. Τέλειο?
Κάπως έτσι σκέφτηκε και η διοίκηση της χαλυβουργίας. Μόνο που στους εργαζόμενους δεν άρεσε, διότι δεν είναι πως έπαιρναν απο 2500 ο καθένας για να πουν οκ θα τα βγάλουμε και με 1800. Και για να απαντήσουν αποφάσισαν να κάνουν απεργία, δηλαδή να διακόψουν εντελώς την παραγωγή. Ήδη βλέπετε πως τα πράγματα είναι λίγο προβληματικά, διότι οι εργαζόμενοι προσπαθούν να τιμωρήσουν την διοίκηση με την ίδια πρόταση που η διοίκηση κάνει. Δηλαδή τη μείωση της παραγωγής. Για να είμαστε ειλικρινείς λοιπόν μέχρι ενός σημείου, αυτή η άρνηση της παραγωγής ήταν ένα μικρό δωράκι για την επιχείρηση που προσπαθούσε να μειώσει το κόστος παραγωγής σε μια περίοδο μειωμένης ζήτησης. Διότι σε περίοδους ύφεσης υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που προτιμούν να λειτουργούν και με μικρή χασούρα προκειμένου να κρατήσουν την παραγωγική τους δυνατότητα, ελπίζοντας πως κατά την ανάκαμψη θα έχουν λιγότερους ανταγωνιστές και θα κερδίσουν από τα αυξημένα περιθώρια κέρδους.
Και το πόσο δωράκι ήταν για την επιχείρηση φάνηκε από το γεγονός πως κανείς δεν έδειξε να ιδρώνει το αυτί του ιδιαίτερα. Οι εργαζόμενοι κράτησαν την αναπνοή τους, αλλά η διοίκηση πιθανότατα ένιωθε πως είχε μεγαλύτερη αναπνοή. Πόσο μάλλον όταν η διοίκηση μπορούσε να συνεχίσει να παίρνει ανάσες από τον άλλο πνεύμονα, δηλαδή το εργοστάσιο της χαλυβουργίας του βόλου που συνέχισε να λειτουργεί κανονικά.
Εδώ είναι που τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται τραγικά. Διότι η απεργία στη χαλυβουργία του ασπροπύργου έχει ήδη προβλήματα να είναι αποτελεσματική όσο η ζήτηση των προϊόντων που παράγει είναι ανεμική, αλλά γίνεται εντελώς αδιάφορη, όταν υπάρχει ένα άλλο εργοστάσιο για να καλύψει την ζήτηση αυτή. Με λίγα λόγια έχεις δύο εργοστάσια με παραγωγική δυνατότητα 150+100=250. Λόγω της ύφεσης η ζήτηση βρίσκεται στο 150 οπότε η διοίκηση προσπαθεί να μειώσει το κόστος παραγωγής. Οι εργαζόμενοι του πρώτου εργοστασίου αντιδρούν και το κλείνουν, ενώ του δεύτερου όχι. Η διοίκηση λοιπόν αποφασίζει να αφήσει τους σκληρούς να κλείσουν το “καλό” εργοστάσιο και να τα βρει με τους άλλους. Έτσι στην ουσία μεγάλο μέρος της παραγωγής ικανοποιείται από το δεύτερο εργοστάσιο, με αποτέλεσμα να αφήσει τους απεργούς να περιμένουν μέχρι να σκάσουν. Πράγμα και που έγινε.
Εδώ λοιπόν δημιουργούνται διάφορες αφηγήσεις. Σίγουρα ο κακός της παρέας είναι ο αφεντικός και δεν έχω καμία διάθεση να τον υπερασπιστώ. Δεν μοιράστηκε την υπεραξία τις καλές ημέρες, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τους εργαζόμενους να μοιραστούν τα κεσάτια των κακών ημερών. Υπάρχει όμως κι άλλος ένας κακός της παρέας, κι αυτός είναι οι εργαζόμενοι του εργοστασίου του βόλου, που στην ουσία κάνουν την απεργία εντελώς αδιάφορη.
Γιατί αυτοί δεν απέργησαν? Υπάρχουν πολλοί λόγοι και δεν είναι όλοι εναντίων των εργαζομένων του δεύτερου εργοστασίου. Σε αντίθεση με την εργατίστικη φαντασίωση του καλού και του κακού με τη μορφή του καλού ακτήμονα προλετάριου και του κακού καπιταλιστή, στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες καταστάσεις. Που η διοίκηση συνήθως βλέπει πολύ καλά, αλλά οι απεργιακές δυνάμεις σχεδόν αρνούνται να δουν, λες και αν αρνηθείς να τις δεις θα πάψουν να υπάρχουν. Πχ από αυτά που έχω διαβάσει, το εργοστάσιο του ασπροπύργου είναι πιο καλά εξοπλισμένο. Αυτό σημαίνει πως αν η μείωση της ζήτησης συνεχιζόταν σε βαθμό που θα έκλεινε το ένα εργοστάσιο, το λογικό θα ήταν να έκλεινε αυτό του βόλου. Κάτι που κάνει τους εργαζόμενους εκεί να βρίσκονται σε πιο επισφαλή θέση.
Ένας από τους στόχους μιας πετυχημένης απεργίας είναι να απειλήσεις τον καπιταλιστή πως θα χάσει τους πελάτες του, οι παραγγελίες των οποίων δεν θα ικανοποιηθούν. Σε περιόδους ανάπτυξης, χαμένοι πελάτες είναι χαμένα επιπλέον κέρδη, αλλά σε περιόδους ύφεσης, όπου υπάρχει μεγάλη περίσσια παραγωγικής ισχύος, οι χαμένοι πελάτες είναι πιο πολύτιμοι. Και αυτό οι εργαζόμενοι του βόλου σίγουρα το γνώριζαν.
Υπάρχουν δεκάδες άλλοι λόγοι που οι εργαζόμενοι του βόλου μπορεί να μην ήθελαν να πάρουν μέρος στην απεργία. Ανέφερα τον παραπάνω για να δείξω πως είναι τουλάχιστον αστείο μεταμοντέρνοι άνθρωποι να μιλάμε με μανιχαιστικούς όρους του πρώτου αιώνα π.χ.
Το βασικό συμπέρασμα από την όλη στρατηγική ανάλυση που κάνουμε είναι ότι
α) η απεργία είναι προβληματικός τρόπος αντίδρασης σε περιόδους ύφεσης, και
β) η μερική απεργία τους ενός εργοστασίου κάνει την όλη προσπάθεια πρακτικά αδιάφορη, χωρίς την καλή προαίρεση της εργοδοσίας.
Άρα ένας ψύχραιμος απεργιολόγος από αυτούς που το ΚΚΕ σίγουρα διαθέτει, ήξερε από την αρχή πως τα πράγματα χωρίς το εργοστάσιο του βόλου είναι πρακτικά σκατά. Η απάντηση που έχω πάρει σε αυτή μου την παρατήρηση είναι σχεδόν μεταφυσική. Η θέση μου ήταν πως δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσεις μια απεργία που θα χάσεις κατά κράτος και όσο το εργοστάσιο στο βόλο δούλευε κανονικά, η ήττα ήταν εγγυημένη. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως η ήττα ήταν πολύ πιθανή ακόμα κι αν απεργούσαν και τα δύο εργοστάσια, αλλά αυτό είναι μια θεωρητική συζήτηση.
Η επίκληση του φαντασιακού
Η μεταφυσική απάντηση λοιπόν προσέβλεπε στο φαντασιακό. Έλεγαν πως η απεργία έπρεπε να ξεκινήσει από τον ασπρόπυργο και μετά να πείθονταν και οι εργαζόμενοι του βόλου να απεργήσουν κι αυτοί για συμπαράσταση. I am a card carrying member της σημασίας των φαντασιώσεων που λένε και στο χωριό μου. Και δεν πρόκειται να το αρνηθώ για να αναπτύξω το επιχείρημά μου. Επιπλέον θεωρώ πως ο βολονταρισμός (που συνοψίζεται στην πόπ κουλτούρα από το κοελικό σύμπαν που συνωμοτεί υπέρ σου, αν κάτι το θέλεις πολύ) είναι μια κατάσταση που μπορεί να υπάρξει, το βλέπουμε συνεχώς γύρω μας. Όμως δεν μπορώ να περάσω στην αντίπερα φιλοσοφική όχθη και να γίνω ένας καθαρός ιδεαλιστής. Πόσο μάλλον όταν αυτοί που μου προέταξαν το επιχείρημα αυτοπροσδιορίζονται ως σκληροί υλιστές
Από τη στιγμή που ξεκίνησε η απεργία στο ασπρόπυργο, ήταν δεδομένο πως οι υλικές διαφορές θα πήγαιναν όλο και περισσότερο υπέρ της μη έναρξης της απεργίας στο βόλο. Τόσο διότι οι παραγγελίες του ασπροπύργου που ακυρώνονταν, θα εκπληρώνονταν στον βόλο, όσο και γιατί η διοίκηση θα προσπαθούσε να κρατήσει μια πιο φιλική στάση στους εργαζόμενους που συνέχιζαν να εργάζονται. Έτσι λοιπόν σαν άλλος ρωμαίος εκατόνταρχος, η διοίκηση θα έβγαζε λουλουδάκια την ώρα που μιλούσε στον βόλο, την ίδια στιγμή που θα το έπαιζε σκληρή και θα έβγαζε σβάστιγκες στον ασπρόπυργο.
Όσες λοιπόν κι αν ήταν οι φαντασιακές θέσεις των εργαζομένων που τους ένωναν, από τη στιγμή που δεν κατάφεραν να πείσουν τους εργαζόμενους στο βόλο στην αρχή της απεργίας, ήταν πολύ πιο δύσκολο να το καταφέρουν στη συνέχεια, καθώς οι υλικές συνθήκες θα μεγάλωναν το υλικό χάσμα μεταξύ τους.
Υπάρχει και μια άλλη βολονταριστική αφήγηση όπου δημιουργούσε συνθήκες νίκης στη σχεδόν σίγουρη ήττα των απεργών χαλυβούργων. Πώς η απεργία τους θα κέρδιζε την υποστήριξη της κοινωνίας σε τέτοιο βαθμό, όπου θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να βάλει χέρι στη διοίκηση, γνωρίζοντας πως ο καπιταλισμός στην ελλάδα είναι τόσο κρατικοδίαιτος που δύσκολα η διοίκηση θα μπορούσε να το παίξει σκληρή με το κράτος να ζητάει μια λύση (ειδικά όταν θα μπορούσε να πείσει το κράτος να χρηματοδοτήσει αυτή τη λύση). Και είναι βολονταριστική διότι δεν έχουμε τέτοια δείγματα αλληλεγγύης στην ελληνική κοινωνία. Από τη μία διότι το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων έχει να δει εργοστάσιο από την εποχή που πήγε με το σχολείο επίσκεψη στην tasty και άρα δεν είναι τόσο εύκολο να ταυτιστεί μαζί τους. Από την άλλη ο κατακερματισμός της ίδιας της κοινωνίας απέναντι σε τέτοιες απεργίες είναι μεγάλος. Οι απεργίες δεν είναι πια απαραίτητα κάτι φαντασιακά καλό. Και σε αυτή την κακή άποψη, έχουν συμβάλει τόσο τα μμε και η κυρίαρχη νεο-φιλελεύθερη φαντασίωση που καραμελιάζουν συνεχώς, όσο και αρκετές απεργίες σε διάφορες μεγάλες επιχειρήσεις του δημοσίου και όχι μόνο, όπου προσέβλεπαν σχεδόν αποκλειστικά σε οφέλη προς τους εργαζόμενους και όχι προς το σύνολο της κοινωνίας. Πολλές φορές μάλιστα λειτουργούσαν ανταγωνιστικά προς την κοινωνία, όπως η γνωστή ιστορία με τον οτε όταν μετοχοποιήθηκε, όπου οι παλιοί εργαζόμενοι φρόντισα να εξασφαλίσουν θηριώδη εφάπαξ που πληρώσαμε όλοι οι υπόλοιποι ως υψηλότερες τιμές στις κλήσεις ( υψηλές τιμές που φυσικά βόλευαν και τους φρέσκους ανταγωνιστές του οτε να παίρνουν κεφάλαιο από τον γνωστό μαλάκα).
Υπάρχουν δεκάδες τέτοια παραδείγματα κακού συνδικαλισμού, είτε αφορούν την αδεδυ που ποτέ δεν συνέδεσε τις τύχες της με την κοινωνία αλλά με το πολιτικό προσωπικό με το οποιο συνδιαλεγόταν, είτε αφορούν πιο μικρούς κλάδους τύπου γιατρών, τεετζηδων, φαρμακοποιών και λοιπών ευγενών κατηγοριών. Δεν έχει νόημα να τα αναφέρουμε όλα εδώ, στην ουσία πρόκειται για όλο το πασοκικό σύστημα του κατακερματισμένου κοινωνικού συμβολαίου που ζούμε τόσες δεκαετίες.
Νομίζω όμως καταλαβαίνετε πολύ καλά τι εννοώ πως η έννοια της απεργίας δεν έχει σε όλη την κοινωνία τα θετικά αντανακλαστικά που οι οπαδοί της λύσης “απομηχανής θεός” προτείνουν. Το γιατί συνέχιζαν να πιστεύουν σ’ ένα θαύμα είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Οι πιο αθώοι το πίστευαν γιατί ήθελαν μια νίκη τη στιγμή που όλα τασκιαζε η φοβέρα. Οι λιγότερο αθώοι τύπου κκε, το ήθελαν διότι αυτό ικανοποιούσε τη γκρουπούσκουλη φαντασίωσή τους περί αγώνων, και ταυτόχρονα θα αποτελούσε άλλοθι για την μακάρια αδράνειά τους στο επίπεδο της πολιτικής τους στρατηγικής. Τα δεκεμβριάκια ήταν προβοκάτορες, οι αγανακτισμένοι είναι πρόβατα που θα πρέπει να μαντρώσουμε, αλλά μη μας κατηγορείτε πως δεν κάνουμε τίποτα. Εμείς κάναμε τον αγώνα στη χαλυβουργία και τους ναυτεργάτες. Οπότε κερδίζουμε το προσκοπικό σηματάκι, κι ας κλάψουμε μετά για τους μάρτυρες που θα τον πιούνε. Όκ ξέρω ότι είμαι πικρόχολος με το κκε, αλλά ποτέ δεν έδειξε να μετανιώνει για τον στρατηγικά ηλίθιο κυνισμό του, τον οποίο υπερασπίζεται από τον ισπανικό εμφύλιο μέχρι σήμερα. Και με τους αμοραλιστές η δική μου φαντασιακή αριστερά δεν θέλει να έχει καμία σχέση, πόσο μάλλον με τους ηλίθιους του είδους.
Η μεγάλη ήττα
Ελπίζω να έχουμε καταλάβει πως η απεργία στη χαλυβουργία ήταν μια πολύ μεγάλη ήττα. Η απεργία ξεκίνησε διότι η εργοδοσία ήθελε να μειώσει τις ώρες εργασίας και το εργατικό κόστος, η εργοδοσία διπλασίασε το στοίχημα απολύοντας ακόμα περισσότερους και τώρα η απεργία τέλειωσε με την εργοδοσία να έχει κερδίσει περισσότερα απ’ όσα ζητούσε πριν η απεργία ξεκινήσει. Ταυτόχρονα η διοίκηση ικανοποίησε και το φαντασιακό κομμάτι της (το οποίο συχνά αρνούμαστε στους κακούς), σπάζοντας με τσαμπουκά μια απεργία των μισητών εργαζομένων που θέλουν να μας πάρουν τα κέρδη. Είμαι σίγουρος πως αυτή τη στιγμή ο μάνεσης στο εκάλη τένις κλαμπ θα δέχεται συγχαρητήρια και φθονερά βλέμματα ζήλιας από τους υπόλοιπους.
Αν θα έπρεπε να φτιάξουμε μια περιγραφή μεγάλης ήττας στις απεργίες, η χαλυβουργία λαμβάνει μέρος με πολύ καλές πιθανότητες.
Έτσι όπως μας τα λες ρε τέκι, οι απεργοί θα έπρεπε να κάνουν μοκοκίτο που ο σκατιάρης μάνεσης ήθελε να τους ρουφήξει το αίμα. Προσωπικά είμαι της σουτζούδικης λογικής που λέει ότι αν είναι να χάσω μια μάχη, προτιμώ να μην τη δώσω. Αλλά εγώ είμαι μια κότα. Οπότε αν έρχονταν οι εργαζόμενοι της χαλυβουργίας τον γενάρη και με ρώταγαν, θα τους ξεδίπλωνα τον τραχανά αλλά θα σεβόμουν την άποψή τους -διότι στο κάτω κάτω της γραφής- ο δικός τους κώλος παιζόταν. Κι αυτή η προβληματικότητα του εργαλείου που λέγεται απεργία και οι μικρές στρατηγικές δυνατότητες επιτυχίας της, είναι που με κάνουν να το βλέπω χωρίς ιδιαίτερη ζέση.
Παράδειγμα 2ο: Οι ισπανοί μινέρος και οι βρετανοί συναδελφοί τους από το παρελθόν.
Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα απεργίας με τεράστιο στρατηγικό μειονέκτημα. Η εξόρυξη άνθρακα, λόγω της μείωσης της χρήσης άνθρακα στην ευρώπη, είναι μια δραστηριότητα που πρέπει να επιδοτείται για να μπορεί να συντηρεί ένα λογικό δυτικό επίπεδο διαβίωσης των ανθρακωρύχων. Γιαυτό και η θάτσερ επέλεξε αυτόν τον τομέα για να επιτεθεί. Διότι ήξερε πως είχε το στρατηγικό πλεονέκτημα και θα μπορούσε να κρατήσει την αναπνοή της όσο ήθελε. Το ίδιο συμβαίνει και στην ισπανία. Από τη στιγμή που το κράτος σε επιδοτεί, you are her bitch nigga, για να το θέσω σε άπταιστα γκέτο αθηνέζικα. Κάθε μέρα που περνά κι εσύ απεργείς, εσύ δυσκολεύεις τη ζωή σου και το κράτος κερδίζει από τη διαδικασία, διότι επιδοτεί όλο και λιγότερο κάρβουνο. Άρα μπορεί να περιμένει με την ησυχία του μέχρι εσύ να χάσεις την ψυχραιμία σου ή μέχρι να λυγίσεις. Και μετά θα σε πατήσει για να μπορέσει να θριαμβολογήσει για την υπέρτατη νίκη του και να δώσει το παράδειγμα στους υπόλοιπους.
Στην πραγματικότητα, όπως και με τους αγρότες, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όσο το κράτος σε επιδοτεί. Μπορείς να διαπραγματευτείς απειλώντας με το πολιτικό κόστος που η πράξη αυτή θα έχει, μπορείς να διαπραγματευτείς για τη σημασία που έχει να έχεις δικό σου κάρβουνο αντί να εισάγεις πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, αλλά εκεί βρίσκεσαι ήδη σε επικοινωνιακά μειονεκτική θέση, πριν ακόμα ξεκινήσει η μάχη. Οι ισπανοί μινέρος θα μπορούσαν να στριμώξουν το κράτος, αν μπορούσαν να συνεχίζουν να δουλεύουν και να πουλάνε μόνοι τους την παραγωγή σε κάποιο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος σε τιμή που θα μπορούσε το εργοστάσιο να λειτουργήσει χωρίς χασούρα. Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο με τα επιδοτούμενα προϊόντα και γιαυτό η επιδότηση -είτε ενός προϊόντος, είτε της ανεργίας όπως λέγαμε στο προηγούμενο επεισόδιο- είναι από τη φύση της μία παραδοχή ανισότητας και πατρωνίας. Εσύ αποδέχεσαι πως είσαι λιγότερο ελεύθερος, κι εγώ θα σε κρατήσω χορτάτο.
Το απεργιακό εργαλείο
Η αλήθεια είναι πως δεν συμπαθώ πολύ τις απεργίες. Ίσως αν ζούσα στην κίνα να τις συμπαθούσα περισσότερο (αν δεν ήμουν σε καμιά φυλακή επειδή τις συμπαθούσα). Επειδή όμως ζω στη δύση, έναν βασικό εργαλειακό λόγο προσπάθησα να τον εξηγήσω στο πρώτο κομμάτι. Ένας πιο υπόγειος λόγος, έχει να κάνει με τις αντι-ιεραρχικές μου νευρώσεις. Η απεργία από τον ορισμό της δέχεται πως σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι και πως οι δεύτεροι απλώνουν το χεράκι ή κρατάνε την αναπνοή τους μέχρι να τους λυπηθούν.
Το 19ο αιώνα συνέχιζε να ήταν ένα δύσκολο εργαλείο, αλλά την εποχή εκείνη οι φτωχοί εργαζόμενοι δεν είχαν και πολλές δυνατότητες να αντιδράσουν. Σχεδόν σε όλη την ευρώπη δεν διέθεταν δικαίωμα ψήφου, για να μη μιλήσουμε για γνώσεις ή για υλικά αγαθά. Οι περισσότεροι μάλιστα είχαν δοκιμάσει τη μεγάλη ήττα της άνοιξης των λαών του 1848. Οι άγγλοι δεν τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι διότι ήξεραν πως μετά την επικράτηση των φιλελεύθερων το 1832, οι ρεπουμπλικάνοι (δηλαδή οι δημοκράτες) χωρίστηκαν και οι έχοντες περιούσια προτίμησαν να συμμαχήσουν με το παλιό καθεστός παρά με τους φτωχούς που τους φοβούνταν περισσότερο. Οι γάλλοι προς στιγμή νόμισαν πως κέρδισαν, για να τους πάρουν αμέσως τα σώβρακα με μια αντίστοιχη με την αγγλική συμμαχία που έφερε τον ναπολέοντα light στην εξουσία. Και οι γερμανοί, αυτοί έφαγαν χώμα και σπαθί και αποφάσισαν να εσωτερικεύσουν την ήττα και να καλυτερεύσουν την κατάστασή τους πριν ξαναδοκιμάσουν να συγκρουστούν. Είτε φεύγοντας για τις δημοκρατικές ΗΠΑ και το freeforall που υπήρχε ακόμα εκεί για όλους τους λευκούς, είτε μένοντας και προωθώντας τη θέση τους στο εσωτερικό παιχνίδι.
Γιαυτό πιστεύω πως και ο μαρξούκος έβαλε ταυγά του στο καλάθι της επανάληψης της παρισινής κομούνας. Γιατί όλες οι άλλες προοπτικές ήταν πρακτικά αδύνατες στο δικό του προσδόκιμο.
Όμως σήμερα οι άνθρωποι δεν βρισκόμαστε στο 19ο αιώνα. Έχουμε πολιτικά δικαιώματα, έχουμε τη δύναμη της ψήφου όσο κι αν κάποιοι από εμάς τη φτύνουν διότι δεν τους αρέσουν τα αποτελέσματα της κάλπης, έχουμε υλικά αγαθά και γνώσεις που δεν υπήρχαν ούτε στις φαντασιώσεις των ανθρώπων του 19ου αιώνα και προσπάθησα να δείξω στα πρώτα μέρη της τεχνικής. Και σίγουρα -πλην ελαχίστων φετιχιάρηδων- δεν έχουμε τη φαντασίωση της δικτατορίας του προλεταριάτου, γιατί είχαμε την εμπειρία του. Και παρόλαυτά, στη σύγκρουσή μας με τους εργοδότες συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν δουλοπάροικοι. Είτε κάνοντας συγκεντρώσεις και ζητώντας από τον καλό βασιλιά να παρέμβει (ο πρόεδρος φώτης είμαι σίγουρος πως λερώνει το κρεβάτι του με αυτή τη φαντασίωση του πεφωτισμένου), είτε κρατώντας την αναπνοή μας περιμένοντας πως ο βασιλιάς θα μας λυπηθεί ή θα αποφασίσει πως χωρίς υπηκόους για μερικές μέρες δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει.
Οκ ρε ξερόλα τέκι, μας έχεις σπάσει τα ούμπαλα με τη γκρίνια σου, εσύ τι θα ήθελες να κάνουν οι χαλυβούργοι και οι υπόλοιποι που τον πίνουν?
Η ειλικρινής μου απάντηση είναι πως δεν ξέρω ακριβώς. Σίγουρα ξέρω τι δεν πρέπει να κάνουν. Κι αυτό είναι ότι δεν πρέπει να νιώθουν ηττημένοι και απεργίες τύπου χαλυβουργίας σίγουρα δεν βοηθάνε στο να σου αναπτερώσουν το ηθικό, για να μη μιλήσω για το υλικό της υπόθεσης. Για κάποιους εργαζόμενους μπορεί να μην υπάρχει λύση στο υπάρχον πλαίσιο. Και δεν εννοώ σε αυτόν τον κόσμο, ή στον καπιταλισμό, αλλά σε αυτό που κάνουν τώρα. Μπορεί για τη χαλυβουργία να μην υπάρχει λύση αυτή τη στιγμή. Ο μάνεσης και ο κάθε μάνεσης έχει όλα τα χαρτιά στα χέρια του. Κι αυτό που έχω μάθει να κάνω όταν δεν με βολεύουν οι κανόνες του παιχνιδιού, είναι να προσπαθώ να τους αλλάζω. Ή να αλλάζω παιχνίδι. Αν το αφεντικό δια νόμου μπορεί να γαμήσει και να δείρει, τότε θα επιδιώξω να μην έχω αφεντικό. Μακάρι να είχα την κυβέρνηση και να του έστελνα τον σδοε αν δεν μοιραζόταν την υπεραξία του για να τον πείσω να την μοιραστεί με τα μέσα κρατικής πειθούς που χρησιμοποιούν και στους κοινούς θνητούς. Αλλά δεν το έχω και για να είμαι ειλικρινής θα ήθελα τα μέσα κρατικής πειθούς μόνο για λίγο, διότι η βασική μου προσπάθεια θα ήταν, να αλλάξω τους όρους του παιχνιδιού, έτσι ώστε η ίδια η “αγορά” να λειτουργεί υπέρ μου.
Διότι ξέρετε κάτι? Είμαι τεμπέλης και όση λιγότερη προσπάθεια βάζω, τόσο το καλύτερο. Γιαυτό και έλεγα πέρσι τον ιούνη πως δεν θέλω να βάλω ενοικιοστάσιο και να τρέχω να κυνηγάω τον κάθε ιδιοκτήτη. Θέλω να βάλω την αγορά να κάνει τον ιδιοκτήτη να παρακαλάει να νοικιάσει το σπίτι για 200ευρώ. Και σε αυτό το παιχνίδι πιστέψτε με είμαι φοβιστικά καλός και νομίζω έχω δείξει ουκ ολίγες φορές πόσο απλό είναι να αλλάξεις τις αμοιβές των παικτών, έτσι ώστε το παιχνίδι να αλλάξει υπερ σου
Οπότε για εμένα η λύση βρίσκεται σ’ ένα ελαφρά αδιάφορο κράτος που θα έχει θέσει τα όρια για τη δημιουργία μεγαλύτερης ισότητας κι όχι για τη δημιουργία μεγαλύτερης ανισότητας. Αλλά επειδή δεν εμπιστεύομαι τις ιεραρχικές συγκεντρωτικές δομές του κράτους, θα ήθελα αυτή η αλλαγή να συμβεί ταυτόχρονα και από τα κάτω, διότι όταν ψάξετε τι ακριβώς σας χωρίζει από τους εργοδότες σας, θα δείτε πως τις περισσότερες φορές σας χωρίζουν ελάχιστα πράγματα. Ίσως η ηλικία (είναι στο παιχνίδι περισσότερα χρόνια από εσάς, άρα έχουν πιάσει τα γιοφύρια). Ίσως οι γνώσεις, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που δεν μάθατε δουλεύοντας αποδοτικά για την επιχείρηση ή που δεν μπορείτε να μάθετε ακόμα κι από το ίντερνετ. Ίσως το επιχειρηματικό πνεύμα γιατί δεν γουστάρουν όλοι οι άνθρωποι το ρίσκο που συνεπάγεται, αλλά αυτό έχει έρθει υπέρ μας τα τελευταία 20 χρόνια καθώς ανάγκασαν πολλούς από εμάς να γίνουμε ελεύθεροι επαγγελματίες. Σε όλη τη λίστα από τα προτερήματα του εργοδότη σας, θα δείτε πως η σημασία του κεφαλαίου βρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Τι να κάνουμε που η ελλάδα δεν είναι γεμάτη χαλυβουργίες όπου χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου και όπου ο εργοδότης απέκτησε, είτε γιατί έκανε παρέα με τους σωστούς πολιτικούς, είτε γιατί ο μπαμπάς του ήταν μεγαλομαυραγορίτης στην κατοχή, είτε γιατί η μαμά του παντρεύτηκε τον μεγαλομαυραγορίτη. Μπορεί λοιπόν το μειονέκτημα των χαλυβούργων (που δεν μπορούν να χέσουν τον μάνεση και να του φάνε τη δουλειά), να είναι πλεονέκτημα εμάς των υπολοίπων που μπορεί και να μπορούμε να το κάνουμε.
Και τότε ρε τέκι, τι θα κάνουμε, θα φτιάξουμε τα νέα τζάκια του πασόκ? Όχι γιατί υπάρχουν τρόποι να το κάνουμε αποδομώντας τη δομή και της σχέσης της παραδοσιακής επιχείρησης που έλκει την καταγωγή της, τόσο από την στρατιωτική ιεραρχία, όσο και από τη ρωμαϊκό αρχέτυπο της πατρωνικής οικογένειας με τον πατερ φαμίλια και τους πελάτες του.
Δεν είναι τρελό άλλωστε το να ονομάζουμε απιστία το να κλέβεις λεφτά από την επιχείρηση λες και πηδήχτηκες με τον γκόμενο του συνέταιρου?
Αναδημοσίευση: Techie Chan
Στη προαιώνια διαμάχη μεταξύ ξερόλα και σταλεγάκια, έχω ταχθεί στο στρατόπεδο του πρώτου, οπότε δεν πρόκειται να κουνήσω το δακτυλάκι μου σε κανένα. Όμως μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον να ασχοληθώ με την έννοια της απεργίας, διότι νομίζω πως εκφράζει έναν τρόπο σκέψης και δράσης που για τα σημερινά δεδομένα είναι αρκετά προβληματικός, περιοριστικός και ξεπερασμένος. Πριν λοιπόν βγάλετε το τόμαχοκ του πολέμου, διαβάστε παρακαλώ προσεκτικά.
Η απεργία, ή η τέχνη του να κρατάς την ανάσα σου
Η απεργία αν το σκεφτούμε λίγο, αποτελεί ένα πολύ περίεργο φρούτο. Και με πολύ συγκεκριμένο φαντασιακό περιεχόμενο. Η άρνηση της εργασίας από τον εργαζόμενο είναι λίγο το αντίστοιχο του γιου του ισπανού φύλαρχου στον αστερίξ που απειλεί να κρατήσει την αναπνοή του μέχρι να σκάσει. Παρόλαυτά αποτελεί έναν πολύ δημοφιλή τρόπο αντίστασης. Ας τον δούμε λοιπόν λίγο πιο αναλυτικά.
Με την απεργία, ο εργαζόμενος αρνείται τον καρπό της παραγωγικής του δραστηριότητας. Γιατί αυτό αποτελεί απειλή? Διότι ο κάτοχος κεφαλαίου και ιδιοκτήτης της παραγωγικής μονάδας κερδίζει από την παραγωγική δραστηριότητα των εργαζομένων με την πολυτραγουδισμένη υπεραξία. Ο μαρξούκος εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα μας εξήγησε πως αν εσείς με το να εργάζεστε παράγετε 5 ενώ πληρώνεστε για 2, το 3 που απομένει είναι η υπεραξία που καρπώνεται ο ιδιοκτήτης και διάφοροι άλλοι στην επιχείρηση με παχυλές αμοιβές.
Ήδη με αυτή την περιγραφή έχω ξεφύγει από την κλασική μαρξιανή ανάλυση, διότι στο 19ο αιώνα, ο ιδιοκτήτης/κάτοχος κεφαλαίου και ο μάνατζερ είχαν την τάση ή να ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο, ή να βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Σήμερα αυτά είναι συνήθως πολύ μακριά, πράγμα που δημιουργεί διάφορα προβλήματα (αλλά και ευκαιρίες) που πολλές φορές έχουμε αναφέρει.
Πίσω στην απεργία όμως. Με το να αρνείσαι την εργασία σου, αρνείσαι και την υπεραξία στον καπιταλιστή. Ταυτόχρονα όμως, στα πλαίσια που κι εσύ ζεις από αυτή την εργασία δημιουργείται αμέσως ένα πρόβλημα. Με το να αρνείσαι την εργασία, έχει σημασία να υπολογίσεις ποιος έχει τη μεγαλύτερη ανάσα. Εσύ ή ο καπιταλιστής?
Σε αυτή τη διελκυστίνδα θα πρέπει να δούμε τα όπλα του καθενός. Τι χάνει ο ιδιοκτήτης και τι χάνουν οι εργαζόμενοι. Πόσες αντοχές έχει ο ένας και πόσες ο άλλος. Η τέλεια απεργία είναι η απεργία εκείνη στην οποία οι εργαζόμενοι δουλεύουν από χόμπι. Με το να αρνηθούν την πληρωμή τους, μπορεί να χάνουν το iphone, αλλά κατά τ’άλλα σκασίλα τους. Ανάποδα η άλλη τέλεια απεργία είναι εκείνη όπου ο καπιταλιστής δεν αντέχει να χάσει ούτε μια μέρα όπου η επιχείρησή του δεν θα λειτουργεί.
Στα παλιά χρόνια της μεγάλης καπιταλιστικής χαράς και ανάπτυξης, το σταμάτημα της παραγωγής μιας επιχείρησης είχε μεγαλύτερη σημασία. Γιατί? Διότι η παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας είναι μικρότερη της ζήτησης. Κάθε μήνα φτιάχνονται λιγότερα iphone απ’ όσα ζητούνται, κι αυτό είναι κάτι που ανεβάζει τις τιμές των iphone, τα κέρδη και την ανάγκη να παρχθούν νέα iphone.
Σε αυτό το περιβάλλον, κάθε μέρα που περνάει με την επιχείρηση κλειστή, ο καπιταλιστής χάνει τόσο τα επιπλέον κέρδη, όσο και την ευκαιρία να πάρει μέρος στο πάρτι. Και όταν δεν παίρνει μέρος στο πάρτι, αυτό σημαίνει πως οι άλλοι που παράγουν iphone θα πουλήσουν περισσότερα με αποτέλεσμα να αποκτήσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εναντίον του. Με λίγα λόγια είναι ένα περιβάλλον όπου μια απεργία μπορεί να δουλέψει. Και αυτό είναι ένα περιβάλλον που η απεργία αποτελεί μεγάλη απειλή.
Μία άλλη περίπτωση όπου μια απεργία μπορεί να δουλέψει, είναι η περίπτωση μιας επιχείρησης με μονοπωλιακό παραγωγικό αντικείμενο. Αν η απεργία στα ΕΛΠΕ δεν κράτησε πάνω από μια βδομάδα, αυτό δεν είχε να κάνει με το ότι οι εργαζόμενοι της ήταν μάγκες, αλλά με τη θέση που κατέχουν στην οικονομία. Τα ΕΛΠΕ είναι ο ντεφάκτο μονοπωλιακός προμηθευτής πετρελαίου στη χώρα και μια απεργία εκεί, είναι ικανή να παραλύσει το σύμπαν.
Ταυτόχρονα μια μονοπωλιακή επιχείρηση διαθέτει κι άλλο ένα μεγάλο πλεονέκτημα που κάνει τη στρατηγική θέση των εργαζομένων ιδιαιτέρως πλεονεκτική. Ο ιδιοκτήτης/μάντζερ μπορεί να μετακυλήσει το επιπλέον κόστος από την ικανοποίηση των αιτημάτων της απεργίας στην τιμή του μονοπωλιακού προϊόντος. Όσο η μετακύλιση αυτού του κόστους, δεν είναι δύσκολη, ο ιδιοκτήτης/μάνατζερ δεν έχει κανένα λόγο να πλακώνεται με τους υπαλλήλους του. Αλλά οι υπάλληλοι επιχειρήσεων σε μονοπωλιακά μαγαζιά δεν είναι ακριβώς οι πιο αδικημένοι του κόσμου, άρα τελικά η απεργία σε τέτοιους τομείς είναι λίγο κενό γράμμα και κοινωνικά καθόλου ωφέλιμη. Κάθε αύξηση του μέρους της υπεραξίας που καρπώνονται οι εργαζόμενοι, θα συνοδεύεται και από αύξηση της τιμής της βενζίνης που θα πληρώνουν όλοι οι υπόλοιποι. Μάλιστα είναι σχεδόν σίγουρο πως η διοίκηση θα αυξάνει την τιμή παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται για να καλύψει το κόστος των αιτημάτων των απεργών για να μη μείνει με άδεια χέρια προς τους μετόχους.
Έτσι στην ουσία σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, βλέπουμε πολύ πιο συχνά οι σχέσεις διοίκησης και εργαζομένων να είναι αρκετά καλές για να μην υπάρχει λόγος απεργίας. Στην ελλάδα τέτοια παραδείγματα ήταν η δεη, οι τράπεζες, ο οτε, οι εταιρίες κινητής, τα ελπε, ο οπαπ και γενικά οποιαδήποτε επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να μετακυλήσει το κόστος στον τελικό καταναλωτή χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Ποιό είναι το πρόβλημα? Πως σε αυτές τις δύο περιπτώσεις πιθανών επιτυχημένων απεργιών που περιέγραψα, η δεύτερη δεν είναι ακριβώς η πιο κοινωνικά ωφέλιμη. Στην ουσία οι εργαζόμενοι τέτοιων επιχειρήσεων λειτουργούν αντι-κοινωνικά. Προτιμούν την προσωπική τους ή κλαδική τους ευημερία, από την ευημερία του συνόλου, κάτι που κατά καιρούς έχει δημιουργήσει πολύ κακό όνομα στις απεργίες. Ο ΟΤΕ, και ο ΟΛΠ είναι μερικά από τα παραδείγματα που μπορεί κάποιος να φέρει από δημόσιες επιχειρήσεις, τα οποία πλαισιώνονται από μπόλικες άλλες απεργίες κλαδικού ενδιαφέροντος. Ταυτόχρονα μας δείχνει λίγο και τα όρια της απεργίας ως εργαλείο ανισοτήτων. Από τη φύση του εργαλείου, αυτοί με τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας είναι οι ίδιοι που έχουν τη μικρότερη ανάγκη να απεργήσουν.
Το παράδειγμα της χαλυβουργίας.
Ας δούμε λοιπόν και το παράδειγμα της χαλυβουργίας πως τοποθετείται στρατηγικά. Η απεργία στη χαλυβουργία ξεκίνησε όταν η επιχείρηση πρότεινε λιγότερη εργασία (και φυσικά λιγότερες αμοιβές) στους εργαζόμενους. Άρα σε μια περίοδο ύφεσης και πτώσης της ζήτησης, η διοίκηση θέλει να περικόψει το εργατικό κόστος, αποδεχόμενη και την πτώση της παραγωγικής ικανότητας του εργοστασίου. Φυσικά θέλει να το κάνει με τον δικό της τρόπο που είναι εξαιρετικά βολικός για εκείνη. Προτιμά να τους βάλει όλους να εργάζονται λιγότερο για λιγότερα, όχι γιατί η ίδια αγαπά τους εργαζόμενούς της, αλλά διότι θέλει να έχει ελαστικότητα στην παραγωγική της ισχύ. Ας το εξηγήσουμε λίγο αυτό.
Κάτι που έμαθαν γρήγορα οι καπιταλιστές σε αυτό το παιχνίδι της μονόπολης είναι πως η ζήτηση δεν είναι σταθερή. Άλλες φορές ζητάνε 50 και άλλες 80. Η κάλυψη αυτών των επιπλέον μονάδων γίνεται με διάφορους τρόπους. Ή διαθέτεις επιπλέον προσωπικό που απλά κάθεται όταν δεν υπάρχει τόση ζήτηση (πολύ ακριβό), ή βάζεις τους υπάρχοντες να δουλέψουν υπερωρία με μερικές φριλάντζες, δηλαδή ελεύθερους επαγγελματίες ή μπλοκάκια όπως λέγαμε (ακριβό). Τι θα γινόταν όμως αν τους έβαζες όλους να δουλέψουν 5ωρες την ημέρα για να καλύψεις την παραγωγή σου? Αν κάποιο μήνα οι παραγγελίες αυξάνονταν, δεν θα χρειαζόταν ούτε να πάρεις φριλάτζες, ούτε να πληρώσεις υπερωρίες. Απλά θα έλεγες στους υπαλλήλους να δουλέψουν το κανονικό 8ωρο. Τέλειο?
Κάπως έτσι σκέφτηκε και η διοίκηση της χαλυβουργίας. Μόνο που στους εργαζόμενους δεν άρεσε, διότι δεν είναι πως έπαιρναν απο 2500 ο καθένας για να πουν οκ θα τα βγάλουμε και με 1800. Και για να απαντήσουν αποφάσισαν να κάνουν απεργία, δηλαδή να διακόψουν εντελώς την παραγωγή. Ήδη βλέπετε πως τα πράγματα είναι λίγο προβληματικά, διότι οι εργαζόμενοι προσπαθούν να τιμωρήσουν την διοίκηση με την ίδια πρόταση που η διοίκηση κάνει. Δηλαδή τη μείωση της παραγωγής. Για να είμαστε ειλικρινείς λοιπόν μέχρι ενός σημείου, αυτή η άρνηση της παραγωγής ήταν ένα μικρό δωράκι για την επιχείρηση που προσπαθούσε να μειώσει το κόστος παραγωγής σε μια περίοδο μειωμένης ζήτησης. Διότι σε περίοδους ύφεσης υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που προτιμούν να λειτουργούν και με μικρή χασούρα προκειμένου να κρατήσουν την παραγωγική τους δυνατότητα, ελπίζοντας πως κατά την ανάκαμψη θα έχουν λιγότερους ανταγωνιστές και θα κερδίσουν από τα αυξημένα περιθώρια κέρδους.
Και το πόσο δωράκι ήταν για την επιχείρηση φάνηκε από το γεγονός πως κανείς δεν έδειξε να ιδρώνει το αυτί του ιδιαίτερα. Οι εργαζόμενοι κράτησαν την αναπνοή τους, αλλά η διοίκηση πιθανότατα ένιωθε πως είχε μεγαλύτερη αναπνοή. Πόσο μάλλον όταν η διοίκηση μπορούσε να συνεχίσει να παίρνει ανάσες από τον άλλο πνεύμονα, δηλαδή το εργοστάσιο της χαλυβουργίας του βόλου που συνέχισε να λειτουργεί κανονικά.
Εδώ είναι που τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται τραγικά. Διότι η απεργία στη χαλυβουργία του ασπροπύργου έχει ήδη προβλήματα να είναι αποτελεσματική όσο η ζήτηση των προϊόντων που παράγει είναι ανεμική, αλλά γίνεται εντελώς αδιάφορη, όταν υπάρχει ένα άλλο εργοστάσιο για να καλύψει την ζήτηση αυτή. Με λίγα λόγια έχεις δύο εργοστάσια με παραγωγική δυνατότητα 150+100=250. Λόγω της ύφεσης η ζήτηση βρίσκεται στο 150 οπότε η διοίκηση προσπαθεί να μειώσει το κόστος παραγωγής. Οι εργαζόμενοι του πρώτου εργοστασίου αντιδρούν και το κλείνουν, ενώ του δεύτερου όχι. Η διοίκηση λοιπόν αποφασίζει να αφήσει τους σκληρούς να κλείσουν το “καλό” εργοστάσιο και να τα βρει με τους άλλους. Έτσι στην ουσία μεγάλο μέρος της παραγωγής ικανοποιείται από το δεύτερο εργοστάσιο, με αποτέλεσμα να αφήσει τους απεργούς να περιμένουν μέχρι να σκάσουν. Πράγμα και που έγινε.
Εδώ λοιπόν δημιουργούνται διάφορες αφηγήσεις. Σίγουρα ο κακός της παρέας είναι ο αφεντικός και δεν έχω καμία διάθεση να τον υπερασπιστώ. Δεν μοιράστηκε την υπεραξία τις καλές ημέρες, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τους εργαζόμενους να μοιραστούν τα κεσάτια των κακών ημερών. Υπάρχει όμως κι άλλος ένας κακός της παρέας, κι αυτός είναι οι εργαζόμενοι του εργοστασίου του βόλου, που στην ουσία κάνουν την απεργία εντελώς αδιάφορη.
Γιατί αυτοί δεν απέργησαν? Υπάρχουν πολλοί λόγοι και δεν είναι όλοι εναντίων των εργαζομένων του δεύτερου εργοστασίου. Σε αντίθεση με την εργατίστικη φαντασίωση του καλού και του κακού με τη μορφή του καλού ακτήμονα προλετάριου και του κακού καπιταλιστή, στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες καταστάσεις. Που η διοίκηση συνήθως βλέπει πολύ καλά, αλλά οι απεργιακές δυνάμεις σχεδόν αρνούνται να δουν, λες και αν αρνηθείς να τις δεις θα πάψουν να υπάρχουν. Πχ από αυτά που έχω διαβάσει, το εργοστάσιο του ασπροπύργου είναι πιο καλά εξοπλισμένο. Αυτό σημαίνει πως αν η μείωση της ζήτησης συνεχιζόταν σε βαθμό που θα έκλεινε το ένα εργοστάσιο, το λογικό θα ήταν να έκλεινε αυτό του βόλου. Κάτι που κάνει τους εργαζόμενους εκεί να βρίσκονται σε πιο επισφαλή θέση.
Ένας από τους στόχους μιας πετυχημένης απεργίας είναι να απειλήσεις τον καπιταλιστή πως θα χάσει τους πελάτες του, οι παραγγελίες των οποίων δεν θα ικανοποιηθούν. Σε περιόδους ανάπτυξης, χαμένοι πελάτες είναι χαμένα επιπλέον κέρδη, αλλά σε περιόδους ύφεσης, όπου υπάρχει μεγάλη περίσσια παραγωγικής ισχύος, οι χαμένοι πελάτες είναι πιο πολύτιμοι. Και αυτό οι εργαζόμενοι του βόλου σίγουρα το γνώριζαν.
Υπάρχουν δεκάδες άλλοι λόγοι που οι εργαζόμενοι του βόλου μπορεί να μην ήθελαν να πάρουν μέρος στην απεργία. Ανέφερα τον παραπάνω για να δείξω πως είναι τουλάχιστον αστείο μεταμοντέρνοι άνθρωποι να μιλάμε με μανιχαιστικούς όρους του πρώτου αιώνα π.χ.
Το βασικό συμπέρασμα από την όλη στρατηγική ανάλυση που κάνουμε είναι ότι
α) η απεργία είναι προβληματικός τρόπος αντίδρασης σε περιόδους ύφεσης, και
β) η μερική απεργία τους ενός εργοστασίου κάνει την όλη προσπάθεια πρακτικά αδιάφορη, χωρίς την καλή προαίρεση της εργοδοσίας.
Άρα ένας ψύχραιμος απεργιολόγος από αυτούς που το ΚΚΕ σίγουρα διαθέτει, ήξερε από την αρχή πως τα πράγματα χωρίς το εργοστάσιο του βόλου είναι πρακτικά σκατά. Η απάντηση που έχω πάρει σε αυτή μου την παρατήρηση είναι σχεδόν μεταφυσική. Η θέση μου ήταν πως δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσεις μια απεργία που θα χάσεις κατά κράτος και όσο το εργοστάσιο στο βόλο δούλευε κανονικά, η ήττα ήταν εγγυημένη. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως η ήττα ήταν πολύ πιθανή ακόμα κι αν απεργούσαν και τα δύο εργοστάσια, αλλά αυτό είναι μια θεωρητική συζήτηση.
Η επίκληση του φαντασιακού
Η μεταφυσική απάντηση λοιπόν προσέβλεπε στο φαντασιακό. Έλεγαν πως η απεργία έπρεπε να ξεκινήσει από τον ασπρόπυργο και μετά να πείθονταν και οι εργαζόμενοι του βόλου να απεργήσουν κι αυτοί για συμπαράσταση. I am a card carrying member της σημασίας των φαντασιώσεων που λένε και στο χωριό μου. Και δεν πρόκειται να το αρνηθώ για να αναπτύξω το επιχείρημά μου. Επιπλέον θεωρώ πως ο βολονταρισμός (που συνοψίζεται στην πόπ κουλτούρα από το κοελικό σύμπαν που συνωμοτεί υπέρ σου, αν κάτι το θέλεις πολύ) είναι μια κατάσταση που μπορεί να υπάρξει, το βλέπουμε συνεχώς γύρω μας. Όμως δεν μπορώ να περάσω στην αντίπερα φιλοσοφική όχθη και να γίνω ένας καθαρός ιδεαλιστής. Πόσο μάλλον όταν αυτοί που μου προέταξαν το επιχείρημα αυτοπροσδιορίζονται ως σκληροί υλιστές
Από τη στιγμή που ξεκίνησε η απεργία στο ασπρόπυργο, ήταν δεδομένο πως οι υλικές διαφορές θα πήγαιναν όλο και περισσότερο υπέρ της μη έναρξης της απεργίας στο βόλο. Τόσο διότι οι παραγγελίες του ασπροπύργου που ακυρώνονταν, θα εκπληρώνονταν στον βόλο, όσο και γιατί η διοίκηση θα προσπαθούσε να κρατήσει μια πιο φιλική στάση στους εργαζόμενους που συνέχιζαν να εργάζονται. Έτσι λοιπόν σαν άλλος ρωμαίος εκατόνταρχος, η διοίκηση θα έβγαζε λουλουδάκια την ώρα που μιλούσε στον βόλο, την ίδια στιγμή που θα το έπαιζε σκληρή και θα έβγαζε σβάστιγκες στον ασπρόπυργο.
Όσες λοιπόν κι αν ήταν οι φαντασιακές θέσεις των εργαζομένων που τους ένωναν, από τη στιγμή που δεν κατάφεραν να πείσουν τους εργαζόμενους στο βόλο στην αρχή της απεργίας, ήταν πολύ πιο δύσκολο να το καταφέρουν στη συνέχεια, καθώς οι υλικές συνθήκες θα μεγάλωναν το υλικό χάσμα μεταξύ τους.
Υπάρχει και μια άλλη βολονταριστική αφήγηση όπου δημιουργούσε συνθήκες νίκης στη σχεδόν σίγουρη ήττα των απεργών χαλυβούργων. Πώς η απεργία τους θα κέρδιζε την υποστήριξη της κοινωνίας σε τέτοιο βαθμό, όπου θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να βάλει χέρι στη διοίκηση, γνωρίζοντας πως ο καπιταλισμός στην ελλάδα είναι τόσο κρατικοδίαιτος που δύσκολα η διοίκηση θα μπορούσε να το παίξει σκληρή με το κράτος να ζητάει μια λύση (ειδικά όταν θα μπορούσε να πείσει το κράτος να χρηματοδοτήσει αυτή τη λύση). Και είναι βολονταριστική διότι δεν έχουμε τέτοια δείγματα αλληλεγγύης στην ελληνική κοινωνία. Από τη μία διότι το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων έχει να δει εργοστάσιο από την εποχή που πήγε με το σχολείο επίσκεψη στην tasty και άρα δεν είναι τόσο εύκολο να ταυτιστεί μαζί τους. Από την άλλη ο κατακερματισμός της ίδιας της κοινωνίας απέναντι σε τέτοιες απεργίες είναι μεγάλος. Οι απεργίες δεν είναι πια απαραίτητα κάτι φαντασιακά καλό. Και σε αυτή την κακή άποψη, έχουν συμβάλει τόσο τα μμε και η κυρίαρχη νεο-φιλελεύθερη φαντασίωση που καραμελιάζουν συνεχώς, όσο και αρκετές απεργίες σε διάφορες μεγάλες επιχειρήσεις του δημοσίου και όχι μόνο, όπου προσέβλεπαν σχεδόν αποκλειστικά σε οφέλη προς τους εργαζόμενους και όχι προς το σύνολο της κοινωνίας. Πολλές φορές μάλιστα λειτουργούσαν ανταγωνιστικά προς την κοινωνία, όπως η γνωστή ιστορία με τον οτε όταν μετοχοποιήθηκε, όπου οι παλιοί εργαζόμενοι φρόντισα να εξασφαλίσουν θηριώδη εφάπαξ που πληρώσαμε όλοι οι υπόλοιποι ως υψηλότερες τιμές στις κλήσεις ( υψηλές τιμές που φυσικά βόλευαν και τους φρέσκους ανταγωνιστές του οτε να παίρνουν κεφάλαιο από τον γνωστό μαλάκα).
Υπάρχουν δεκάδες τέτοια παραδείγματα κακού συνδικαλισμού, είτε αφορούν την αδεδυ που ποτέ δεν συνέδεσε τις τύχες της με την κοινωνία αλλά με το πολιτικό προσωπικό με το οποιο συνδιαλεγόταν, είτε αφορούν πιο μικρούς κλάδους τύπου γιατρών, τεετζηδων, φαρμακοποιών και λοιπών ευγενών κατηγοριών. Δεν έχει νόημα να τα αναφέρουμε όλα εδώ, στην ουσία πρόκειται για όλο το πασοκικό σύστημα του κατακερματισμένου κοινωνικού συμβολαίου που ζούμε τόσες δεκαετίες.
Νομίζω όμως καταλαβαίνετε πολύ καλά τι εννοώ πως η έννοια της απεργίας δεν έχει σε όλη την κοινωνία τα θετικά αντανακλαστικά που οι οπαδοί της λύσης “απομηχανής θεός” προτείνουν. Το γιατί συνέχιζαν να πιστεύουν σ’ ένα θαύμα είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Οι πιο αθώοι το πίστευαν γιατί ήθελαν μια νίκη τη στιγμή που όλα τασκιαζε η φοβέρα. Οι λιγότερο αθώοι τύπου κκε, το ήθελαν διότι αυτό ικανοποιούσε τη γκρουπούσκουλη φαντασίωσή τους περί αγώνων, και ταυτόχρονα θα αποτελούσε άλλοθι για την μακάρια αδράνειά τους στο επίπεδο της πολιτικής τους στρατηγικής. Τα δεκεμβριάκια ήταν προβοκάτορες, οι αγανακτισμένοι είναι πρόβατα που θα πρέπει να μαντρώσουμε, αλλά μη μας κατηγορείτε πως δεν κάνουμε τίποτα. Εμείς κάναμε τον αγώνα στη χαλυβουργία και τους ναυτεργάτες. Οπότε κερδίζουμε το προσκοπικό σηματάκι, κι ας κλάψουμε μετά για τους μάρτυρες που θα τον πιούνε. Όκ ξέρω ότι είμαι πικρόχολος με το κκε, αλλά ποτέ δεν έδειξε να μετανιώνει για τον στρατηγικά ηλίθιο κυνισμό του, τον οποίο υπερασπίζεται από τον ισπανικό εμφύλιο μέχρι σήμερα. Και με τους αμοραλιστές η δική μου φαντασιακή αριστερά δεν θέλει να έχει καμία σχέση, πόσο μάλλον με τους ηλίθιους του είδους.
Η μεγάλη ήττα
Ελπίζω να έχουμε καταλάβει πως η απεργία στη χαλυβουργία ήταν μια πολύ μεγάλη ήττα. Η απεργία ξεκίνησε διότι η εργοδοσία ήθελε να μειώσει τις ώρες εργασίας και το εργατικό κόστος, η εργοδοσία διπλασίασε το στοίχημα απολύοντας ακόμα περισσότερους και τώρα η απεργία τέλειωσε με την εργοδοσία να έχει κερδίσει περισσότερα απ’ όσα ζητούσε πριν η απεργία ξεκινήσει. Ταυτόχρονα η διοίκηση ικανοποίησε και το φαντασιακό κομμάτι της (το οποίο συχνά αρνούμαστε στους κακούς), σπάζοντας με τσαμπουκά μια απεργία των μισητών εργαζομένων που θέλουν να μας πάρουν τα κέρδη. Είμαι σίγουρος πως αυτή τη στιγμή ο μάνεσης στο εκάλη τένις κλαμπ θα δέχεται συγχαρητήρια και φθονερά βλέμματα ζήλιας από τους υπόλοιπους.
Αν θα έπρεπε να φτιάξουμε μια περιγραφή μεγάλης ήττας στις απεργίες, η χαλυβουργία λαμβάνει μέρος με πολύ καλές πιθανότητες.
Έτσι όπως μας τα λες ρε τέκι, οι απεργοί θα έπρεπε να κάνουν μοκοκίτο που ο σκατιάρης μάνεσης ήθελε να τους ρουφήξει το αίμα. Προσωπικά είμαι της σουτζούδικης λογικής που λέει ότι αν είναι να χάσω μια μάχη, προτιμώ να μην τη δώσω. Αλλά εγώ είμαι μια κότα. Οπότε αν έρχονταν οι εργαζόμενοι της χαλυβουργίας τον γενάρη και με ρώταγαν, θα τους ξεδίπλωνα τον τραχανά αλλά θα σεβόμουν την άποψή τους -διότι στο κάτω κάτω της γραφής- ο δικός τους κώλος παιζόταν. Κι αυτή η προβληματικότητα του εργαλείου που λέγεται απεργία και οι μικρές στρατηγικές δυνατότητες επιτυχίας της, είναι που με κάνουν να το βλέπω χωρίς ιδιαίτερη ζέση.
Παράδειγμα 2ο: Οι ισπανοί μινέρος και οι βρετανοί συναδελφοί τους από το παρελθόν.
Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα απεργίας με τεράστιο στρατηγικό μειονέκτημα. Η εξόρυξη άνθρακα, λόγω της μείωσης της χρήσης άνθρακα στην ευρώπη, είναι μια δραστηριότητα που πρέπει να επιδοτείται για να μπορεί να συντηρεί ένα λογικό δυτικό επίπεδο διαβίωσης των ανθρακωρύχων. Γιαυτό και η θάτσερ επέλεξε αυτόν τον τομέα για να επιτεθεί. Διότι ήξερε πως είχε το στρατηγικό πλεονέκτημα και θα μπορούσε να κρατήσει την αναπνοή της όσο ήθελε. Το ίδιο συμβαίνει και στην ισπανία. Από τη στιγμή που το κράτος σε επιδοτεί, you are her bitch nigga, για να το θέσω σε άπταιστα γκέτο αθηνέζικα. Κάθε μέρα που περνά κι εσύ απεργείς, εσύ δυσκολεύεις τη ζωή σου και το κράτος κερδίζει από τη διαδικασία, διότι επιδοτεί όλο και λιγότερο κάρβουνο. Άρα μπορεί να περιμένει με την ησυχία του μέχρι εσύ να χάσεις την ψυχραιμία σου ή μέχρι να λυγίσεις. Και μετά θα σε πατήσει για να μπορέσει να θριαμβολογήσει για την υπέρτατη νίκη του και να δώσει το παράδειγμα στους υπόλοιπους.
Στην πραγματικότητα, όπως και με τους αγρότες, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όσο το κράτος σε επιδοτεί. Μπορείς να διαπραγματευτείς απειλώντας με το πολιτικό κόστος που η πράξη αυτή θα έχει, μπορείς να διαπραγματευτείς για τη σημασία που έχει να έχεις δικό σου κάρβουνο αντί να εισάγεις πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, αλλά εκεί βρίσκεσαι ήδη σε επικοινωνιακά μειονεκτική θέση, πριν ακόμα ξεκινήσει η μάχη. Οι ισπανοί μινέρος θα μπορούσαν να στριμώξουν το κράτος, αν μπορούσαν να συνεχίζουν να δουλεύουν και να πουλάνε μόνοι τους την παραγωγή σε κάποιο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος σε τιμή που θα μπορούσε το εργοστάσιο να λειτουργήσει χωρίς χασούρα. Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο με τα επιδοτούμενα προϊόντα και γιαυτό η επιδότηση -είτε ενός προϊόντος, είτε της ανεργίας όπως λέγαμε στο προηγούμενο επεισόδιο- είναι από τη φύση της μία παραδοχή ανισότητας και πατρωνίας. Εσύ αποδέχεσαι πως είσαι λιγότερο ελεύθερος, κι εγώ θα σε κρατήσω χορτάτο.
Το απεργιακό εργαλείο
Η αλήθεια είναι πως δεν συμπαθώ πολύ τις απεργίες. Ίσως αν ζούσα στην κίνα να τις συμπαθούσα περισσότερο (αν δεν ήμουν σε καμιά φυλακή επειδή τις συμπαθούσα). Επειδή όμως ζω στη δύση, έναν βασικό εργαλειακό λόγο προσπάθησα να τον εξηγήσω στο πρώτο κομμάτι. Ένας πιο υπόγειος λόγος, έχει να κάνει με τις αντι-ιεραρχικές μου νευρώσεις. Η απεργία από τον ορισμό της δέχεται πως σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι και πως οι δεύτεροι απλώνουν το χεράκι ή κρατάνε την αναπνοή τους μέχρι να τους λυπηθούν.
Το 19ο αιώνα συνέχιζε να ήταν ένα δύσκολο εργαλείο, αλλά την εποχή εκείνη οι φτωχοί εργαζόμενοι δεν είχαν και πολλές δυνατότητες να αντιδράσουν. Σχεδόν σε όλη την ευρώπη δεν διέθεταν δικαίωμα ψήφου, για να μη μιλήσουμε για γνώσεις ή για υλικά αγαθά. Οι περισσότεροι μάλιστα είχαν δοκιμάσει τη μεγάλη ήττα της άνοιξης των λαών του 1848. Οι άγγλοι δεν τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι διότι ήξεραν πως μετά την επικράτηση των φιλελεύθερων το 1832, οι ρεπουμπλικάνοι (δηλαδή οι δημοκράτες) χωρίστηκαν και οι έχοντες περιούσια προτίμησαν να συμμαχήσουν με το παλιό καθεστός παρά με τους φτωχούς που τους φοβούνταν περισσότερο. Οι γάλλοι προς στιγμή νόμισαν πως κέρδισαν, για να τους πάρουν αμέσως τα σώβρακα με μια αντίστοιχη με την αγγλική συμμαχία που έφερε τον ναπολέοντα light στην εξουσία. Και οι γερμανοί, αυτοί έφαγαν χώμα και σπαθί και αποφάσισαν να εσωτερικεύσουν την ήττα και να καλυτερεύσουν την κατάστασή τους πριν ξαναδοκιμάσουν να συγκρουστούν. Είτε φεύγοντας για τις δημοκρατικές ΗΠΑ και το freeforall που υπήρχε ακόμα εκεί για όλους τους λευκούς, είτε μένοντας και προωθώντας τη θέση τους στο εσωτερικό παιχνίδι.
Γιαυτό πιστεύω πως και ο μαρξούκος έβαλε ταυγά του στο καλάθι της επανάληψης της παρισινής κομούνας. Γιατί όλες οι άλλες προοπτικές ήταν πρακτικά αδύνατες στο δικό του προσδόκιμο.
Όμως σήμερα οι άνθρωποι δεν βρισκόμαστε στο 19ο αιώνα. Έχουμε πολιτικά δικαιώματα, έχουμε τη δύναμη της ψήφου όσο κι αν κάποιοι από εμάς τη φτύνουν διότι δεν τους αρέσουν τα αποτελέσματα της κάλπης, έχουμε υλικά αγαθά και γνώσεις που δεν υπήρχαν ούτε στις φαντασιώσεις των ανθρώπων του 19ου αιώνα και προσπάθησα να δείξω στα πρώτα μέρη της τεχνικής. Και σίγουρα -πλην ελαχίστων φετιχιάρηδων- δεν έχουμε τη φαντασίωση της δικτατορίας του προλεταριάτου, γιατί είχαμε την εμπειρία του. Και παρόλαυτά, στη σύγκρουσή μας με τους εργοδότες συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν δουλοπάροικοι. Είτε κάνοντας συγκεντρώσεις και ζητώντας από τον καλό βασιλιά να παρέμβει (ο πρόεδρος φώτης είμαι σίγουρος πως λερώνει το κρεβάτι του με αυτή τη φαντασίωση του πεφωτισμένου), είτε κρατώντας την αναπνοή μας περιμένοντας πως ο βασιλιάς θα μας λυπηθεί ή θα αποφασίσει πως χωρίς υπηκόους για μερικές μέρες δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει.
Οκ ρε ξερόλα τέκι, μας έχεις σπάσει τα ούμπαλα με τη γκρίνια σου, εσύ τι θα ήθελες να κάνουν οι χαλυβούργοι και οι υπόλοιποι που τον πίνουν?
Η ειλικρινής μου απάντηση είναι πως δεν ξέρω ακριβώς. Σίγουρα ξέρω τι δεν πρέπει να κάνουν. Κι αυτό είναι ότι δεν πρέπει να νιώθουν ηττημένοι και απεργίες τύπου χαλυβουργίας σίγουρα δεν βοηθάνε στο να σου αναπτερώσουν το ηθικό, για να μη μιλήσω για το υλικό της υπόθεσης. Για κάποιους εργαζόμενους μπορεί να μην υπάρχει λύση στο υπάρχον πλαίσιο. Και δεν εννοώ σε αυτόν τον κόσμο, ή στον καπιταλισμό, αλλά σε αυτό που κάνουν τώρα. Μπορεί για τη χαλυβουργία να μην υπάρχει λύση αυτή τη στιγμή. Ο μάνεσης και ο κάθε μάνεσης έχει όλα τα χαρτιά στα χέρια του. Κι αυτό που έχω μάθει να κάνω όταν δεν με βολεύουν οι κανόνες του παιχνιδιού, είναι να προσπαθώ να τους αλλάζω. Ή να αλλάζω παιχνίδι. Αν το αφεντικό δια νόμου μπορεί να γαμήσει και να δείρει, τότε θα επιδιώξω να μην έχω αφεντικό. Μακάρι να είχα την κυβέρνηση και να του έστελνα τον σδοε αν δεν μοιραζόταν την υπεραξία του για να τον πείσω να την μοιραστεί με τα μέσα κρατικής πειθούς που χρησιμοποιούν και στους κοινούς θνητούς. Αλλά δεν το έχω και για να είμαι ειλικρινής θα ήθελα τα μέσα κρατικής πειθούς μόνο για λίγο, διότι η βασική μου προσπάθεια θα ήταν, να αλλάξω τους όρους του παιχνιδιού, έτσι ώστε η ίδια η “αγορά” να λειτουργεί υπέρ μου.
Διότι ξέρετε κάτι? Είμαι τεμπέλης και όση λιγότερη προσπάθεια βάζω, τόσο το καλύτερο. Γιαυτό και έλεγα πέρσι τον ιούνη πως δεν θέλω να βάλω ενοικιοστάσιο και να τρέχω να κυνηγάω τον κάθε ιδιοκτήτη. Θέλω να βάλω την αγορά να κάνει τον ιδιοκτήτη να παρακαλάει να νοικιάσει το σπίτι για 200ευρώ. Και σε αυτό το παιχνίδι πιστέψτε με είμαι φοβιστικά καλός και νομίζω έχω δείξει ουκ ολίγες φορές πόσο απλό είναι να αλλάξεις τις αμοιβές των παικτών, έτσι ώστε το παιχνίδι να αλλάξει υπερ σου
Οπότε για εμένα η λύση βρίσκεται σ’ ένα ελαφρά αδιάφορο κράτος που θα έχει θέσει τα όρια για τη δημιουργία μεγαλύτερης ισότητας κι όχι για τη δημιουργία μεγαλύτερης ανισότητας. Αλλά επειδή δεν εμπιστεύομαι τις ιεραρχικές συγκεντρωτικές δομές του κράτους, θα ήθελα αυτή η αλλαγή να συμβεί ταυτόχρονα και από τα κάτω, διότι όταν ψάξετε τι ακριβώς σας χωρίζει από τους εργοδότες σας, θα δείτε πως τις περισσότερες φορές σας χωρίζουν ελάχιστα πράγματα. Ίσως η ηλικία (είναι στο παιχνίδι περισσότερα χρόνια από εσάς, άρα έχουν πιάσει τα γιοφύρια). Ίσως οι γνώσεις, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που δεν μάθατε δουλεύοντας αποδοτικά για την επιχείρηση ή που δεν μπορείτε να μάθετε ακόμα κι από το ίντερνετ. Ίσως το επιχειρηματικό πνεύμα γιατί δεν γουστάρουν όλοι οι άνθρωποι το ρίσκο που συνεπάγεται, αλλά αυτό έχει έρθει υπέρ μας τα τελευταία 20 χρόνια καθώς ανάγκασαν πολλούς από εμάς να γίνουμε ελεύθεροι επαγγελματίες. Σε όλη τη λίστα από τα προτερήματα του εργοδότη σας, θα δείτε πως η σημασία του κεφαλαίου βρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Τι να κάνουμε που η ελλάδα δεν είναι γεμάτη χαλυβουργίες όπου χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου και όπου ο εργοδότης απέκτησε, είτε γιατί έκανε παρέα με τους σωστούς πολιτικούς, είτε γιατί ο μπαμπάς του ήταν μεγαλομαυραγορίτης στην κατοχή, είτε γιατί η μαμά του παντρεύτηκε τον μεγαλομαυραγορίτη. Μπορεί λοιπόν το μειονέκτημα των χαλυβούργων (που δεν μπορούν να χέσουν τον μάνεση και να του φάνε τη δουλειά), να είναι πλεονέκτημα εμάς των υπολοίπων που μπορεί και να μπορούμε να το κάνουμε.
Και τότε ρε τέκι, τι θα κάνουμε, θα φτιάξουμε τα νέα τζάκια του πασόκ? Όχι γιατί υπάρχουν τρόποι να το κάνουμε αποδομώντας τη δομή και της σχέσης της παραδοσιακής επιχείρησης που έλκει την καταγωγή της, τόσο από την στρατιωτική ιεραρχία, όσο και από τη ρωμαϊκό αρχέτυπο της πατρωνικής οικογένειας με τον πατερ φαμίλια και τους πελάτες του.
Δεν είναι τρελό άλλωστε το να ονομάζουμε απιστία το να κλέβεις λεφτά από την επιχείρηση λες και πηδήχτηκες με τον γκόμενο του συνέταιρου?
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)