Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Επι­μέ­νω, λοι­πόν, ό­τι σε κά­θε χώ­ρα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­κού κύ­κλου, έ­νας ο­ρι­σμέ­νος εν­διά­με­σος χώ­ρος έ­χει δο­μι­κή θέ­ση.


Συνέντευξη του Ν.Σεβαστάκη


Όλη η συνέντευξη εδώ : Πηγή Εποχή




Στα άρ­θρα σου συ­χνά α­να­φέ­ρε­σαι στο ή­θος στην πο­λι­τι­κή, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νου και του ρι­ζο­σπα­στι­κού ή­θους, ό­πως και στις α­πο­χρώ­σεις οι ο­ποίες, πα­ρα­τη­ρείς στο τε­λευ­ταίο σου βι­βλίο, συ­χνά θυ­σιά­ζο­νται για να α­να­δειχ­θούν οι α­ντι­θέ­σεις, τα μέ­τω­πα, οι σα­φείς γραμ­μές της α­ντι­πα­ρά­θε­σης. Αυ­τά α­φο­ρούν και την α­ρι­στε­ρά, ο λό­γος της, δη­λα­δή, ε­γεί­ρει πα­ρό­μοια ζη­τή­μα­τα, και ποιες οι πη­γές τέ­τοιων σφαλ­μά­τω­ν;

Ο ρι­ζο­σπα­στι­σμός δεν εί­ναι μια ε­νιαία υ­πό­στα­ση, α­μι­γώς θε­τι­κή ή πά­ντο­τε α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή. Υπάρ­χουν πολ­λές ποι­κι­λίες ρι­ζο­σπα­στι­σμού, α­κό­μα και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές λο­γι­κές λαϊκής ε­ξέ­γερ­σης και α­νυ­πα­κοής. Ανα­φέρ­θη­κα ή­δη στο δε­ξιό ρι­ζο­σπα­στι­σμό που συν­δυά­ζει το θέ­μα της κα­τα­δυ­νά­στευ­σης του α­πλού αν­θρώ­που με την προσ­δο­κία ε­νός αυ­ταρ­χι­κού κρά­τους των ι­σχυ­ρών και α­διά­φθο­ρων «ο­δη­γών». Ή α­κό­μα μπο­ρού­με να α­να­φερ­θού­με και στον ι­διό­τυ­πο ρι­ζο­σπα­στι­σμό ό­σων ζη­τούν την α­πο­φα­σι­στι­κή υ­πέρ­βα­ση των συμ­βα­τι­κών κα­νό­νων και θε­σμι­κών ε­μπο­δίων για την «α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της οι­κο­νο­μίας». Ο ρι­ζο­σπα­στι­σμός μπο­ρεί να προέρ­χε­ται και α­πό τις ί­διες τις προω­θη­μέ­νες ε­λί­τ, οι ο­ποίες ε­πι­διώ­κουν να α­παλ­λα­γούν α­πό χρο­νο­βό­ρες και α­τέρ­μο­νες δια­δι­κα­σίες ε­λέγ­χων, α­πό τις κα­θυ­στε­ρή­σεις των κοι­νο­βου­λευ­τι­κών δια­δι­κα­σιών κ.λπ. Για να έλ­θω ό­μως στο ε­ρώ­τη­μα για το ρι­ζο­σπα­στι­κό α­ρι­στε­ρό ή­θος. Έχω γρά­ψει ο­ρι­σμέ­να ε­πι­κρι­τι­κά κεί­με­να για συ­γκε­κρι­μέ­να φαι­νό­με­να. Το κυ­ριό­τε­ρο πρό­βλη­μα για μέ­να εί­ναι μια α­ντί­λη­ψη πε­ρί κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης που με­τα­τρέ­πει με μιας τις α­ντι­θέ­σεις σε α­πλοϊκούς δι­χα­σμούς. Αυ­τή η α­ντί­λη­ψη ελ­κύε­ται α­πό μια τε­λε­σι­γρα­φι­κή γλώσ­σα πρό­θυ­μη να με­τα­χει­ρι­στεί α­νι­στό­ρη­τες λε­κτι­κές υ­περ­βο­λές για να ε­πι­βε­βαιώ­σει την κρι­τι­κή και μα­χη­τι­κή της λει­τουρ­γία.

Προ­φα­νώς η πρα­κτι­κή πο­λι­τι­κή γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να δια­χει­ρι­στεί α­πο­χρώ­σεις. Αλλά η γλώσ­σα μας δη­μιουρ­γεί ε­θι­σμούς και μα­νιέ­ρες στους κοι­νω­νούς της. Ανά­με­σα σε μια χλια­ρή πε­ρι­γρα­φή γι’ αυ­τό που ι­σχύει σή­με­ρα και στη γκρο­τέ­σκ ρη­το­ρι­κή πε­ρί δι­κτα­το­ρίας και γε­νο­κτο­νιών (α­κού­γο­νται αυ­τές οι λέ­ξεις πο­λύ συ­χνά) υ­πάρ­χουν πολ­λές άλ­λες δυ­να­τό­τη­τες. Το ρι­ζο­σπα­στι­κό ή­θος δεν πρέ­πει να συγ­χέε­ται με τη μο­νό­το­νη δια­κή­ρυ­ξη ε­μπό­λε­μων κα­τα­στά­σεων. Για­τί κα­τά βά­θος οι άν­θρω­ποι, α­κό­μα και ό­σοι βρί­σκο­νται σε κα­τά­στα­ση θυ­μού, δεν α­να­ζη­τούν πλέ­ον πε­ρισ­σό­τε­ρους λό­γους για να θυ­μώ­νουν ή για να εί­ναι «αρ­παγ­μέ­νοι»: ο κοι­νω­νι­κός και ψυ­χι­κός χρό­νος έ­χει με­τα­βλη­θεί α­πό το 2011 και το 2012. Και αυ­τό άλ­λω­στε πά­ει να α­ξιο­ποιή­σει με τους δι­κούς του ό­ρους ο Αντώ­νης Σα­μα­ράς με την ι­στο­ρία πε­ρί success story και νέ­ας ψυ­χο­λο­γίας. Το δε­σπό­ζον ε­ρώ­τη­μα εί­ναι πλέ­ον οι ό­ροι και οι δυ­να­τό­τη­τες μιας α­να­συ­γκρό­τη­σης της κοι­νω­νι­κής ζωής πέ­ρα φυ­σι­κά α­πό κά­θε λο­γι­κή ε­πι­στρο­φής στην ψευ­δή «κα­νο­νι­κό­τη­τα» των χρό­νων του 2000.

Με­γά­λο πο­σο­στό του λα­ού προ­σβλέ­πει στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για να α­να­τρέ­ψει το μνη­μό­νιο και τις συ­νέ­πειές του, πράγ­μα αυ­τό κα­θε­αυ­τό πο­λύ σο­βα­ρό. Αυ­τό, ως κε­ντρι­κό κα­θή­κον, ι­στο­ρι­κό, εί­ναι λο­γι­κό να κυ­ριαρ­χεί στην πο­λι­τι­κή της ρι­ζο­σπα­στι­κής α­ρι­στε­ράς. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, έ­να ζή­τη­μα μή­πως –μι­λώ­ντας ξα­νά για τα φυ­σιο­γνω­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά– ο­δη­γη­θεί σε μο­νο­μέ­ρεια; Πώς θα μπο­ρού­σε να α­πο­φευχ­θεί αυ­τό;

Όλα τα πα­ρα­πά­νω έ­χουν ά­με­ση σχέ­ση και με την υ­πό­θε­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και της προο­πτι­κής του. Κα­τά τη γνώ­μη μου, η ε­πι­κέ­ντρω­ση στο α­ντι-μνη­μό­νιο ή­ταν πα­ρα­γω­γι­κή πο­λι­τι­κά μέ­χρι και τις προ­η­γού­με­νες ε­κλο­γές. Η ά­νο­δος της νε­ο­να­ζι­στι­κής α­κρο­δε­ξιάς και η δια­σπο­ρά α­ντι­μνη­μο­νια­κών φω­νών προς τις πιο α­πί­θα­νες και γρα­φι­κές κα­τευ­θύν­σεις, ε­πι­βάλ­λει και­ρό τώ­ρα μια στο­χα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή: την έμ­φα­ση σε αυ­τό που θέ­λεις πλέ­ον να ε­πι­τύ­χεις ως Αρι­στε­ρά και ό­χι σε ό­λα ό­σα α­πο­δεί­χτη­καν κα­κά. Με μια λέ­ξη: προ­τε­ραιό­τη­τα στις δι­κές σου κα­τα­φά­σεις, στο δι­κό σου ί­χνος αλ­λα­γών και ό­χι πλέ­ον στο να ζω­γρα­φί­ζεις με με­λα­νά χρώ­μα­τα τις ευ­θύ­νες των άλ­λων για την παι­δεία, την υ­γεία, το κρά­τος. Αυ­τή η στο­χα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή δεν έ­χει κα­μιά σχέ­ση με μια α­φε­λή ά­πο­ψη που υ­πο­βαθ­μί­ζει τη ση­μα­σία των Μνη­μο­νίων τα ο­ποία συ­νι­στούν, πέ­ρα α­πό ε­πι­μέ­ρους ση­μεία, «αρ­χι­τε­κτο­νι­κά» υ­πο­δείγ­μα­τα για την α­να­διάρ­θρω­ση μέ­σω υ­πο­τί­μη­σης. Πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον Ινγκράο θα έ­λε­γα ό­τι ε­δώ και και­ρό το «α­ντι­μνη­μο­νια­κό» δεν αρ­κεί. Ού­τε η α­να­βίω­ση μιας συν­θη­μα­το­λο­γίας η ο­ποία με­τα­τρέ­πει το έ­θνος και ο­λό­κλη­ρο σχε­δόν τον ελ­λη­νι­κό λαό σε θύ­μα­τα μιας συλ­λο­γι­κής τι­μω­ρίας α­πό την πλευ­ρά των ε­λίτ και της τρόι­κας. Πο­λύ α­πλά διό­τι μπο­ρεί κά­ποιος να βρί­ζει την Μέρ­κελ και την τρόι­κα και συγ­χρό­νως να α­δια­φο­ρεί πα­γε­ρά για τις Νέες Μα­νω­λά­δες, να αρ­νεί­ται με­τά βδε­λυγ­μίας έ­ναν α­ντι­ρα­τσι­στι­κό νό­μο ή να φα­ντα­σιώ­νε­ται την α­ντι­κα­τά­στα­ση του «κοι­νο­βου­λίου των κλε­φτών» α­πό μια ο­μά­δα σο­φών κε­φα­λών του έ­θνους με τη συμ­με­το­χή και των αρ­χη­γών των τριών ό­πλων! Να, για πα­ρά­δειγ­μα, οι τε­λευ­ταίες δη­λώ­σεις Πο­λύ­δω­ρα που στο ό­νο­μα του α­ντι-τροϊκα­νού με­τώ­που νο­μι­μο­ποιούν τη «συ­νεν­νό­η­ση» με τη Χρυ­σή Αυ­γή.

Θα πει κά­ποιος: ό­λα αυ­τά μή­πως ο­δη­γούν σε μια ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά που δεν θα εί­ναι και τό­σο ρι­ζο­σπα­στι­κή, που θα με­τα­το­πί­ζε­ται προς το «κέ­ντρο»; Ξέ­ρε­τε την ά­πο­ψή μου γι’ αυ­τό το θέ­μα α­πό την αρ­θρο­γρα­φία μου στην «Αυ­γή». Επι­μέ­νω, λοι­πόν, ό­τι σε κά­θε χώ­ρα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­κού κύ­κλου, έ­νας ο­ρι­σμέ­νος εν­διά­με­σος χώ­ρος έ­χει δο­μι­κή θέ­ση. Δεν α­πο­τε­λεί, ό­πως πι­στεύουν πολ­λοί, πο­λι­τι­κή α­ντα­νά­κλα­ση των ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νων με­σαίων στρω­μά­των, ο­πό­τε αν λό­γω κρί­σης τα με­σο­στρώ­μα­τα «στρι­μώ­χνο­νται», παύει και ο εν­διά­με­σος χώ­ρος να έ­χει λό­γο ύ­παρ­ξης. Η ε­κτί­μη­ση πε­ρί μιας πό­λω­σης που ε­ξα­φα­νί­ζει τους εν­διά­με­σους υ­πο­τι­μά το βά­θος της ε­ξα­το­μί­κευ­σης αλ­λά και τις ση­μα­ντι­κές αλ­λα­γές στις κουλ­τού­ρες και στα ή­θη ό­λων των στρω­μά­των και ό­χι α­πλώς των μι­κρο­α­στι­κών ή ε­κεί­νων που δια­θέ­τουν α­κό­μα πό­ρους. Πο­λύ α­πλά υ­πάρ­χει έ­νας κό­σμος που δεν α­να­γνω­ρί­ζε­ται στον μαρ­ξο­γε­νή α­ντι­κα­πι­τα­λι­σμό ού­τε στις α­ντι­λή­ψεις πε­ρί συλ­λο­γι­κής δρά­σης και στους ε­σω­τε­ρι­κούς κώ­δι­κες της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς. Εί­ναι έ­νας κό­σμος που δεν κα­τε­βαί­νει στο δρό­μο, συγ­χρό­νως ό­μως α­ντι­λαμ­βά­νε­ται πολ­λά α­πό τα δει­νά της ση­με­ρι­νής κα­τά­στα­σης των πραγ­μά­των. Εί­ναι έ­νας κό­σμος, τέ­λος, ο ο­ποίος διεκ­δι­κεί­ται τό­σο α­πό δη­μο­κρα­τι­κές ό­σο και α­πό α­ντι­δη­μο­κρα­τι­κές έ­ξεις, δια­σχί­ζε­ται α­πό πα­νι­κούς α­πώ­λειας αλ­λά και α­πό ε­πι­θυ­μίες για την εύ­ρε­ση μιας νέ­ας ι­σορ­ρο­πίας στην α­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη ζωή του. Η Αρι­στε­ρά δεν γί­νε­ται λι­γό­τε­ρο ρι­ζο­σπα­στι­κή αν α­να­γνω­ρί­σει την πε­ρι­πλο­κό­τη­τα των στά­σεων και των η­θών. Αν α­να­γνω­ρί­σει ε­ντέ­λει ό­τι μια κοι­νω­νία, α­κό­μα και στις φά­σεις της με­γά­λης ύ­φε­σης, δια­θέ­τει δια­φο­ρο­ποιη­μέ­νους η­θι­κούς και πο­λι­τι­στι­κούς κώ­δι­κες. Δεν πρέ­πει, άλ­λω­στε, να ξε­χνά­με ό­τι ό­σο και αν η κρί­ση έ­φτια­ξε «μέ­τω­πα», την ί­δια στιγ­μή ε­ξέ­θρε­ψε και τους κα­τα­κερ­μα­τι­σμούς και τις ο­ρι­ζό­ντιες διαι­ρέ­σεις. Για αυ­τό και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ χρειά­ζε­ται συγ­χρό­νως έ­ναν λό­γο μέ­ρι­μνας για τη συ­νο­χή της κοι­νω­νίας αλ­λά και για έ­να modus vivendi με α­ντί­πα­λες ή με α­πο­κλί­νου­σες α­πό τη δι­κή του ερ­μη­νείες του δη­μό­σιου συμ­φέ­ρο­ντος. Μια α­ρι­στε­ρή κυ­βερ­νη­τι­κή δυ­να­μι­κή προϋπο­θέ­τει τό­σο τις έλ­λο­γες συ­γκρού­σεις με πο­λι­τι­κές ε­πι­λο­γές ό­σο και την ορ­γά­νω­ση συ­ναι­νέ­σεων και μορ­φών πα­ρα­γω­γι­κής πο­λι­τι­κής συ­νύ­παρ­ξης. Ανά­με­σα σε έ­ναν α­κραίο πραγ­μα­τι­σμό, ο ο­ποίος α­γνο­εί τις το­μές α­ξιών και τα­ξι­κών α­να­φο­ρών, και σε έ­ναν ι­δε­ο­λο­γι­σμό, ο ο­ποίος βλέ­πει την κοι­νω­νία ως κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα, ως μια «με­γά­λη πλα­τεία», ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει σε μια δια­φο­ρε­τι­κή λο­γι­κή. Του­λά­χι­στον αυ­τό θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι κά­ποια και­νού­ρια ε­πει­σό­δια της κρί­σης δεν αλ­λά­ξουν άρ­δην τα δε­δο­μέ­να…

3 σχόλια:

  1. να κι εδώ http://www.efsyn.gr/?p=73828 ο Βαλντέν με το δικό του - πιό "παραδοσιακό" - σκεπτικό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Mlog
    Νομίζω ότι είναι δυο διαφορετικές οπτικές:

    Ο ΝΣ κάνει "εσωτερική κριτική" σε όσους βλέπουν τις κοινωνικές δυνάμεις ως πολιτικες αντανακλάσεις της οικονομίας ενώ ο ΣΒ μάλλον αναπτύσει το κλασσικό κεντρώο σκεπτικό εμπλουτισμένο με το επιχείρημα ότι ο Συριζα στερείται ευρωπαίων συμμάχων

    Ισως τελικά να εννοούν το ίδιο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ...ο ΣΒ μάλλον αναπτύσει το κλασσικό κεντρώο σκεπτικό...
      ναι, αυτό εννοούσα "παραδοσιακό" σκεπτικό
      Ισως τελικά να οδηγούνται στο ίδιο :)

      Το ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΝ http://histologion-gr.blogspot.gr/2013/07/blog-post.html , μακριά βέβαια κι αυτό από απόψεις "οικονομίστικης αντανάκλασης" αποκλείει "δομικά" τη δυνατότητα ύπαρξης πολιτικού κέντρου. Απόπασμα: "Συστατικό στοιχείο λοιπόν του δεξιού πόλου, είναι η ολιγαρχική ροπή, η αντιπαλότητα προς τη μαζική δημοκρατία, και την πολιτική αυτοδιάθεση των μαζών, είτε δια μέσου μιας μυθικής επίκλησης στην Εθνική Μοίρα και τους Ηγέτες-φορείς της (πλαισιωμένους από την αστική τάξη βεβαίως, όπως η εμπειρία του Φασισμού και του Ναζισμού στον Μεσοπόλεμο έχει δείξει), είτε δια μέσου μιας εξίσου μυθικής Αξιοκρατίας υπό την ηγεσία Καθαγιασμένων Εnterpreneurs-ιεροφαντών μιας κατάλληλα ορισμένης "πρόοδου".
      Ο [άλλος]πόλος συσπειρώνεται γύρω από το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία παντού: όχι απλά την εκλογική δημοκρατία μιας κακορίζικης αντιπροσωπευτικότητας που υποκαθιστά την πολιτική συμμετοχή, αλλά την όσο το δυνατόν πληρέστερη και αμεσότερη απόδοση της εξουσίας σε ισότιμα μέλη κοινωνιών, στους πολίτες. Συσπειρώνεται γύρω από την διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών, ατομικών και συλλογικών. Είναι ο πόλος που στην οριακή του μορφή απαιτεί τουλάχιστον την δικαιολόγηση κάθε εξουσιαστικής πράξης, με όρους υπέρτερης ανάγκης, μείζονος συλλογικού και ατομικού συμφέροντος. Ιστορικά ο πόλος αυτός (ή οι επιμέρους πολιτικές παραδόσεις που τον συνθέτουν) ήταν εκείνος που απαίτησε συγκροτημένα και πολιτικά, ισονομία, στηρίζοντας τα κινήματα που την διεκδικούσαν, πολύ πριν τα κινήματα αυτά ενσωματωθούν σε κάποιου είδους "φιλελεύθερη" ατζέντα, πριν τα επικαλεστεί ως δικά του το "Κέντρο". Η προγραμματική ιστορία της αριστεράς (με την ευρύτερη έννοια) περιλαμβάνει, δεκαετίες πριν καταχωρηθούν στο "αυτονόητα καλό", όλα σχεδόν τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα που σηματοδότησαν την μετάβαση στην νεωτερικότητα. Αυτά είναι στο ιστορικό της DNA."

      ΥΓ δεν είναι το καλοκαίρι που με καθυστερεί στις αναγνώσεις μπλογκ. Είναι το επαλ μου που αποδεκατίστηκε, κυρίως με "διαθεσιμότητα" γιατρών, φαρμακοποιών, νοσηλευτών πανεπιστημίου, οι περισσότεροι δηλωμένων δεξιών πεποιθήσεων. Προσπαθώ να προλάβω τους "σταλεγάκηδες" και διχαστικούς υπεραριστερούς...καταλαβαίνεις



      Διαγραφή