Πηγή:Dimocracy in crisis
Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι ιδιαίτερη περίπτωση στον νεοελληνικό πνευματικό κόσμο. Όχι γιατί έχει γράψει πολλά βιβλία, όχι γιατί αρθρογραφεί καθημερινά, όχι γιατί ηγείται πολιτικών κινημάτων ή εκδοτικών προσπαθειών όσο γιατί πάντα επέλεγε να είναι εναλλακτικός απέναντι στα κυρίαρχα ρεύματα της κάθε εποχής.
Θυμάμαι ότι ήταν από τους ελάχιστους που, στην εποχή της παντοδυναμίας του Α. Παπανδρέου, διαμόρφωσε μία δομική κριτική του φαινομένου ΠΑΣΟΚ (αργότερα έμαθα ότι τη δεκαετία του ’70 ήταν επίσης από τους ελαχίστους που «μετέφεραν» εν Ελλάδι το αριστερό ρεύμα του ιταλικού εργατισμού και της αυτό-οργάνωσης, ό,τι πιο πρωτότυπο για εκείνη την περίοδο). Η εναλλακτική του σκέψη εξελίχθηκε με τα χρόνια, και-δυστυχώς για κάποιους- έφθασε μέχρι την «συστράτευση» με την αντι-παγκοσμιοποίηση του μακ. Χριστόδουλου και το άνοιγμα στην Ορθοδοξία.
Το τελευταίο του βιβλίο «Η αποστασία των Διανοουμένων» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ. 318) είναι ένα πυκνογραμμένο κείμενο με το πάντοτε γοητευτικό ύφος παρουσίασης του συγγραφέα. Προσπαθεί να εντοπίσει τις ιδεολογικές αιτίες της σημερινής παρακμής της Ελλάδας και αναπόφευκτα ασχολείται με την πορεία του Στ. Ράμφου, την ιστορική αποδομητική («εθνομηδενιστική», την χαρακτηρίζει ο ίδιος) σχολή των Αντ. Λιάκου και Πασχ. Κιτρομηλίδη), τους αρχαιολάτρες και δυνάμει «νέο- ναζιστές» του Δαυλού, τον «νέο-Οθωμανισμό» του Χρ. Γιανναρά, μέχρι και την εμπορική επιτυχία του μπεστ σέλερ «Αυτοκρατορία» των Χαρτ και Νέγκρι.
Ο Γ. Καραμπελιάς δεν είναι ελιτιστής («προσωπικώς, προτιμώ να συνδιαλέγομαι με το συνωμοσιολογικό πόπολο, που φέρει μέσα του τον ιερό σπόρο της αντίστασης, παρά να συναγελάζομαι με ανακτορικούς», σελ. 71), και αυτό του πιστώνεται. Χωρίς μακρά θητεία στην Ορθόδοξη σκέψη, εντούτοις ορθά επισημαίνει το πόσο κακό έχει κάνει η πρόκριση μίας εσχατολογικής θεολογίας σε βάρος της εδώ και τώρα βίωσης του Μυστηρίου από την Εκκλησία. Αυτή η τάση δεν είναι μεμονωμένη, αλλά συνδυάζεται με ανάλογες διαφυγές, είτε προς μία υπερμοντέρνα Αμερική και Δυτικό κόσμο (Ράμφος), είτε προς μία φυλετική και βιολογική Παν-Ελλάδα της χαμένης Ατλαντίδας και των Εξωγήινων (Δαυλός, Λιακόπουλος), είτε προς έναν Οθωμανισμό (Γιανναράς), ικανό να μας βγάλει από τα σημερινά μας αδιέξοδα.
Πρόκειται για «εύκολες ιδεολογικές λύσεις» που δεν κουράζουν τον μεταμοντέρνο Έλληνα, δεν του κοστίζουν τίποτα, δεν του ζητούν τίποτα και, τελικά, δεν του λένε τίποτα.
Ο συγγραφέας εντοπίζει σ’ αυτά τα φαινομενικά διακριτά ρεύματα την κοινή τους συνισταμένη: και αυτή είναι η συστηματικά καλλιεργημένη εδώ και χρόνια τάση της «απο-εδαφικοποίησης», της απορρόφησης στη σχετικότητα του μεταμοντερνισμού, που δεν ενδιαφέρεται για Πολιτική, δεν ενδιαφέρεται για δράση, βοηθά στην κατανάλωση και στην ευμάρεια, διασκεδάζοντας τα κόμπλεξ κατωτερότητας του νέου Έλληνα.
Πολλές σελίδες αφιερώνονται στην «αποδομητική» ιστοριογραφία των Λιάκου και Κιτρομηλίδη, ακριβώς για να δειχθεί η προσπάθεια επιλεκτικής ανάγνωσης της Ιστορίας και η μέχρι του σημείου της διαστρέβλωσης απόπειρα να απομονωθούν περίοδοι του νέου Ελληνισμού ή κάποιες απ’ αυτές να απαξιωθούν (αίφνης, ο Ρήγας Φεραίος δεν εκδίδει τον «χιλιαστικό» Αγαθάγγελο, αλλά είναι μόνο ο δυτικόφιλος πολιτειακός οραματιστής και μόνο, αναλόγως ο νεοελληνικός Διαφωτισμός εισάγεται τα τελευταία προεπαναστατικά ή τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, και δεν υπήρχε ίχνος του παλαιότερα, ή η ιδέα της Ελευθερίας και της Ισότητας πιστώνεται μόνο στις επιρροές της Γαλλικής Επανάστασης και διαγράφονται με μία μονοκοντυλιά αιώνες επαναστάσεων και θυσιών των σκλαβωμένων Ελλήνων- που και αυτοί, για την εν λόγω ιστοριογραφία, δεν ήταν και Έλληνες, αλλά Οθωμανοί υπήκοοι)
Αυτή η μεταμοντέρνα «αριστερή» ιστοριογραφία πριμοδοτείται πλουσιοπάροχα από ερευνητικά κέντρα και διάφορα κονδύλια, στοχεύει σε μία «δήθεν μοντέρνα» αντιμετώπιση της νεοελληνικής ταυτότητας, καθίσταται μονοπωλιακή για δεκαετίες και τελικά «τα βρίσκει» με την παγκοσμιοποιητική μετάλλαξη του (πρώην Κομμουνιστή, Πλατωνικού και Ορθοδόξου Ράμφου), με την απεμπόλιση του «εδάφους» και του «κράτους» από τον «οθωμανικά αυτοκρατορικό» Γιανναρά, με τις «κιτσαρίες» των αρχαιολατρών που εξίσου βρίζουν το νεοελληνικό κράτος ως «μπολσεβίκικο και εβραιόφιλο», με την εγκατάλειψη του «τοπικού» και «εδαφικού προλεταριάτου» από τους Χαρτ και Νέγκρι.
Το κοινωνικό υποκείμενο αναζητείται πλέον στην «εαυτότητα» και στον ψυχολογισμό, σε «φανταστικές κοινότητες», στην «άσαρκη» εσχατολογική Ορθοδοξία, στη «νέο-Οθωμανική συμπολιτεία», ή στον πολυμήχανο και πολυσχιδή νέο εργαζόμενο της Παγκοσμιοποίησης.
Μετά απ’ όλα αυτά πως αλήθεια μπορεί να περιμένει κανείς κάτι από τον ελληνικό λαό; Πράγματι. Η εν λόγω προπαγάνδα είναι ισχυρή και διαρκής.
Κλείνω με μία παρατήρηση: αυτό που κριτικά βλέπω στον Γ. Καραμπελιά δεν είναι η εξίσου ιδεολογική του πρόσδεση σε αντι- παγκοσμιοποιητικές τοπικότητες όσο το γεγονός ότι όλα αυτά που πολύ σωστά επισημαίνει και περιγράφει, τελικά δηλώνουν μία γενικότερη πτώχευση των μεγάλων ιδεολογιών/ αφηγήσεων. Αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Ο νέος ανθρωπολογικός τύπος, απαθής, σχετικιστικός, καταναλωτής, αμόρφωτος, είναι δημιούργημα όλων των παραπάνω αλλά είναι και ο δημιουργός τους. Είμαστε ολοένα και περισσότερο μάρτυρες μίας νέας Εποχής, που θυμίζει Μεσαίωνα και Σκοτεινούς Χρόνους. Όμως μία τέτοια παραδοχή θα έκλεινε άπαξ και διαπαντός το θέμα του πολιτικο- κοινωνικού ακτιβισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου