Δημοσιεύω την μελέτη του Δ.Παπαδάτου - Αναγνωστόπουλου.Πρόκειται για μια εξαιρετική μελέτη, η οποία αναδεικνύει τις αντιφάσεις, τις διαφορετικές ροπές,τα διαφορετικά επίπεδα αναφοράς,αυτού που η πολιτική αργκό ορίζει (κακώς) ως νεοφιλελευθερισμό (νοούμενο συνήθως ως συμπαγές ρεύμα) .Σημειώνω την διατύπωση του καθημάς φιλελευθερισμού η οποία αποδίδει την ένταση μεταξύ φιλελευθερισμού, φιλελευθέρων, υπαρκτού φιλελευθερισμού.Ενδιαφέρουσα και η αντίστιξη φιλελευθερισμου-κράτους εκτάτου ανάγκης- ασυνέπειας φιλελευθέρων. Η ανάλυση με την ενδελέχεια της, περιγράφει την πιο αποτελεσματική στρατηγική της αριστεράς που δεν είναι άλλη από την αποκάλυψη των αντιφάσεων, των παλινδρομήσεων , των υποχωρήσεων των εκαστοτε συντηρητικών δυνάμεων από το κεκτημένο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ταυτόχρονα υπάρχει μια αυθεντική γόνιμη έρευνα για τον προσδιορισμό των ροπών στα ελληνικά πράγματα, ενώ συνήθως αντίστοιχες copy paste μελέτες απλως συσκοτίζουν. Θα μπορούσε καποιος να διαφωνήσει με ορισμένες διατυπώσεις, αλλά η προσπάθεια ακρίβειας και εμβάθυνσης είναι ορατή.
Πρώτη δημοσίευση RedNoteBook
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
«Όσοι συμβιβάζονται με τις χαμηλές προσδοκίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας», γράφει ο Κόλιν Κράουτς, «θα βλέπουν μάλλον συγκαταβατικά την ανάδυση της μεταδημοκρατίας». Πρόκειται για μια μορφή που, όπως εξηγεί ο ίδιος, ενώ διατηρεί «ίχνη» της ακμάζουσας μεταπολεμικής δημοκρατίας, μέρος δηλαδή των τυπικών της διαδικασιών, ταυτόχρονα εμφανίζει σημάδια έκπτωσής της, και μαζί με αυτά, στοιχεία προ-δημοκρατικά.
Καθώς λοιπόν ο πολυκομματισμός, το εκλογικό δικαίωμα και η ελευθερία του Τύπου είναι στις μέρες μας εξασφαλισμένα, καθώς δηλαδή ο πήχυς είναι από δεκαετίες πολύ χαμηλά, ώστε ο στόχος να επιτυγχάνεται ευκολότερα, σημαντική μερίδα των καθ’ ημάς φιλελεύθερων μάλλον εύλογα απορρίπτει ως λαϊκιστικό το αίτημα για «πραγματική δημοκρατία», και πιο γενικά, αδυνατεί να κατανοήσει προς τι η συζήτηση που αναπτύσσεται στις μέρες μας για τα όρια της συμβίωσης καπιταλισμού και δημοκρατίας· οι επιφυλλίδες της Καθημερινής ή η αρθρογραφία του book’s journal, που στις κινητοποιήσεις της πλατείας Συντάγματος, για παράδειγμα, δεν είδαν άλλο από τη σύμπραξη ακροδεξιών και ακροαριστερών –δηλαδή λαϊκιστών της δεξιάς και της αριστεράς– είναι απολύτως ενδεικτικές. Την τελευταία τριετία, από την άλλη πλευρά, ο δημόσιος διάλογος κατακλύζεται από τη ρητορική της έκτακτης ανάγκης, η προέλευση της οποίας δεν είναι ακριβώς φιλελεύθερη· η ρητορική αυτή, ωστόσο, υιοθετείται χωρίς αντιστάσεις από φιλελεύθερους της αριστεράς και της δεξιάς – μάλλον εύλογα, έτσι, η εκ μέρους τους υποστήριξη ενός κυβερνητικού σχήματος με τη συμμετοχή της ακροδεξιάς, εξέλιξη αδιανόητη μέχρι πρότινος, μοιάζει να μην δημιουργεί καμία γνωστική ασυμφωνία.
Όπως θα επιχειρήσω να εξηγήσω, ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές έχουν ιστορικό βάθος και, κυρίως, ισχυρή κοινωνική αγκύρωση. Αυτό που θα προσπαθήσω λοιπόν να δείξω σε ό,τι ακολουθεί είναι ότι ο εκσυγχρονισμός της ακροδεξιάς από τη μία πλευρά, και η ανάδυση ενός αντιλαϊκιστικού λόγου, που για να γίνει ηγεμονικός δεν μπορεί παρά να καταφεύγει στη γραμματική και το συντακτικό του λαϊκισμού –με άλλα λόγια: ενός τεχνοκρατικού λαϊκισμού ως μορφής νομιμοποίησης της κρατικής πολιτικής–, αποτελούν δύο συμπληρωματικές όψεις μιας εν εξελίξει εξέγερσης των ελίτ. Δανείζομαι τη φράση αυτή από τον αμερικανό κοινωνιολόγο Κρίστοφερ Λας, παρά τις διαφωνίες μου με πολλές από τις προκείμενές του, θεωρώντας ότι ακριβώς ο όρος «εξέγερση», με όλη τη βία που μεταξύ άλλων υπαινίσσεται, αντιστοιχεί σε αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα «μνημονιακή διαχείριση της οικονομικής κρίσης».
***
Αναφέρθηκα στο ιστορικό βάθος αυτής της «εξέγερσης». Η αφετηρία της θα πρέπει να εντοπιστεί στη δεκαετία του ’90, σε μια περίοδο δηλαδή κατά την οποία εκδηλώνονται –ως αντιθετικές τότε– δύο διακριτές διαδικασίες:
Η πρώτη αφορά την εκπόνηση μιας κρατικής πολιτικής μονεταριστικής συναίνεσης, προσανατολισμένης βεβαίως προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και σε ρήξη με τον «λαϊκισμό» της πασοκικής οκταετίας ’81-‘89.
Η δεύτερη αφορά την ανασυγκρότηση της άκρας δεξιάς εντός και εκτός Νέας Δημοκρατίας, με όρους λαϊκού κινήματος, στο έδαφος μιας αντιεκσυγχρονιστικής πολιτικής ατζέντας (όχι δηλαδή πια επί τη βάσει του πολιτειακού), σε αντιπαράθεση με τον τεχνοκρατικό οικονομισμό, και σε κάθε περίπτωση, εντός του μεταδημοκρατικού παραδείγματος όπου κινείται πανευρωπαϊκά η ακροδεξιά. Η διεργασία αυτή σηματοδοτεί τον πρώτο εκσυγχρονισμό της ελληνικής ακροδεξιάς. Πρόκειται για εκσυγχρονισμό, με την έννοια της –αντιφατικής– αποστασιοποίησης από μια ορισμένη παράδοση. Η ακροδεξιά παύει να συγκροτείται αποκλειστικά ως χώρος υποδοχής των νοσταλγών της δικτατορίας, της μοναρχίας ή του ιστορικού φασισμού, και μένοντας στην ελληνική περίπτωση, η μετατόπιση αυτή διευκολύνει το δεύτερο εκσυγχρονισμό της, που πραγματοποιείται στα χρόνια της οικονομικής κρίσης· η δεύτερη αυτή φάση, όπως θα εξηγήσω αργότερα, αντιστοιχεί στην «κεντρώα» υποτίθεται στροφή της ακροδεξιάς κατά την τελευταία τετραετία.
Ο πρώτος εκσυγχρονισμός της ακροδεξιάς, στον οποίο θα σταθώ αμέσως πιο αναλυτικά, συντελείται στο έδαφος ενός δεξιού αντιεκσυγχρονιστικού λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός αυτός καταγγέλλει τη σύγκλιση στο μεσαίο χώρο και βεβαίως επωφελείται από αυτήν, διαθέτει δηλαδή έντονα αντικαθεστωτικά στοιχεία, μολονότι μηχανισμοί που βρίσκονται στο στρατηγικό πεδίο του κράτους (υπουργεία, Εκκλησία και ΜΜΕ) είναι παρόντες, ήδη από την πρώτη στιγμή, σε αυτή την ανασυγκρότηση.
***
Από τις απόπειρες, λοιπόν, υπέρβασης της πολιτικής κρίσης των αρχών του ’90, μέχρι τις προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η κρίση της συντηρητικής παράταξης, κρίση που κορυφώνεται το 2000 με τη συγκρότηση του ΛΑΟΣ, και από τα συλλαλητήρια του ’92-’93 για το Μακεδονικό μέχρι τις λαοσυνάξεις του 2001 για τις ταυτότητες, η Εκκλησία που επαναπολιτικοποιείται, και η ελληνική ακροδεξιά, που μέχρι τότε αδυνατεί να παρακολουθήσει την ανοδική τροχιά των ομόλογών της ευρωπαϊκών σχηματισμών, προτάσσουν από κοινού τη διάσωση της εθνικής ιδιοπροσωπίας, ως αντίβαρο στην εθνοκτόνο παγκοσμιοποίηση, και βέβαια στο αντίστοιχό της στα καθ’ ημας -- στο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Σημίτη.
Αυτό το τελευταίο, από την άλλη, εκπροσωπεί έναν κοσμοπολίτικο εθνικισμό, υλοποιείται δηλαδή θέτοντας «πρώτα την Ελλάδα» και στο όνομα της «ισχυρής Ελλάδας» μέσα στην Ευρώπη, ενώ παρουσιάζει κάθε πολιτική του ως αναπόφευκτη, καθώς αυτή επιβάλλεται από τον εθνικό στόχο της ΟΝΕ· η ανελαστική πραγματικότητα που υπαινίσσεται ο στόχος αυτός δεν μπορεί παρά να αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης τεχνοκρατών, δηλαδή των «ειδημόνων».
Στα χρόνια αυτά, λοιπόν, η ακαδημαϊκή ιδιότητα των οικονομικών και πολιτικών εμπειρογνωμόνων (και πρώτου απ’ όλους του ίδιου πρωθυπουργού) αποτελεί εχέγγυο κοινωνικής αμεροληψίας και «ουδετερότητας», της υποτιθέμενης δηλαδή δυνατότητάς τους να στέκονται πέραν των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών διαιρέσεων, άρα να ερμηνεύουν αυθεντικά το εθνικό συμφέρον. Η αμεροληψία, η ουδετερότητα και η αποτελεσματικότητα αντιστοιχούν στη θεώρηση της κατά Γκίντενς νέας σοσιαλδημοκρατίας για το κράτος· ένα κράτος που οφείλει να αποκεντρωθεί και να «αποκομματικοποιηθεί», εξ ου και ο πολλαπλασιασμός των «Ανεξάρτητων» (από κοινωνικό έλεγχο…) Αρχών, και βεβαίως η διάχυση ενός αντικομματισμού, χάρη στον οποίο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας, η Εκκλησία και τα ιδιωτικά Μέσα Ενημέρωσης, συνεπικουρούμενα από το κράτος, κερδίζουν πολιτικό κεφάλαιο έναντι των κομμάτων. Είναι η περίοδος που μια ρητορική ενάντια στην «κομματικοποίηση του κράτους» χρησιμοποιείται από τα ΜΜΕ και τους εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ για να δηλωθεί η ρήξη με το «λαϊκιστικό» πρότυπο της δεκαετίας του ’80, με αποτέλεσμα, όπως δείχνουν μεταξύ άλλων οι Ελευθερίου και Τάσσης, το ΠΑΣΟΚ να μεταβληθεί σταδιακά σε ένα κόμμα-μη κόμμα, ταυτισμένο πολιτικά με την κρατική διαχείριση, και εξαρτημένο οικονομικά από τον τραπεζικό δανεισμό και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Στα χρόνια αυτά, η νέα σοσιαλδημοκρατία ανιχνεύει έναν Τρίτο Δρόμο «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς». Ζητούμενο, ήδη από τότε, από τα χρόνια δηλαδή της οικονομικής μεγέθυνσης, είναι «λύσεις που να δουλεύουν» –η πολιτική δηλαδή νομιμοποιείται στη βάση της «αποτελεσματικότητας»–, και οι λύσεις αυτές δεν νοείται να εμποδίζονται από «κατεστημένες νοοτροπίες» και «αναχρονιστικές συντεχνίες». Σε βάρος αυτών των τελευταίων θριαμβεύει ένας θεσμοποιημένος ατομισμός, για τον οποίο τα δικαιώματα δεν είναι πλέον κοινωνικά, αλλά αφορούν άτομα: άτομα υπεύθυνα για τις πράξεις τους, έτοιμα να αναλάβουν τους κινδύνους των επιλογών τους, κινητικά· άτομα που ρισκάρουν και διαμορφώνουν τα ίδια την προσωπικότητά τους μέσα από πολλαπλούς δρόμους, άσχετα αν το κόστος της διακινδύνευσης δεν είναι το ίδιο για όλους και άσχετα αν δεν είναι όλοι σε θέση να το επωμιστούν.
Στα συμφραζόμενα αυτού του κοινωνικού κατακερματισμού, ήδη δηλαδή από τη δεκαετία του ’90, η δημοκρατία θα παρουσιάζεται ως ανταγωνιστική προς την οικονομική ανάπτυξη. Με τους όρους του Γράβαρη, αν «κατά το χρονικό διάστημα ‘80-‘89 οι χαμηλές τιμές στο δείκτη οικονομικής σταθερότητας και μεγέθυνσης συνοδεύονται από υψηλές τιμές στο δείκτη εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος», την περίοδο ‘90-2001 η τάση αυτή θα αντιστραφεί· στο εξής, όσο λιγότερο πολιτικοποιημένη (δηλαδή εθνικοποιημένη) είναι η ατζέντα της κρατικής πολιτικής, τόσο αποτελεσματικότερες είναι οι επιλογές σε σχέση με τους στόχους της οικονομίας. Οι τελευταίοι τίθενται, βεβαίως, στο όνομα μιας «ισχυρής Ελλάδας» και μιας «ισχυρής κοινωνίας»· όλως παραδόξως, όμως, σημαίνουν την εμπλοκή στα κοινά ολοένα και λιγότερων Ελλήνων.
Είναι ακριβώς στο σημείο αυτό, και παρά τις σημαντικές διαφορές εκσυγχρονισμού και ακροδεξιού αντιεκσυγχρονισμού (κυρίως στην εξωτερική πολιτική και την ατζέντα του «πολιτισμικού φιλελευθερισμού»), που αναδεικνύεται μια εντυπωσιακή συμπληρωματικότητα των δύο, κατά τα άλλα αντιτιθέμενων, λόγων. Η μάχη με τον εκσυγχρονισμό στο πεδίο της «εθνικής ιδιοπροσωπίας», που δίνει από τα χρόνια εκείνα η ακροδεξιά, δεν αμφισβητεί τους κεντρικούς στόχους του εκσυγχρονισμού· μολονότι δε, η μάχη αυτή προϋποθέτει την απεύθυνση στο λαό και ταυτίζεται επανειλημμένα με τη μαζική κινητοποίηση –«για την ταυτότητα, που είναι η ψυχή μας»–, εντούτοις αποδεικνύεται καθ’ όλα συμβατή με την αποπολιτικοποίηση των κεντρικών επιλογών της κυβέρνησης Σημίτη, και ασφαλώς ταυτόσημη με τον αντικομματισμό που η τελευταία επαγγέλλεται και υλοποιεί. Από αυτή την άποψη, η ακροδεξιά μοιάζει ο προνομιακός αντίπαλος-συμπαίκτης του ΠΑΣΟΚ – όπως κατά μία έννοια συμβαίνει και σήμερα, με το μειοψηφικό και εύκολα απαξιώσιμο «μπλοκ της δραχμής».
Η ακροδεξιά πολιτεύεται ως «κόμμα του αντικομματισμού», και όπως σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, επιχειρεί να επωφεληθεί της κρίσης των ιδεολογιών, αυτοπαρουσιαζόμενη επίσης «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς», προπαγανδίζοντας το δικό της Τρίτο Δρόμο. Γράφει σχετικά ο Μάκης Βορίδης, νυν υπουργός της εθνοσωτήριας κυβέρνησης: «Από το γαλλικό ΄ni gauche ni droite΄ (oύτε αριστερά ούτε δεξιά) στην ιταλική ‘terza via’ (τρίτος δρόμος), είναι φανερό ότι τουλάχιστον μία ορισμένη πλευρά της εθνικής πολιτικής σκέψης υπερβαίνει το δίλημμα αυτό, παρουσιάζοντας την εθνική θέση ως ικανή να ξεπεράσει τη διχαστική για τον λαό διάκριση ανάμεσα σε ΄δεξιούς΄ και ΄αριστερούς΄».
***
Θα αντέτεινε εδώ κάποιος ότι η πρόταση να υπερβούμε την πόλωση «Αριστερά/Δεξιά», που διατυπώνει από δεκαετίες το μεταφασιστικό ΜSI, δεν μπορεί να συσχετίζεται με το μπλερικό Νέο Κέντρο της δεκαετίας του ’90 – ακόμα κι αν και τα δύο προγράμματα αμφισβητούν από κοινού τη δυνατότητα έκφρασης, στο πολιτικό επίπεδο, των ταξικών ανταγωνισμών. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς ότι αυτός ο ριζοσπαστικός κεντρισμός, που εισηγείται τότε η νέα σοσιαλδημοκρατία, είχε την ευγενή φιλοδοξία να εκφράσει την προσπάθεια μιας (αποτελεσματικής/κυβερνώσας) Αριστεράς να αντιμετωπίσει έναν «πολύπλοκο κόσμο» -- να λάβει δηλαδή υπ’ όψιν της τις νέες, «υβριδικές» πολιτικές ταυτότητες και την περίφημη πολυσθένεια των κοινωνικών υποκειμένων (για την οποία, εξάλλου, έγινε αρκετός λόγος και στη χώρα μας, στα συμφραζόμενα μιας συζήτησης περί της στρεβλής, υποτίθεται, καπιταλιστικής ανάπτυξης…). Αρκετά έγκαιρα, ωστόσο, στις ενστάσεις αυτές διατυπώθηκε μια εύλογη αντίρρηση, και μάλιστα από διανοούμενους κάθε άλλο παρά ύποπτους για λαϊκισμό: η «πολυπλοκότητα του κόσμου» και η πολυσθένεια των κοινωνικών υποκειμένων, γράφει ο Αντώνης Λιάκος, δεν υπαγορεύουν αναγκαστικά την υιοθέτηση ενός λόγου ασαφούς και χωρίς ταξικές συνδηλώσεις, αλλά ενός λόγου που συνδυάζει διαφορετικές ταξικές θέσεις σε διαφορετικές συνθέσεις. Αντίθετα, θα συμπληρώναμε εμείς, αν κάτι υπαγορεύει την υιοθέτηση ενός λόγου εθνικού, δηλαδή κοινωνικά πανσυλλεκτικού, αυτό δεν είναι παρά η ταύτιση του εκάστοτε φορέα του λόγου αυτού με το κράτος.
Το καπιταλιστικό κράτος, μας λέει ο Πουλαντζάς, ποτέ δεν αυτοπαρουσιάστηκε ως ταξικό κράτος. Μιλά παντού, ως κράτος εθνικό, φροντίζοντας ο λόγος του να μην αποτελεί απλά και μόνο αντανάκλαση του καταμερισμού εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το ίδιο αυτό κράτος αποτελεί έναν ουσιαστικό παράγοντα για την οργάνωση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, στο βαθμό που αναπαράγει τον κοινωνικό «κατακερματισμό-ατομικισμό», που είναι εγγενής στον καταμερισμό αυτό.
Η ιδεολογία του ατομικισμού, από την άλλη πλευρά, δεν εξυπηρετεί μονάχα την κάλυψη και την απόκρυψη των σχέσεων μεταξύ των τάξεων, όπως εξηγούν οι Καστέλς και Καρνόυ. Η ίδια ιδεολογία παίζει και ενεργό ρόλο στη διαίρεση και απομόνωση των λαϊκών μαζών.
Στα χρόνια λοιπόν της ουδετεροποίησης του κράτους και της εξατομίκευσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, χάριν βεβαίως του εξορθολογισμού και για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, η αποτελεσματικότητα αυτή, με τον τρόπο που τουλάχιστον εννοείται, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται. Το 2001, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες μόλις θέσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους. Κατά την ίδια περίοδο, όμως, το υποτιθέμενο κοινωνικά ουδέτερο κράτος οργανώνει, μέσω του ΠΑΣΟΚ και στο όνομα της «απελευθέρωσης της οικονομίας», μία κλειστή σχέση με εταιρείες (τράπεζες, κατασκευαστικές, εξοπλιστικές, εταιρείες μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, κλάδους της πληροφορικής, της ενέργειας, της παιδείας, της υγείας και των ΜΜΕ…), ενώ το ίδιο το ΠΑΣΟΚ οικοδομεί σχέσεις αλληλοϋποστήριξης με μεγάλες επιχειρηματικές οικογένειες, ιδιωτικοποιώντας παράλληλα πλήθος κερδοφόρων επιχειρήσεων, όπως συνοπτικά δείχνει ο Βερναρδάκης στο τελευταίο βιβλίο του. Πρόκειται, αν μη τι άλλο, για έναν ιδιότυπο, και πάντως διόλου αμερόληπτο αντικρατισμό, ενδεδυμένο ασφαλώς το μανδύα του εθνικού συμφέροντος…
***
Είναι εντυπωσιακό ότι στις ερμηνείες της κρίσης που κυριαρχούν στα Μέσα Ενημέρωσης, και που μεταξύ άλλων υποστηρίζονται από τακτικά δημοσιολογούντες ακαδημαϊκούς, αυτό το τμήμα της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης Μεταπολίτευσης που ξεκινά από τη δεκαετία του ’90, λάμπει διά της απουσίας του. Εξίσου απούσα, όμως, είναι και η αναφορά στις πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες επιτεύχθηκε ο εκσυγχρονισμός της άκρας δεξιάς και στις δύο φάσεις του. Σπάνια αναφέρεται, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο Κώστας Σημίτης, ήδη από την «αντιεκσυγχρονιστική» φάση της ακροδεξιάς, θεωρούσε έλλειμμα τη μη αυτόνομη παρουσία της στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Σπάνια, επίσης, γίνεται λόγος και για την εύνοια που είχε η ακροδεξιά από όλα τα φίλα προσκείμενα στο ΠΑΣΟΚ μέσα ενημέρωσης, όπως συνέβαινε άλλωστε επί Μιτεράν και στη Γαλλία, στην περίπτωση του Λεπέν. Μάλλον απαρατήρητο, τέλος, έχει περάσει και το γεγονός ότι η σημερινή Νέα Δημοκρατία μοιάζει να μην έχει κανένα πρόβλημα όταν ο ΛΑΟΣ ζητά από το κράτος να κάνει επίσημα περίπου ό,τι η Χρυσή Αυγή εν είδει ακτιβισμού – το μόνο πρόβλημα είναι κατά πόσο ο ΛΑΟΣ είναι ή όχι υποστήλωμα του «αιώνιου αντιπάλου», του ΠΑΣΟΚ.
Παρέθεσα ορισμένα παραδείγματα που, ειδικά στην παρούσα συγκυρία, μας υποχρεώνουνν να ερμηνεύσουμε την πολιτική αναβάθμιση της –λογιζόμενης ως γραφικής μέχρι πρότινος– ακροδεξιάς υπό το πρίσμα αυτού που ο Νέγκρι ονομάζει εξτρεμισμό του κέντρου: της θωράκισης του πολιτικού επιπέδου απέναντι στα λαϊκά αιτήματα και συμφέροντα, της επίτασης της στρατηγικής επιλεκτικότητας του κράτους, της ασφυκτικής συρρίκνωσης της αντιπροσωπευτικότητας συνολικά του πολιτικού συστήματος και, τέλος, της εγγραφής των διεργασιών αυτών στο νομικό σύστημα και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Το νομιμοποιητικό λόγο αυτού του «εξτρεμισμού» μπορούμε να αποκαλέσουμε τεχνοκρατικό λαϊκισμό.
Πρόκειται για έναν λαϊκισμό που συνομιλεί με τον κατακερματισμό του κοινωνικού, τον οποίο περιέγραψα προηγουμένως, αν και ίχνη του βρίσκουμε αρκετά πίσω, στα 1982. Είναι η χρονιά που η απεργία της ΟΤΟΕ θα χαρακτηριστεί άκαιρη, συντεχνιακή και αντικοινωνική, και σε συνέχεια αυτού του διαβήματος, το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει το περίφημο άρθρο 4, με το οποίο επιχειρείται ο περιορισμός των απεργιών στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Έκτοτε, οι κοινωνικές οργανώσεις που δεν λειτουργούν με κριτήρια «συνυπευθυνότητας υπέρ της οικονομίας» θα στιγματίζονται ως «συντεχνιακές», καθώς «στερούν το κοινωνικό σύνολο από τις δημόσιες υπηρεσίες» και «προκαλούν κινδύνους βλάβης στο καταναλωτικό κοινό». Στο ίδιο πρότυπο, οι «προνομιούχοι» εργαζόμενοι της Ολυμπιακής, τα «ρετιρέ», δεν δικαιούνται να απεργούν, διότι παίρνουν υψηλές αμοιβές, έστω κι αν η απαγόρευση κάθε άλλο παρά θα σημάνει τη μισθολογική αναβάθμιση άλλων κατηγοριών. Στα 1988, και για λόγους υγείας του κοινωνικού συνόλου, θα πρέπει να διακόψουν την απεργία τους και οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ το 1988, ενώ το 1990 και η ΟΛΜΕ οφείλει να μεταθέσει τη δική της απεργία την περίοδο των εξετάσεων, για να μην παραταθεί η αγωνία των μαθητών. Στη δεκαετία του ’90, και με τη συνδρομή πια και των ιδιωτικών ΜΜΕ, κάθε αντίσταση στην ιδιωτικοποίηση θα είναι «αντιαναπτυξιακή» και υποκινούμενη από «άνομα συμφέροντα», κάθε καταγγελία της αποδόμησης των κοινωνικών παροχών «εγωιστική» και «αντιεξισωτική», ενώ μαζί με το συντεχνιασμό των μισθωτών, θα στηλιτεύεται και αυτός των μεσαίων στρωμάτων (γιατρών, δικηγόρων κ.ο.κ.). Στα ίδιο κλίμα, την περίοδο ’91-’92 η μαχητική απεργία της ΕΑΣ θα χαρακτηριστεί «κοινωνική τρομοκρατία», και μερικά χρόνια αργότερα, η διαδήλωση κατά της επίσκεψης Κλίντον θα στιγματιστεί, από κυβέρνηση και ΜΜΕ, ως ενέργεια που εκθέτει τη χώρα.
Οι θεωρίες περί πολιτικής υποκίνησης συνοδεύουν διαχρονικά κάθε μομφή προς κοινωνικές κινητοποιήσεις που, υποτίθεται, στρέφονται εναντίον της χώρας, της κοινωνικής πλειοψηφίας, του φορολογούμενου πολίτη κ.ο.κ. Όσο δε το ΠΑΣΟΚ ταυτίζεται με τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, ο αντισυντεχνιακός και αντιλαϊκιστικός λόγος θα έχει ως αποκλειστικό αποδέκτη την Αριστερά, αναγόμενος έτσι σε ένα είδος εκσυγχρονισμένου αντικομμουνισμού, που βλέπει στην Αριστερά εκείνο το χώρο που «ξεπλένει» τη βία. Το είδαμε το 2006-2007 και 2008 με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στις απεργίες των λιμενεργατών το 2010· σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, το ΚΚΕ προκαλεί συνειδητά επεισόδια, οι απεργίες συνιστούν αντιδημοκρατικές κινητοποιήσεις, αφαιρούν εθνικό εισόδημα και εμποδίζουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας, δυσχεραίνοντας την εθνική προσπάθεια και διαιωνίζοντας την οικονομική εξάρτηση από τον ξένο δανεισμό.
Κάπως έτσι, μάλλον λογικά η Καθημερινή θα σημειώσει πως «με τη στάση που τηρεί, το ΚΚΕ επιβεβαιώνει πόσο εσφαλμένη ήταν η άνευ όρων νομιμοποίησή του το 1974» · και μάλλον λογικά ο διευθυντής της θα εξάρει, αντιστικτικά, τη σοβαρότητα του ΛΑΟΣ, όπως θα κάνουν κατ’ επανάληψη στελέχη της κυβέρνησης, και όπως νωρίτερα έχει κάνει ο Γιάννης Πρετεντέρης, για τον οποίο «η ατζέντα Καρατζαφέρη είναι η αυτονόητη ατζέντα της καθημερινότητας του πολίτη».
***
Στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, λοιπόν, αυτό που εκτυλίσσεται δεν είναι μια στροφή του ΛΑΟΣ προς το μεσαίο χώρο, που θα δήλωνε την επιτυχία μιας στρατηγικής συμπερίληψης του κόμματος αυτού από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι η τοποθέτηση του ΛΑΟΣ στην ακροδεξιά, στην κλίμακα πλέον και του οικονομικού φιλελευθερισμού, και μάλιστα την ίδια στιγμή που η ατζέντα του στα ζητήματα νόμου-τάξης και το μεταναστευτικό, όχι μόνο δεν έγινε μετριοπαθέστερη, αλλά αντίθετα, έχει καταστεί ηγεμονική. Αυτό που συμβαίνει είναι η ανάγνωση, εκ μέρους του ΛΑΟΣ, της πολιτικής κρίσης ως ευκαιρίας για τον αποστιγματισμό και την πολιτική του αναβάθμιση, κι αυτό που συμβαίνει, τέλος, είναι η εργαλειοποίηση του ΛΑΟΣ εκ μέρους των κυρίαρχων κομμάτων, προκειμένου, αφ’ ενός να επιμεριστεί το πολιτικό κόστος που επιφέρει η διαχείριση της κρίσης, και αφ’ ετέρου, να συρρικνωθεί κατά το δυνατό ο ορίζοντας των διαθέσιμων εναλλακτικών δυνατοτήτων, σε βάρος της Αριστεράς, και κυρίως κάθε κοινωνικής ομάδας που, κινητοποιούμενη, θα μπορούσε να προσφέρει ένα παράδειγμα ότι τα πράγματα μπορούν σήμερα να γίνουν και αλλιώς.
Το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι μέχρι πρότινος ερμηνείες της κρίσης, ακόμα και από κατά τεκμήριο σοβαρούς ακαδημαϊκούς, δεν ασχολούνται με τις εξελίξεις αυτές ή τις θεωρούν ήσσονος σημασίας. Μοιάζει, ως μη όφειλε, αυτονόητο το γεγονός ότι επιστρατεύονται εθνικιστές για να σωθεί η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, και μοιάζει μάλλον λογικό η εθνική προσπάθεια να περνά, μεταξύ άλλων, από ένα κόμμα με δεδηλωμένο χρηματοδότη του έναν κατασκευαστή, που σήμερα ευνοείται σκανδαλωδώς από φωτογραφικές διατάξεις· πρόκειται για το ίδιο κόμμα, στελέχη του οποίου ανατρέχουν στον Γκράμσι για να εξηγήσουν πώς η αστική τάξη θα ξεμπερδέψει με την ηγεμονία της Αριστεράς στο Πανεπιστήμιο, μένοντας βέβαια συνεπείς σε αυτό που μας είχαν από χρόνια προειδοποιήσει: η ριζοσπαστική δεξιά, έγραφε το 2005 ο Χρήστος Χαρίτος, αμφισβητεί τη δειλία της αστικής τάξης απέναντι στην Αριστερά και διεκδικεί την ηγεμονία. Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν οι μέχρι χτες δεδηλωμένοι πολέμιοί της, εμπιστευόμενοι τον πολυαναμενόμενο statesman, θα ανεχτούν την αναβάθμιση της ακροδεξιάς, ευθυγραμμιζόμενοι, αν και αντικρατιστές, με ένα όλο και πιο αυταρχικό κράτος.
Αναφορές
Carnoy, Martin / Castells, Μanuel (2001), «Η Παγκοσμιοποίηση, η Κοινωνία της Γνώσης και το Κράτος: Ο Πουλαντζάς στα τέλη της χιλιετίας», σε: Ρήγος, Άλκης / Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος (επιμ.), Η πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του, Θεμέλιο
Βερναρδάκης, Χριστόφορος (2011), Πολιτικά κόμματα, εκλογές & κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Σάκκουλα
Γεωργιάδου, Βασιλική (2008), «Ψηφίζοντας την άκρα δεξιά. Η εκλογική επιλογή του ΛΑ.Ο.Σ.», Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 19
Γκίντενς, Άντονι (2009), Ο Τρίτος Δρόμος. Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας (μετάφραση: Ανδρέας Τάκης), Πόλις
Γράβαρης, Δημήτρης (2004), «Η πολιτική οικονομία των μορφών νομιμοποίησης. Από τον λαϊκισμό στον τεχνοκρατικό εκσυγχρονισμό», σε: Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα: Αθήνα
Ελευθερίου, Κώστας /Τάσσης, Χρύσανθος (2011), «Εσωκομματική πολιτική και στρατηγική του κράτους: το ‘συμμετοχικό’ εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ (2004-2009)», Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 27
Κράουτς, Κόλιν (2006), Μεταδημοκρατία (εισαγωγή-μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής), Εκκρεμές: Αθήνα
Λιάκος, Αντώνης (1989), «Περί Λαϊκισμού), Ιστορικά, τεύχος 10 [http://www.democritics.net/anti-pop/images/pdf/ta_istorika_laikismos.pdf]
Μπελαντής, Δημήτρης (1996), «Η ΄μαχητικότητα΄ της ελληνικής Δημοκρατίας: Ο κρατικός λόγος για τον ΄εσωτερικό εχθρό΄ στη ΄Μεταπολίτευση΄», μέρος β’ Θέσεις, τεύχος 54 [http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=526&Itemid=29]
Νέγκρι, Αντόνιο (2009), Goodbye Mr Socialism. Μια συζήτηση με τον Raf “Valvola” Selsi (μετάφραση: Παναγιώτης Καλαμαράς), Ελευθεριακή Κουλτούρα
Σακελλαρόπουλος, Σπύρος/Σωτήρης, Παναγιώτης (2004), «Μεταλλαγές του κομματικού φαινομένου και θωράκιση του πολιτικού επιπέδου απέναντι στα λαϊκά συμφέροντα, σε: Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου