Πρόσφατα
κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Τόπος, ένα συναρπαστικό δοκίμιο κοινωνικής και
πολιτικής θεωρίας, το οποίο έρχεται να καλύψει, με την προκλητική θεματολογία
του και την πρωτοτυπία της προσέγγισής του, ένα σημαντικό κενό στην ελληνική
βιβλιογραφία. Πρόκειται για το τελευταίο σε σειρά, και ουδόλως σε σπουδαιότητα,
έργο του Παντελή Λέκκα με τίτλο ‘Αφαίρεση και Εμπειρία. Μια φορμαλιστική
θεώρηση του ιδεολογικού φαινομένου’. Η κεντρική ιδέα του βιβλίου αφορμάται από
τα ερωτήματα που αφήνουν αναπάντητα οι εμπειρικές, συνήθως κοινότοπες και
περιπτωσιολογικές ερμηνείες του χάσματος ανάμεσα στις ιδεολογικές μας
αφαιρέσεις και τη γείωσή τους στην πραγματικότητα, της απόστασης ανάμεσα στη
θεωρία και την υπολειπόμενη συνήθως βιωμένη εμπειρία, της διάστασης ανάμεσα σε
λόγους, αρχές, ιδανικά και τα έργα στην πολιτική αλλά και στην καθημερινή μας
πράξη. Σύμφωνα με το συγγραφέα, οι δύο συνηθέστερες απόπειρες άρσης του εν λόγω
χάσματος, από τη μια η περαιτέρω ενδυνάμωση των ιδεολογικών μας αφαιρέσεων και
η αυτιστική περιχαράκωσή μας μέσα σε αυτές, και από την άλλη ο κυνικός
συμβιβασμός της εμπειρικής σοφίας με την αντίφαση καθ’εαυτήν μαζί με την
ηθικόλογη αποκάλυψη της πολιτικής ιδιοτέλειας κι εξαπάτησης που συχνά
μεταμφιέζουν οι εξαγγελίες αρχών, μπορεί να ανακουφίζουν προσωρινά τις ηθικές
και κατανοητικές μας αξιώσεις, το επιτυγχάνουν όμως παρακάμπτοντας και
ξορκίζοντας το ‘καθαρά γνωστικό σκέλος του προβλήματος’. Το τελευταίο συνοψίζεται στο εξής ερώτημα:
‘κατά πόσο η αντίφαση λόγων και έργων στην πολιτική, αυτό το γνωστό χάσμα
ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη έχει, το ίδιο, ιστορικούς και κοινωνικούς
προσδιορισμούς, αν αλλάζει από το ένα είδος κοινωνίας στο άλλο’. Η απάντηση θα
αναζητηθεί, με τους όρους της συστηματικής κοινωνικής σκέψης, στις μεταβολές
των σχέσεων και των αναλογιών του μίγματος εμπειρίας και αφαίρεσης που
συνοδεύουν τη μετάβαση από τις κοινωνίες της παράδοσης στις κοινωνίες της
νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.
Θα
επιχειρήσω να συνοψίσω το επιχείρημα, απλουστεύοντάς το εκ των πραγμάτων.
Καθοδηγητικό νήμα της μελέτης αποτελεί η υπόθεση ότι, αν και η διάσταση
αφαίρεσης και εμπειρίας αποτελεί μια διαχρονική ‘ανθρωπολογική και κοινωνιακή σταθερά’,
τόσο το είδος των πολιτικών αφαιρέσεων που κυριαρχούν στις σύγχρονες κοινωνίες
όσο και οι τρόποι με τους οποίους οι αφαιρέσεις αυτές επιδρούν επί της
εμπειρίας και τη διαμορφώνουν, είναι ριζικά διαφορετικοί από εκείνους των
παραδοσιακών κοινωνιών. Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι αφαιρέσεις έχουν
πρωτίστως μεταφυσικό χαρακτήρα, απορρέουν από τη θρησκεία και λειτουργούν
κυρίως ως αναδρομικές εκλογικεύσεις μιας πολύμορφης και συγχρόνως ενιαίας
εμπειρίας. Αποσκοπούν στη συμμόρφωση σε κανόνες συμπεριφοράς που διαθέτουν
υπερβατική νομιμοποίηση, και εκβάλλουν συνήθως στον έμπρακτο συμβιβασμό με την
εγγενή ατέλεια του κόσμου και με τις απογοητεύσεις της πραγματικότητας. Στη
νεωτερικότητα, αντίθετα, οι αφαιρέσεις αποκτούν κοσμικό και ενεργόφιλο
περιεχόμενο και καθιστούν την πολιτική εργαλείο συνειδητού και συνολικού
μετασχηματισμού του κόσμου προς την εγκαθίδρυση μιας εγκόσμιας ουτοπίας, η
οποία συλλαμβάνεται διά μέσου των εκάστοτε αφηρημένων αρχών/εννοιών (άτομο,
ελευθερία, φύλο, φυλή, έθνος, τάξη κ.ο.κ) οι οποίες συγκροτούν τον ηθικό πυρήνα
των σύγχρονων ιδεολογιών. Η κυριαρχία της εμπειρικής γνώσης επί των γενικών
αφαιρέσεων που χαρακτήριζε τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, ανατρέπεται στη
νεωτερικότητα χάριν της πανηγυρικής πρωτοκαθεδρίας των αφαιρέσεων και της καθοριστικής
επιβολής τους επί της εμπειρίας. Στην πολιτική σφαίρα, ειδικότερα, ο
εμπειρισμός της παράδοσης (όρος ο οποίος συμπυκνώνει την συνεπειοκρατική εκείνη
αντίληψη περί πράττειν που συνίσταται στην εμπειρική εξισορόπηση αντικρουόμενων
συμφερόντων, αντιλήψεων και δυναμικών εξουσίας και στη ρεαλιστική στάθμιση των
πιθανών συνεπειών της πολιτικής δράσης) παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στην
ιδεολογική αντίληψη περί πολιτικής, σε εκείνη δηλαδή την αντίληψη ‘που
ερμηνεύει τον κόσμο και επιδιώκει να τον αλλάξει επί τη βάσει αφηρημένων
αρχών’.
Η εμπειρική διάψευση της αφηρημένης ουτοπίας που ενέπνευσε τον υπαρκτό
σοσιαλισμό και ο κλονισμός της πίστης στις εγκόσμιες ουτοπίες που ακολούθησε
την κατάρρευσή του, θα αναδεύσουν και πάλι το μίγμα αφαίρεσης και εμπειρίας
στην πολιτική, στις λεγόμενες μετανεωτερικές κοινωνίες. Η συνεχιζόμενη
εξατομίκευση του τρόπου ζωής και ο πολιτικός κομφορμισμός, κυνισμός ή/και
απάθεια που συνοδεύουν την υποχώρηση του πολιτικού ιδεαλισμού δεν έχουν
καταφέρει, ωστόσο, να εξαλείψουν την κληρονομιά του ιδεολογικού τρόπου
σκέπτεσθαι και πράττειν. Η κληρονομιά αυτή αποτυπώνεται, με τρόπο ‘αχανή και
ασυγκρότητο’, σε οψιφανείς σχετικά μορφές πολιτικής δράσης, όπως οι πολιτικές
ταυτότητας και οι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί, αλλά και στη νοσταλγική
παλινδρόμηση προς την παράδοση (εθνικισμός, μορφές χθόνιας μετακουλτούρας,
θρησκευτική αναγέννηση), στην ανυποχώρητη
παρουσία της πολιτικής ηθικολογίας, στον ‘πληθωρισμό των ιδεολογικά φορτισμένων
όρων’ στην καθημερινή πολιτική φρασεολογία, στην εξατομικευμένη και εκλεκτική
συγκόλληση ιδεολογημάτων από τα σκόρπια σπαράγματα των κατακερματισμένων
ιδεολογικών αφηγήσεων της νεοτερικότητας κ.ο.κ. Αν και το ίζημα του νέου
μίγματος παραμένει ακόμη ακαταστάλακτο, καθιστώντας οποιαδήποτε απόπειρα πρόβλεψης
πρώιμη κι επισφαλή, η μελέτη αναδεικνύει με ευαισθησία και διορατικότητα τα
κυριότερα συστατικά του και τις πολιτικές του εκδηλώσεις, τις δικές τους
αντιφάσεις και τη διαρκή ένταση στην οποία τελούν.
Ο
συγγραφέας δεν αρκείται, ωστόσο, σε μια συγκριτική, διαπιστωτική περιγραφή των
μετασχηματισμών του κράματος αφαίρεσης και εμπειρίας στα διαδοχικά ιστορικά
στάδια εξέλιξης της πολιτικής σκέψης και δράσης, τοποθετημένων στον τρίπτυχο
αναλυτικό καμβά των κατηγοριών παράδοση/νεωτερικότητα/μετανεωτερικότητα. Απεναντίας,
ενδιαφέρεται πρωτίστως να ερμηνεύσει το συγκεκριμένο φαινόμενο, αποκαλύπτοντας
τις προϋποθέσεις και τους όρους (διανοητικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και
οικονομικούς) της ιστορικής του εμφάνισης. Προβαίνει, λοιπόν, σε μια διεξοδική
ανάλυση των βαθύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών διεργασιών, οι οποίες, στην
πορεία του πολυφυούς, πολύμορφου και άνισου (σε περιεχόμενο, ρυθμό, έκταση και
ιστορικές αποκρυσταλλώσεις) εκσυγχρονισμού των κοινωνιών, συνέβαλλαν στην
‘ολένα και μεγαλύτερη αφαιρετικότητα’ της κοινωνικής ζωής, δημιουργώντας έτσι
το κατάλληλο διανοητικό και κοινωνικό υπόστρωμα της κατίσχυσης των αφηρημένων
αρχών και ιδεών, δηλαδή της ιδεολογικής πολιτικής, έναντι του πολιτικού
εμπειρισμού της παράδοσης.
Ανάμεσα
στις σημαντικότερες εξελίξεις που αναδεικνύει ο συγγραφέας ως παράγοντες που
ευνόησαν την ιδεολογική ‘ανασημασιοδότηση του πολιτικού πεδίου’ στη
νεωτερικότητα, περιλαμβάνονται συνοπτικά οι εξής: η ανάδυση της νεωτερικής
υποκειμενικότητας και η προαγωγή της εξατομίκευσης, κομβικά ιστορικά ορόσημα
των οποίων υπήρξαν η Αναγέννηση, η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση και η εφεύρεση της
τυπογραφίας· η σύνθετη και αργόσυρτη ιστορική διαδικασία της εκκοσμίκευσης των
κοινωνιών ως ‘αλλαξοπιστία’, δηλαδή ως αναπλήρωση του κενού που δημιούργησε η
αποσύνθεση των θρησκευτικών πεποιθήσεων και βεβαιοτήτων, μέσω της πίστης σε
αφηρημένες αρχές και ιδέες· η επικράτηση του βελτιόδοξου, ρασιοναλιστικού και
θετικιστικού πνεύματος του Διαφωτισμού και η υποστασιοποίηση, από την επιστήμη,
της εργαλειακής αντίληψης περί λογικής, εξελίξεις που τροφοδότησαν τη
δισυπόστατη αυτοπεποίθηση των ιδεολογιών στην ικανότητά τους όχι μόνο να
εξηγήσουν αλλά και να αναμορφώσουν τον κόσμο· η αντίρροπη τάση της ρομαντικής
αντίδρασης στην ψυχρή ορθολογικότητα του Διαφωτισμού, τάση που ερμηνεύει την
ενδιάθετη δυσφορία των ιδεολογιών με την πραγματικότητα, καθώς και τη ρομαντική
τους πίστη τόσο σε ηθικά ανόθευτα ιδανικά και αυθεντικές αξίες όσο και στη
δύναμη της ανθρώπινης θέλησης να πραγματώσει με άμεσο και τελεσίδικο τρόπο
εγκόσμιες ουτοπίες· η επέκταση του νεωτερικού συγκεντρωτικού κράτους με τους
αφηρημένους, απρόσωπους και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς διοίκησης, τη
μονοπωλιακή άσκηση της νόμιμης βίας και τη μονοπαγή συγκέντρωση της εξουσίας,
στην οποία αποβλέπουν, άμεσα ή έμμεσα, όλες οι ιδεολογίες της νεωτερικότητας· η
μαζικότητα και ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής και της επικοινωνίας και η
επέκταση της εγγραμματοσύνης· η έκρηξη, τέλος, της λεγόμενης ‘καπιταλιστικής
επανάστασης’ στη νεοτερικότητα, με την εγκαθίδρυση απρόσωπων σχέσεων παραγωγής,
τον πλήρη εκχρηματισμό των κοινωνιών, τις τεχνολογικές εφαρμογές της επιστήμης
στην παραγωγική διαδικασία, τον εξαστισμό, τις δημογραφικές εκρήξεις κ.ο.κ.
Ο
πολυπαραγοντικός πλούτος της διεισδυτικής ανάλυσης του Λέκκα καθιστά τον
κατάλογο αναπόφευκτα ελλιπή. Ο πυρήνας, ωστόσο, του επιχειρήματός του
εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, στον τρόπο με τον οποίο συναρτάται η ιδεολογία
με το διττό χαρακτήρα τής διαδικασίας της εξατομίκευσης (ή της ελευθερίας),
όπως αυτή αναδύεται ιστορικά στη νεοτερικότητα μέσα από τις προηγούμενες,
μεταξύ άλλων, εξελίξεις: από τη μια ως προσωπική αυτοδιάθεση και πλουραλιστική
ελευθερία συνείδησης και επιλογών στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, και από την
άλλη ως κατάρρευση των βεβαιοτήτων του παρελθόντος, ως θρυμματισμός της ενιαίας
εμπειρίας και ως απορφανισμός της ανέστιας και αποξενωμένης συνείδησης του
νεοτερικού υποκειμένου από την παραδοσιακή θρησκευτική κοινότητα (παραστάσεων
και βιωμάτων). Οι ιδεολογίες της νεωτερικότητας γίνονται έτσι αντιληπτές ως
μορφές εκδήλωσης και, μαζί, άρνησης της εξατομίκευσης, ως μορφές αντανάκλασης
των απειράριθμων δυνατοτήτων της νεωτερικότητας και συγχρόνως υπέρβασης της
οντολογικής της αβεβαιότητας και ερημίας. Υπό αυτήν την οπτική, οι ιδεολογίες
αποτελούν, εν τέλει, συστήματα αφηρημένης έκφρασης και εκκοσμικευμένης
συνείδησης του ‘τραύματος της νεωτερικότητας’ (της απώλειας της οντολογικής
ασφάλειας του παρελθόντος), και, ενταυτώ, ενεργητικές απόπειρες επούλωσής του.
Όσον
αφορά στις εξελίξεις που καθόρισαν την εκ νέου αναδιάταξη των συστατικών του
μίγματος αφαίρεσης και εμπειρίας στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας, η
προσέγγιση του Λέκκα είναι εξίσου πολυδιάστατη κι εμβριθής. Εν γνώσει της
απλουστευτικότητας και της ελλειπτικότητας της απαρίθμησης, αναφέρονται
επιγραμματικά οι ακόλουθες: η πολιτική
μετατόπιση της ιδεολογικής ριζοσπαστικότητας προς τα δεξιά, με την επικράτηση
του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην αγγλοσαξονική Δύση στα τέλη του Ψυχρού
Πολέμου· η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και ο θρυμματισμός των μεγάλων
αφηγήσεων· ο θρίαμβος του ελεύθερου και άγριου ανταγωνισμού στα πλαίσια ενός
ερζάτς καπιταλισμού που ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και κοινωνικοποιεί τις ζημιές· η
γενίκευση σε όλον τον πλανήτη των προσδοκιών ευμάρειας που καλλιέργησε η
οικονομική ανάπτυξη της Δύσης· οι ανυπέρβλητες οικολογικές επιπλοκές αυτής της
ανάπτυξης που διαψεύδουν εμπειρικά τη θετικιστική πεποίθηση στις απεριόριστες
ικανότητες του ανθρώπου και της επιστήμης, καταρρίπτοντας την αξιωματική πίστη
των ‘προντουκτιβιστικών’ ιδεολογιών στην πανάκεια της αειφόρου ανάπτυξης· η
περιστολή των δικαιοδοσιών του συγκεντρωτικού κράτους λόγω της παγκοσμιοποίησης
και η δραματική υποχώρηση του προνοιακού του ρόλου· οι επιπτώσεις της
επανάστασης της πληροφορικής και της επικοινωνίας στους τρόπους συγκρότησης, διάδοσης,
πρόσληψης και αφομοίωσης των ιδεολογικών αφαιρέσεων και των ατομικών εμπειριών·
η ένταση και εμβάθυνση της διαδικασίας της εξατομίκευσης στη διττή της
διάσταση, όπως ορίστηκε μόλις προηγουμένως· τέλος η πολιτικοποίηση και η
εκκοσμίκευση της ίδιας της παραδοσιακής θρησκείας είτε ως ιδεολογική
εκλογίκευση ιδιοτελών συμφερόντων (σε δυτικές π.χ. κοινωνίες όπως οι ΗΠΑ) είτε
ως άρνηση ή και αντίδραση ενάντια στη νεωτερικότητα στις ατελώς ή διαφοροτρόπως
(σε σχέση με το δυτικό παράδειγμα) εκσυγχρονισμένες κοινωνίες της περιφέρειας.
Στο
σημείο αυτό είναι απαραίτητη μια επισήμανση. Η ανάλυση του Λέκκα, αρραγώς
θωρακισμένη επιστημολογικά απέναντι στους κινδύνους του κοινωνιολογισμού και σε
κάθε πιθανό αναγωγισμό, δεν εξετάζει τις πολιτικές ιδεολογίες απλώς ως παράγωγα
των κοινωνικών συνθηκών και του τρόπου ζωής της νεώτερης εποχής. Πέρα από την
αυτοτέλεια και τις βαθειές ιστορικές ρίζες των πνευματικών εξελίξεων που
υπέθαλψαν την αφαιρετικότητα της σύγχρονης πολιτικής σκέψης και δράσης, η
μελέτη αναδεικνύει με σαφήνεια τους τρόπους με τους οποίους η ιδεολογική
πολιτική καθ’εαυτήν αναθάλπει καταλυτικά και αναπλάθει σκόπιμα, συνειδητά και
προμελετημένα τις νεοτερικές κοινωνίες στις οποίες εμφανίζεται, επιτείνοντας
παράλληλα τον εκσυγχρονισμό, τον εργαλειακό εξορθολογισμό και την
‘αφαιρετικοποίησή’ τους.
Αυτό
όμως που καθιστά περισσότερο πρωτοποριακή, καινοτόμο και συνδυαστικά γόνιμη τη
σύλληψη του Λέκκα είναι, ίσως, η μεθοδολογική της προσέγγιση. Ο συγγραφέας υιοθετεί μια μακροσκοπική,
φορμαλιστική και ‘ιδεοτυπική’ αντίληψη του ιδεολογικού φαινομένου, η οποία,
‘αγνοώντας’ συνειδητά τις ουσιαστικές και ουδόλως ευάριθμες διαφορές που
υφίστανται ανάμεσα στις ιδεολογίες της νεωτερικότητας (διαφορές σε φιλοσοφικό
βάθος, αυτοσυνειδησία και λογική τεκμηρίωση, ηθικό στίγμα, κοινωνική
εκπροσώπηση, διάχυση και απεύθυνση, πολιτικές και κοινωνικές συνεπαγωγές
κ.ο.κ), επιλέγει να εστιάσει στις τυπικές τους ομοιότητες. Επιχειρεί λοιπόν κι
επιτυγχάνει να αποτυπώσει και να ερμηνεύσει τα κοινά χαρακτηριστικά και τα
γενικά περιγράμματα των σύγχρονων ιδεολογιών, ανεξάρτητα από τις επιμέρους
χωροχρονικές τους εκδηλώσεις, τις μεταξύ τους εκλεκτικές συγκλίσεις και
οσμώσεις, τις παραλλαγές και την ποικιλία στο εσωτερικό τους, καθώς και τις
έμπρακτες νοθεύσεις τους από τους αναπότρεπτους συμβιβασμούς τους με την
εμπειρία. Την ίδια φορμαλιστική οπτική θα υιοθετήσει ο συγγραφέας και στην
προσπάθειά του να διακρίνει τις ιδεοτυπικές ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της
ιδεολογίας και της παραδοσιακής θρησκείας, καθώς και τα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων ιδεολογικών ουτοπιών.
Εκτός
από την αξιολογική ουδετερότητα την οποία προϋποθέτει και συγχρόνως επιτρέπει η
συγκεκριμένη φορμαλιστική προσέγγιση, ένα ακόμη ‘σχετικό πλεονέκτημα’ υπέρ
αυτής, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, είναι ότι δεν απαιτεί κάποια ισχυρή
επιστημολογική τοποθέτηση που να αποφαίνεται για την αλήθεια της εκάστοτε
ιδεολογίας και τα κριτήρια επικύρωσης ή διάψευσής της. Τόσο οι διαφορετικές
αξιώσεις αλήθειας των σύγχρονων ιδεολογιών όσο και τα συγκεκριμένα δικαιωτικά
επιχειρήματα που τις συνοδεύουν, εισάγονται εξαρχής, σκόπιμα και
φαινομενολογικώ τω τρόπω, σε παρένθεση, καθώς αυτό που ο συγγραφέας
ενδιαφέρεται πρωτίστως να αναδείξει είναι ‘η δομή και η λειτουργία της
ιδεολογίας ως συστήματος νοηματοδότησης’. Για το σκοπό αυτό αξιοποιεί, με τρόπο
επιλεκτικό και κριτικό συνάμα, ποικίλα και σημαντικά ρεύματα της κλασικής και
νεώτερης κοινωνικής θεωρίας, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ιδιαίτερα η
νεοκαντιανής έμπνευσης τυπική/φορμαλιστική κοινωνιολογία του Ζίμμελ (που
πρωτοστατεί στο επιχείρημα, όπως φανερώνει κι ο τίτλος της μελέτης), η
ερμηνευτική κοινωνιολογική παράδοση που ελαύνεται από τη σκέψη του Βέμπερ, η
κοινωνιολογία της γνώσης και ο Μάνχαιμ, ο Λούκατς και η Σχολή της Φραγκφούρτης,
η φαινομενολογική κοινωνιολογία και ο Μπέργκερ, καθώς και το μεθοδολογικό
πρόταγμα του ‘εννοιολογικού πραγματισμού’ του Μουζέλη.
Ιδιαίτερα
ξεχωρίζει, επίσης, ο γλαφυρός και κριτικός τρόπος με τον οποίο ο Λέκκας
αναδεικνύει τα κυριότερα ρεύματα και τους σημαντικότερους εκπροσώπους της
συνεπειοκρατικής σκέψης (από τον Έντμουντ Μπερκ, στον Μαξ Βέμπερ και τους Μάικλ
Όουξοτ, Έλι Κεντούρι, Κέννεθ Μίνογκ κ.ά.). Ο συγγραφέας αξιοποιεί στο έπακρο
τις οξυδερκείς διοράσεις που προσφέρει η εκ μέρους τους κριτική πραγμάτευση του
ιδεολογικού φαινομένου από τη σκοπιά ενός παραδοσιοκεντρικού πολιτικού
εμπειρισμού. Ωστόσο, δεν παραλείπει συγχρόνως να αποκαλύψει τους ιδεολογικούς
προσδιορισμούς της καταφανώς συντηρητικής τους αντίληψης και να διαγράψει τα
κατανοητικά της όρια. Μία από τις σημαντικότερες ανεπάρκειες της
συνεπειοκρατικής σκέψης που διαπιστώνει και επανορθώνει ο συγγραφέας,
προεκτείνοντας ακόμη περισσότερο τον ευρετικό ορίζοντα της δικής του ανάλυσης,
είναι η αδυναμία της να συλλάβει την ‘πολιτική ανιδιοτέλεια’, το ‘γνήσιο
ενθουσιασμό’ και το ‘αυτοθυσιαστικό πνεύμα’ που εμπνέει και συνεπάγεται κάθε
ειλικρινής ιδεολογική στράτευση σε έναν ανώτερο σκοπό ή αξία (σύμφωνα με τα
κριτήρια που θεσπίζουν οι ίδιες οι ιδεολογίες). Είτε ως προϋπόθεση είτε ως
απόρροια, την αδυναμία αυτή συνοδεύει συνήθως κι ένα έλλειμμα του απαραίτητου
εκείνου σεβασμού που, σύμφωνα με το συγγραφέα,
θα όφειλε να επιδεικνύει κάθε γνήσια απομυθοποιητικό και αναστοχαστικό
εγχείρημα απέναντι στην ‘υλική υπόσταση’, την απήχηση και τη ‘σπερματική αλήθεια’
που εμπερικλείουν οι κοσμικοί μύθοι των σύγχρονων ιδεολογιών. Μόνο μια παρόμοια
στάση ‘ενάρετου σκεπτικισμού’ (λογικής εντιμότητας και ηθικής ανεκτικότητας),
όπως αυτή που υιοθετεί και προτείνει ο συγγραφέας, θα μπορούσε ενδεχομένως να
κυοφορήσει τη δυνατότητα της αυτοσυνειδησίας και του αναστοχασμού, επιτρέποντας
στα υποκείμενα του φαινομένου που μελετά, δηλαδή στους ειλικρινείς ιδεολόγους,
να αντιληφθούν τον εαυτό τους από κάποια απόσταση.
Παρά
τον σύνθετο και θεωρητικά καλειδοσκοπικό της χαρακτήρα, η τυπολογική ανάλυση
που ακολουθείται δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει μια ολοκληρωμένη θεωρία περί
ιδεολογίας, ούτε εκλαμβάνει τον εαυτό της ως μια πράξη γνωστικά ουδέτερη. Ο
συγγραφέας καθομολογεί ευθύς εξαρχής την μονομέρεια και την αναπόδραστη
μεροληπτικότητα της προσέγγισής του. Οριοθετεί με σαφήνεια τους στόχους και το
πρίσμα της ανάλυσής του, καταγράφοντας συγχρόνως με πληρότητα και ειλικρίνεια
τις ποικιλώνυμες συνεισφορές στον προβληματισμό του, αλλά και τις σιωπές και
τους αποκλεισμούς στους οποίους, ούτως ή άλλως αναπόφευκτα, προβαίνει η διαύγαση
οποιασδήποτε επιμέρους όψης της κοινωνικής ζωής από την κοινωνική θεωρία. Αν
και δεν προξενεί καθόλου εντύπωση σε όποιον είναι έστω κι ελάχιστα
εξοικειωμένος με το έργο και τη σκέψη του Λέκκα, θα ήταν παράλειψη να μη
σχολιαστεί η γνωστική επάρκεια και η περιεκτικότητα με τις οποίες ο συγγραφέας
ελέγχει, ιεραρχεί και συμπυκνώνει τις μέχρι τούδε θεωρητικές και εννοιολογικές
προσεγγίσεις των φαινομένων που μελετά, είτε πρόκειται για την αντίληψη της
ιδεολογίας ως κοσμικής θρησκείας, είτε για το ζήτημα των συναρμογών της γνώσης
με την εξουσία, είτε για ‘το πρόβλημα
της νοηματικής διασάλευσης’ που επισύρει στο διάβα της η έλευση της
νεωτερικότητας, είτε, τέλος, για την εννοιολόγηση των ακρογωνιαίων κατηγοριών
στις οποίες θεμελιώνεται η μελέτη (κυρίως το δίπολο ‘αφαίρεση/εμπειρία’, και το
τρίπτυχο ‘παράδοση/νεωτερικότητα/μετανεωτερικότητα’).
Ειδικά
όσον αφορά στο ζήτημα της συλλογικής πολιτικής εμπειρίας, ο Λέκκας καταφάσκει
απερίφραστα τα ανυπέρβλητα μεθοδολογικά προβλήματα που παρουσιάζει η
οποιαδήποτε προσπάθεια ασφαλούς θεωρητικής του προσπέλασης, φανερώνοντας για
άλλη μια φορά την αναστοχαστική του εγρήγορση και καθιστώντας τη δική του
θεωρητική απόπειρα να το δαμάσει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κι ερεθιστικά
σημεία της μελέτης. Προϊόν και αντανάκλαση της διανοητικής εντιμότητας και της
μεθοδολογικής συνέπειας του συγγραφέα αποτελεί και το μεταθεωρητικό κρεσέντο
του επιλόγου το οποίο ολοκληρώνει την προηγηθείσα ανάλυση, δικαιώνοντας το
εφεκτικό και αναστοχαστικό πνεύμα που τη διαπερνά έτσι απ’άκρου εις άκρον.
Προκειμένου να αιτιολογήσει και να οριοθετήσει τη δική του φαινομενολογική
τοποθέτηση, ο συγγραφέας ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στις δύο θεμελιώδεις
μεθοδολογικές αφετηρίες του κοινωνιολογικού στοχασμού, ανάμεσα δηλαδή στα
υποκειμενικά νοήματα της δράσης και στους αντικειμενικούς δομικούς της
περιορισμούς/καθορισμούς, αλιεύοντας με ενάργεια τις επιστημολογικές παγίδες
που ναρκοθετούν το πεδίο της κοινωνικής επιστήμης, συνεπώς και του δικού του
προβληματισμού.
Η
σωρεία των αρετών που διακρίνουν τη συγκεκριμένη
μελέτη δεν είναι δυνατόν να χωρέσει σε οποιαδήποτε παρουσίαση, καθώς κάτι
τέτοιο θα απαιτούσε την αυτούσια αναπαραγωγή της ίδιας της μελέτης. Αξίζει,
ωστόσο, να σημειωθούν επίσης η αμεσότητα, η σαφήνεια και η παραστατικότητα που
χαρακτηρίζουν το ύφος του συγγραφέα, καθώς και ο προσεκτικός και υπομονετικός
τρόπος με τον οποίο οικοδομεί τα επιχειρήματά του χρησιμοποιώντας τις ιδέες
κάθε ενότητας ως βάση για να κτίσει τις επόμενες, αξιοποιώντας, δηλαδή, την
πρακτική της επανάληψης με τον πλέον ωφέλιμο και δημιουργικό τρόπο.
Θα
ολοκληρώσω το μακροσκελές εγκώμιο ενός έργου πνοής, που δε χρειάζεται εγκώμια,
με ένα ελάσσονος σημασίας σχόλιο, στο κριτικό πνεύμα του ίδιου του βιβλίου. Έχω
την εντύπωση ότι ο χαρακτηρισμός, από το συγγραφέα, των κινήτρων των γνήσιων
ιδεολόγων ως 'ευγενών', ακόμη κι αν συμφωνήσουμε να ορίσουμε την ευγένεια ως
έκφραση ειλικρινούς ανιδιοτέλειας, συνιστά μια μικρή υποχώρηση του κανόνα τής
αξιολογικής ουδετερότητας και του μεθοδολογικού φορμαλισμού που ακολουθείται
απαρέγκλιτα στην υπόλοιπη ανάλυση. Προσωπικά θα δυσκολευόμουν να συμφωνήσω εκ
των προτέρων στο συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, καθώς φαίνεται να τελεί σε λογική
αντινομία με το κρυφό (είτε φανερό) εξουσιαστικό δυναμικό των ιδεολογιών,
το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας αναδεικνύει με σαφήνεια. Το υπαρκτό στοιχείο
του αυτοθυσιαστικού πνεύματος δεν είναι
αρκετό, κατά τη γνώμη μου, για να δικαιολογήσει την επιλογή του συγγραφέα
ανάγοντας την αντίφαση στα ίδια τα κίνητρα των ιδεολόγων, ούτε είμαι βέβαιος
για την αναγκαιότητα μιας παρόμοιας επιλογής, αμφιβολία που σε καμία περίπτωση
δεν απορρέει από οπoιαδήποτε ταύτιση με, ή συμπάθεια προς τους οπαδούς του ηθικού κυνισμού
ή του μεταμοντέρνου. Όπως κι ο Λέκκας, θεωρώ απλώς ότι οποιαδήποτε απόπειρα
τελεσιδικίας στο ζήτημα χαρακτηρισμού των κινήτρων της ανθρώπινης δράσης
προσκρούει αναπόφευκτα στον ανερμάτιστο και οιονεί αναπόδεικτο χαρακτήρα
οιασδήποτε δίκης προθέσεων, πόσο μάλλον όταν υιοθετείται αξιωματικά και a priori. Ωστόσο, ακόμη και στην
ελάχιστη πιθανότητα να μην έχω παρανοήσει εντελώς το σκεπτικό του, η
ανεπαίσθητη αυτή αντινομία, πέρα από το να προδίδει τον αξιακό πυρήνα του ίδιου
του συγγραφέα (όπως εξάλλου κάνουν και οι διασκεδαστικοί ειρωνικοί υπαινιγμοί
που διακοσμούν τη μελέτη), καθώς και την ειλικρινή μέριμνα σεβασμού απέναντι
στα υποκείμενα του ιδεολογικού φαινομένου, δεν αλλοιώνει ούτε επηρεάζει το
επιχείρημά του, ούτε θα μπορούσε, φυσικά, να αμφισβητήσει στο ελάχιστο τη
μεθοδολογική του συνέπεια και την τεκμηριωτική του επάρκεια.
Εν κατακλείδι (κι εν αντιθέσει,
εδώ, με το πνεύμα του βιβλίου), θα ήθελα να αποτολμήσω μια πρόβλεψη. Όπως και
οι προηγούμενες μελέτες του Λέκκα - προκλητικές και ρηξικέλευθες την εποχή της
εμφάνισής τους - συνέβαλαν καθοριστικά, είτε το ομολογούμε είτε όχι, στη
διαμόρφωση των αυτονόητων πια παραδοχών μας για το φαινόμενο του εθνικισμού, με
συνέπεια να αποτελούν σήμερα κλασικά ακαδημαϊκά εγχειρίδια, έτσι και το προϊόν
της τελευταίας του μελέτης, πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, να καταστεί έργο
αναφοράς που δε θα είναι δυνατόν να αγνοήσει κανείς συνεπής μελετητής του
ιδεολογικού φαινομένου, μα και κανείς έντιμος ιδεολόγος που θα επιθυμούσε να
διευρύνει τα όρια της αυτογνωσίας του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν η
πρόβλεψή μου αποδειχτεί υπερβολικά αισιόδοξη, η πραγματεία του Λέκκα, θέτοντας
σε μεθοδολογικά στέρεες και θεωρητικά πρωτεϊκές βάσεις την αντίληψή μας για τη
σημασία και το ρόλο της ιδεολογικής πολιτικής καθώς και της πολιτικής εν γένει,
επιτυγχάνει απολύτως τους στόχους της, τουτέστιν ‘να προαγάγει την κατανόησή
μας’ και ‘να ψηλαφήσει τα όρια της
γνώσης μας’, γονιμοποιώντας εντέλει την μόνη καταστατική προϋπόθεση της
κριτικής σκέψης, ήτοι την αμφιβολία.