H απόρριψη του πλάνου της
Ευρωομάδας για κούρεμα των καταθέσεων σε κυπριακές τράπεζες από τη βουλή της
Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί ένα γεγονός με τεράστιες και ανυπολόγιστες ακόμη
συνέπειες. Δεν αναφέρομαι σε οικονομικές, αλλά σε πολιτικές συνέπειες, ή μάλλον,
ακριβώς, στη βασική εξόχως πολιτική συνέπεια ότι, με το συμβάν αυτό, η πολιτική
ξαναδιεκδίκησε τα δικαιώματά της από την «οικονομία». Την οικο-νομία νοούμενη ως
management, ως ένα σύνολο τεχνικών διαχείρισης ανθρώπων και
πραγμάτων, επί του οποίου δεν τίθεται ζήτημα διαφωνίας (mésentente),
αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού· τίθεται μόνο ζήτημα επιστημονικής γνώσης και
εφαρμογής της. Για την επιστημονική γνώση, ως γνωστόν, το πράγμα «είναι έτσι»·
δεν ενδέχεται άλλως έχειν.
Η
πολιτική, από την άλλη, είναι αυτό που διακόπτει, αυτό που έρχεται από
κει που δεν το περιμένουμε[1].
Όταν σου έρχεται κάτι από
κει που δεν το περιμένεις, είναι αναμενόμενο ότι προσπαθείς να το σκεφτείς με
βάση αυτά που ήδη ξέρεις, να αναζητήσεις προηγούμενα. Στην περίπτωσή μας, οι
συνειρμοί έμοιαζαν τόσο κραυγαλέοι και αυτονόητοι που όλοι έσπευσαν να τους
κάνουν –με πρώτο και καλύτερο τον κ. Γιώργο Νταλάρα:
πριν από ούτε δέκα χρόνια, στην Κύπρο υπήρξε ένα άλλο αρνητικό αποτέλεσμα σε
ψηφοφορία, το οποίο είχε θεωρηθεί ως ηρωική αντίσταση στα απειλητικά σχέδια των
ξένων –η απόρριψη του σχεδίου των Ηνωμένων Εθνών για λύση του πολιτικού
προβλήματος του νησιού. Μια απόρριψη που έγινε στο όνομα της επιθυμίας όσων παρέλαβαν
κράτος και δεν ήθελαν να παραδώσουν κοινότητα.
Στο παρόν κείμενο επιθυμώ να
αμφισβητήσω αυτή την αυτονόητη σύνδεση και να προσπαθήσω να επινοήσω μία άλλη
γενεαλογία του συμβάντος, η οποία έρχεται από πολύ παλιότερα. Σε αντίθεση με
τους αυτόματους συνειρμούς περί ηνωμένων εθνών, θεωρώ ότι υπάρχει μία
εναλλακτική, παλιότερη και ξεχασμένη πλέον τεχνογνωσία, ένα άλλο ρεύμα το οποίο
εκβάλλει σε αυτή την τωρινή άρνηση και την καθορίζει. Μία τεχνογνωσία που έχει
σχέση με τη λογική τού πλήθους και της αυτοκρατορίας, και όχι με
τη λογική του λαού και της εθνικής κυριαρχίας.
Για να εξηγήσω ποια είναι
αυτή, θα χρειαστεί να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα από μία πρόσφατα
δημοσιευμένη επιστημονική έρευνα. Πρόκειται για τη διατριβή του Κύπριου
ιστορικού Αντώνη Χατζηκυριάκου με τίτλο Κοινωνία και οικονομία σε ένα
οθωμανικό νησί: η Κύπρος στο δέκατο όγδοο αιώνα.
Η
διοικητική αλλαγή συχνά ερχόταν ως αντίδοτο σε τοπικές κοινωνικές και
οικονομικές πιέσεις, ιδίως τη μείωση του πληθυσμού, οι οποίες απειλούσαν την
οικονομική βιωσιμότητα της επαρχίας και έθεταν όρια στην απόσπαση εισοδήματος.
Τα έτη 1706, 1721, 1751, 1761, 1765, 1784, 1807 και 1812, οι Οθωμανικές πηγές
αναφέρουν μείωση του πληθυσμού ή άλλους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες (…),
ο συνδυασμός των οποίων ήταν αρκετά σοβαρός ώστε να καταστήσει αδύνατη την
πλήρη καταβολή των φόρων. Κάθε φορά, επρόκειτο για τη φυγή των αγροτών, οι
οποίοι πήγαιναν στις ακτές της Συρίας και της Ανατολίας. Τα κίνητρα για
επιστροφή των μεταναστών κυμαίνονταν από πλήρη φοροαπαλλαγή για ορισμένα
χρόνια, σημαντικές μειώσεις αρκετών φόρων για το σύνολο του νησιού, μέχρι τη
μείωση του συνολικού αριθμού των φορολογούμενων.
Η
μετανάστευση είναι ένας πολύ γνωστός μοχλός που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες
ενάντια στην επαχθή φορολόγηση ή τις καταχρήσεις, ο οποίος έστελνε ένα σαφές
μήνυμα στην πρωτεύουσα. Ήταν ένα επικοινωνιακό εργαλείο που μετέφερε την εικόνα
για το πόσο επείγουσα ήταν η κατάσταση, στο οποίο η πρωτεύουσα έσπευδε να
αντιδράσει για να προστατεύσει τις προοπτικές της για εξαγωγή πλεονάσματος.
Είναι πολύ γνωστό ότι οι συχνές εκκλήσεις για μετανάστευση συνιστούσαν ένα
διαπραγματευτικό εργαλείο το οποίο συχνά δεν ανταποκρινόταν την πραγματικότητα.
Οι πηγές (…) μας επιτρέπουν να δεχθούμε με κάποια βεβαιότητα ότι οι
συγκεκριμένες περιπτώσεις ήταν αρκετά σοβαρές. Για παράδειγμα, οι εντολές αυτές
[από την πρωτεύουσα] στέλνονταν και στις περιοχές προς τις οποίες μετανάστευαν
οι Κύπριοι.
Η
συχνότητα των μεταναστεύσεων αποκαλύπτει μία άλλη δυναμική, που συνδέεται με το
χώρο και τις υλικές συνθήκες. Αν η Κύπρος ήταν ένας νησιωτικός χώρος
περίκλειστος από νερό που μπορούσε να παρακολουθηθεί στενά από τοπικά
οικονομικά, δημοσιονομικά και διοικητικά δίκτυα, ταυτόχρονα η χρήση της
θάλασσας προς μετανάστευση σε γειτονικές παράκτιες περιοχές σήμαινε ότι, από
την άποψη του τοπικού πληθυσμού, η λύση αυτή ήταν προσιτή και έστελνε ένα
ισχυρό μήνυμα[2].
Το 1706, το 1721, το 1751
και όλες τις άλλες χρονολογίες, οι Κύπριοι –κάποιοι Κύπριοι- βρίσκονταν, όπως
και τώρα, αντιμέτωποι με την απαίτηση της πρωτεύουσας μιας αυτοκρατορίας να
τους φορολογήσει κατά τρόπο που υπερέβαινε τις δυνάμεις τους και τη βιωσιμότητα
της οικονομίας και της κοινωνίας τους[3].
Τότε, τι έκαναν; Απλώς, έφευγαν. Έφευγαν, όμως, όχι από δειλία ή από
πανικό, αλλά από στρατηγικό υπολογισμό. Το επίθετο στρατηγικός εδώ
δεν πρέπει να νοηθεί ως αντιδιαστολή προς τον τακτικό υπολογισμό·
ουσιαστικά είναι το ίδιο: πρόκειται για τη μη-στρατηγική στρατηγική που
προσιδιάζει στη νομαδική πολεμική μηχανή και όχι στον τακτικό εθνικό
στρατό.
Για
την ευρωκεντρική/ φαλλογοκεντρική οπτική με την οποία έχουμε μάθει τους
τελευταίους δύο αιώνες να διαβάζουμε την πολιτική ως συνέχεια του πολέμου, (ή/
και το αντίστροφο), η φυγή είναι ανεπανόρθωτα ταυτισμένη με την ήττα, το
όνειδος, την αν-ανδρία, την εγκατάλειψη του ιερού πάτριου εδάφους στον «εχθρό».
Όπως εξάλλου και η μετανάστευση, για τους ίδιους λόγους[4].
Ωστόσο, για την αρχαία σοφία που κουβαλάει μέσα της η διαπραγματευτική τακτική
τού «κοινού των Κυπρίων» απέναντι στις νέες υπερβολικές φορολογικές απαιτήσεις
μιας πρωτεύουσας, η φυγή, η έξοδος, δεν είναι ο τερματισμός του
ανταγωνισμού, αλλά απλώς ένα εργαλείο για τη συνέχισή του, ή απλώς για τη
διεξαγωγή του. Το απλό όχι της βουλής χωρίς «εναλλακτική πρόταση», και,
ακόμα περισσότερο, το ταξίδι του υπουργού εμπορίου στη Μόσχα, δεν είναι καθόλου
μια επανέκδοση της ηρωικής θυσίας με την οποία τόσο εκστασιάζεται η εθνική
μυθολογία, μια νέα μορφή της ομαδικής αυτοκτονίας αγωνιστών, γυναικών, ανδρών
ή/ και παιδιών, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού· είναι η προέκταση της
τόσο αρχαίας –και τόσο σύγχρονης- γνώσης ότι ενίοτε, αν όχι πάντα, η
απεδαφικοποίηση συνιστά πιο ισχυρό όπλο από την εδαφικοποίηση.
Η
ιδέα ενός «μετασχηματισμού» του κράτους μοιάζει αρκετά δυτική. Παραμένει το
γεγονός ότι η άλλη ιδέα, η ιδέα μιας «καταστροφής» του κράτους, παραπέμπει πολύ
περισσότερο στην Ανατολή, και στις συνθήκες μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής.
Όσο και αν παρουσιάζουμε τις δύο αυτές ιδέες ως διαδοχικές φάσεις μιας
επανάστασης, είναι πολύ διαφορετικές και δύσκολα συμβιβάζονται, συνοψίζουν δε
την αντίθεση μεταξύ σοσιαλιστικών και αναρχικών ρευμάτων του 19ου αιώνα. Το δυτικό
προλεταριάτο το ίδιο θεωρείται από δύο οπτικές γωνίες: καθόσον πρέπει να
κατακτήσει την εξουσία και να μετασχηματίσει τον κρατικό μηχανισμό, πρόκειται
για την οπτική μιας δύναμης εργασίας, αλλά, καθόσον θέλει ή θα ήθελε μία
καταστροφή του κράτους, πρόκειται για την οπτική μιας δύναμης
αποεδαφικοποίησης. Ακόμα και ο Μαρξ ορίζει τον προλετάριο όχι μόνο ως
αλλοτριωμένο (εργασία), αλλά ως αποεδαφικοποιημένο. Ο προλετάριος, από αυτή την
τελευταία άποψη, εμφανίζεται ως ο κληρονόμος του νομάδα μέσα στον δυτικό κόσμο.
Και όχι μόνο πολλοί αναρχικοί επικαλούνται νομαδικά θέματα φερμένα από την
Ανατολή, αλλά κυρίως η αστική τάξη του 19ου αιώνα πρόθυμα ταυτίζει
προλετάριους και νομάδες, και εξομοιώνει το Παρίσι με μια πόλη στοιχειωμένη από
τους νομάδες[5].
Το μπλοκάρισμα της
νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού σχεδίου (το οποίο άλλωστε και αυτό αρχίζει όλο και
περισσότερο να μοιάζει με μη-σχέδιο), ένα μπλοκάρισμα έστω στιγμιαίο –αλλά κάθε
μπλοκάρισμα εξ ορισμού μόνο στιγμιαίο μπορεί να είναι-, χωρίς κάποια ιδέα «μετασχηματισμού»
του, χωρίς «πλάνο Β», αυτό το ξερό «I would prefer not to» το αντάξιο του
γραφιά Μπάρτλμπυ από το ομώνυμο διήγημα του Χέρμαν
Μέλβιλ, πρέπει να διαβαστεί σε αυτή τη γενεαλογία των «νομαδικών
θεμάτων των φερμένων από την Ανατολή», που συνεχίζουν να στοιχειώνουν το
Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τις Βρυξέλλες, τη Λισαβόνα … Και επίσης, βέβαια, να
διαβαστεί σε συνάρτηση με μια σειρά άλλες αρνήσεις, εξόδους, μπλοκαρίσματα,
απεδαφικοποιήσεις, που ξεπήδησαν τα τελευταία δύο-τρία χρόνια στις πρωτεύουσες
–αλλά και στις δευτερεύουσες, τριτεύουσες κ.ο.κ.- μια σειράς από άλλα, σημερινά
μετα-αποικιακά έθνη-κράτη, τα οποία τις ίδιες αυτές χρονολογίες που αναφέρθηκαν
παραπάνω, και πολύ αργότερα, ως εκ θαύματος αποτελούσαν και αυτά μέρος της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: της Τυνησίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης, της Συρίας
και της Υεμένης. Μια σειρά από απεδαφικοποιήσεις οι οποίες επίσης είχαν μία
διαφορετική σχέση με «το χώρο και τις υλικές συνθήκες»: αξιοποιούσαν, ανάλογα
με την περίσταση, άλλοτε τη θάλασσα όπως οι Κύπριοι, άλλοτε την έρημο, άλλοτε
τις πλατείες των μεγαλουπόλεων, (εγκαθιστώντας εκεί με μαζικό τρόπο το πιο
χαρακτηριστικό σύμβολο του νομάδα: το αντίσκηνο), αλλά πάντοτε λείους
και όχι πτυχωμένους χώρους.
Αν θέλουμε να σκεφτούμε αυτό
το μπλοκάρισμα και να δουλέψουμε μαζί του, νομίζω ότι πρέπει να ξανασυνδεθούμε
με αυτή τη διάσταση, την οποία η παραδοσιακή αριστερά του «εθνικού/ κοινωνικού
κράτους» και της λαϊκής κυριαρχίας δεν έχει τα μέσα για να διαβάσει, και να
προσπαθήσουμε όσο αντέχουμε να αφεθούμε σε αυτήν και να ακολουθήσουμε τη γραμμή
φυγής της. Καλό θα μας κάνει. Τουλάχιστον, ίσως καταφέρει να μας ξαναθυμίσει
ότι
δεν
μπορούμε να καταλάβουμε την κοινωνική αλλαγή και την αυτενέργεια των ανθρώπων
εάν τους βλέπουμε ως πάντοτε εμπλεγμένους στον έλεγχο και ρυθμισμένους
από αυτόν. Μπορούμε να καταλάβουμε το σχηματισμό της εξουσίας μόνο από την
προοπτική των ανθρώπων που ξεφεύγουν, και όχι το αντίστροφο. Η απόδραση, η
φυγή, η ανατροπή, η άρνηση, η λιποταξία, η δολιοφθορά των ανθρώπων, ή απλώς οι
πράξεις τους που λαμβάνουν χώρα πέρα ή ανεξάρτητα από υφιστάμενες πολιτικές
δομές εξουσίας, υποχρεώνουν την κυριαρχία να ανταποκριθεί στη νέα κατάσταση που
δημιουργούν οι άνθρωποι ξεφεύγοντας, και έτσι να αναδιοργανωθεί. Η κυριαρχία
εκδηλώνεται ως αντίδραση στη φυγή. Οι άνθρωποι δεν ξεφεύγουν από τον έλεγχό
της. Οι άνθρωποι απλώς ξεφεύγουν. Ο έλεγχος είναι μία πολιτιστική-πολιτική
επινόηση που έρχεται μετά για να τιθασεύσει και ενδεχομένως να ιδιοποιηθεί την
απόδραση των ανθρώπων[6].
‘Δεν είμαστε τάξη’.
Οι
αστοί τούς προσδιόριζαν ως μια επικίνδυνη τάξη. Αλλά γι’ αυτούς, ο ταξικός
αγώνας ήταν ο αγώνας για να μην αποτελούν πλέον τάξη, ο αγώνας για να βγουν από
την τάξη και από τη θέση που προέβλεπε γι’ αυτούς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων …»
(Jacques Rancière, «Le plaisir de la métamorphose politique», συνέντευξη –μαζί
με την Judith Revel- στη Libération, 24 Μαΐου 2008).
[2] Antonis Hadjikyriacou, Society and Economy
on an Ottoman Island: Cyprus in the Eighteenth Century, PhD Thesis, School
of Oriental and African Studies, University of London, October 2010, σ. 132-3· δική μου απόδοση
[3]
Η ενότητα από την εργασία του Χατζηκυριάκου όπου απαντά το παραπάνω απόσπασμα
έχει ακριβώς τον τίτλο «Cycles of (un)sustainability».
[4] Βλ. και Sandro Mezzadra, Diritto di fuga.
Migrazioni, cittadinanaza, globalizzazione, Ombre Corte, Verona 2001, σ. 7.
[6] Dimitris Papadopoulos, Niamh Stephenson, and
Vassilis Tsianos, Escape Routes. Control and Subversion in the 21st Century,
Pluto Press, London – Ann Arbor 2008, σ.