Αναδημοσίευση απο RedNoteBook
Τελειώνει η μεταπολίτευση; Και τι τελειώνει μαζί της; Τι υπάρχει μετά; Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, καταθέτει στο βιβλίο του μιαν άρτια μελέτη του σύγχρονου πολιτικού συστήματος απ’ τη σκοπιά όσων «δεν αποσύρθηκαν από την ιδέα να αλλάξουμε τον κόσμο»
Χριστόφορος Βερναρδάκης, «Πολιτικά κόμματα, εκλογές & κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Ο κυρίαρχος λόγος (πολιτικός, δημοσιογραφικός και ακαδημαϊκός) για το πώς φτάσαμε μέχρις εδώ έχει αναδείξει έγκαιρα τους δικούς του κοινούς τόπους: Κομματικοποίηση του κράτους, πελατειακό, σπάταλο και υπερδιογκωμένο κράτος, λαϊκίστικη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, ελληνική ιδιαιτερότητα, καθυστέρηση ως προς την Ευρώπη, ανεπαρκές και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Κοινός παρονομαστής αυτών των εξηγήσεων (;) είναι η καταγγελία της Μεταπολίτευσης (δαιμονοποίηση του ’80, αδιαφορία ή επιλεκτική ενασχόληση με το ’90) και, κατ’ αντιστοιχία, ο πανηγυρισμός (ένας ακόμα…) για το τέλος του «μεταπολιτευτικού πάρτυ». Χωρίς τον κόπο να προσδιοριστεί το σημείο ισορροπίας κράτους και κοινωνικών τάξεων στο διάστημα 1974-2010, χωρίς οι παραπάνω ισχυρισμοί να ελέγχονται εμπειρικά ή να στηρίζονται θεωρητικά, και με χαρακτηριστική αδιαφορία για την ευρωπαϊκή διάσταση των μετασχηματισμών που συντελέστηκαν στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, η σημερινή επιβολή της εθνοσωτηρίου συνταγής αντιμετωπίζεται, στο λόγο αυτό, ως ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των σχέσεων κράτους-κοινωνίας στη βάση γενικώς της (εθνικής) ευθύνης· μιας έννοιας που υποτίθεται ότι εξέλειπε από τα μεταπολιτευτικά ήθη, ώστε το κράτος να αδυνατεί τόσα χρόνια να «εξορθολογίσει» την κοινωνία.
Η συζήτηση για το αν (και τι) «τελειώνει» μαζί με τη Μεταπολίτευση δεν είναι βυζαντινολογία. Κι αυτό γιατί, μακράν του να αποτελεί «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» ή αφετηρία «εθνικής-δημοκρατικής ενότητας», η Μεταπολίτευση σήμανε για την Ελλάδα το τέλος μιας μακράς περιόδου πολέμων και πραξικοπημάτων, την κατάρρευση εξωκοινοβουλευτικών πυλώνων εξουσίας (παλάτι, στρατός, παρακρατικές οργανώσεις) και τη συντριβή της αντικομμουνιστικής εθνικοφροσύνης ως κρατικής ιδεολογίας· με διαφορετική διατύπωση, η Μεταπολίτευση υπήρξε η αφετηρία για μια νέα σχέση (καπιταλιστικού) κράτους-κοινωνίας, τους όρους και τα όρια της οποίας («δίκαιο κέρδος», κοινωνική ειρήνη) έθεσαν τα κόμματα που δημιουργήθηκαν το 1974. Τα κόμματα αυτά επωμίστηκαν κατά κύριο λόγο τη διαδικασία της μετάβασης, σε αυτά διοχετεύτηκε με μαζικούς όρους ο μεταπολιτευτικός κοινωνικός ριζοσπαστισμός και γι’ αυτό η μεταπολιτευτική δημοκρατία είναι πρώτα απ’ όλα μια (αστική) κομματική δημοκρατία: ούτε Ιθάκη του «ειδυλλιακού τότε», ούτε το ερμηνευτικό πασπαρτού για το δυσοίωνο σήμερα. Με αυτή λοιπόν την έννοια, κάθε νύξη περί «τέλους της Μεταπολίτευσης» αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες καμπές της νέας «σχέσης» που εγκαινιάστηκε το ’74: Σε διαφορετικές ισορροπίες του εκκρεμούς κοινωνικής αντιπροσώπευσης και κρατικής νομιμοποίησης, εντός του οποίου κινείται κάθε κόμμα - με διαφορετική διατύπωση: σε διαφορετικά «είδη» (αστικής) δημοκρατίας.
Από την άποψη αυτή, η συζήτηση για τα όρια, και κυρίως, για το τι υπάρχει «μετά» τη Μεταπολίτευση δεν αφορά αποκλειστικά τους πολιτικούς επιστήμονες. Εδώ ακριβώς ο Βερναρδάκης τα καταφέρνει θαυμάσια, προσφέροντας ένα βιβλίο που διαβάζεται (και αξίζει να διαβαστεί) από μη ειδικούς, χωρίς από την άλλη να πρόκειται για «εύκολο» βιβλίο. Στα τέσσερα κεφάλαιά του, μπορούμε να παρακολουθήσουμε από τέσσερις διαφορετικές προοπτικές τη μετατόπιση των κομμάτων στο εκκρεμές που προαναφέραμε, και πιο συγκεκριμένα, την αποδυνάμωσή τους ως εκπροσώπων μακροπρόθεσμων κοινωνικών συμφερόντων στο κράτος, χάριν της ενίσχυσης ενός άλλου τους ρόλου: να «εκλαϊκεύουν» προς την κοινωνία (ολοένα και πιο συγκλίνουσες) στρατηγικές κρατικής διαχείρισης του νεοφιλελευθερισμού.
Αξιοποιώντας κλασικά έργα της πολιτικής επιστήμης, θεωρητικές επεξεργασίες των Πουλαντζά (για το κυρίαρχο μαζικό κόμμα), Κatz και Mair (για το κόμμα-καρτέλ), σύγχρονες μελέτες πολιτικών επιστημόνων και νέων ερευνητών, τη δική του συστηματική δουλειά και υλικό από τις πολυετείς έρευνες τις VPRC, ο Βερναρδάκης προσφέρει μιαν άρτια μελέτη του σύγχρονου πολιτικού συστήματος που δεν εξηγεί την πολιτική διά της πολιτικής – και, μ’ αυτή την έννοια, «επικοινωνεί» με το πρόσφατο βιβλίο των Ε. Τσακαλώτου και Χ. Λάσκου «Χωρίς Επιστροφή» (εκδ. ΚΨΜ 2011), που σωστά αξιώνει να μη διαβαστεί αποκλειστικά από οικονομολόγους.
Στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου, λοιπόν, παρακολουθούμε όψεις της ίδιας εξέλιξης –της κρατικοποίησης των κομμάτων–, που εκτυλίσσεται σε τρεις φάσεις: συμμετοχική κομματική δημοκρατία (1974-1981), συγκαταθετική κομματική δημοκρατία (1981-1996) και κρίση της κομματικής δημοκρατίας (1996-2010), όπως ονομάζεται μια περίοδος «αποταξικοποίησης» των κομμάτων και μετατροπής τους σε υποσυστήματα του (καπιταλιστικού) κράτους. Τα ίχνη αυτής της διαδικασίας εντοπίζονται στη σύγκλιση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και την απώλεια του παραταξιακού-ταξικού χαρακτήρα του δικομματισμού, στην αυτονόμηση των «κορυφών» (όλων) των κομμάτων, στη ρευστοποίηση της οργάνωσής τους και την εξατομίκευση της εκλογικής τους βάσης, στην εθνική ρητορική και τον πανσυλλεκτισμό τους, στη δημιουργία, τέλος, ενός μεσαίου χώρου, που αναγνωρίζει ως απαραβίαστη την πρωτοκαθεδρία της αγοράς. Eνός χώρου που εκτείνεται από την εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά μέχρι τη φιλελεύθερη-μετριοπαθή αριστερά. Δευτερεύουσα, αλλά όχι ασήμαντη όψη του φαινομένου, η «αποκέντρωση» της πολιτικής (ανεξάρτητες αρχές, μιντιοποίηση), που συμβάλλουν στην ουδετεροποίηση των πολιτικών διακυβευμάτων και την περαιτέρω «θωράκιση» των κρατικών πολιτικών.
Ο Βερναρδάκης υποδεικνύει την «υλική βάση» αυτής της νέας συνθήκης, ανατρέχοντας στην προ-ΟΝΕ εποχή: στο οικονομικό και οικολογικό όργιο των Ολυμπιακών Αγώνων, στη διαμόρφωση (ως και με αφίσες, αλλά και με την ενεργό συμμετοχή ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ…) του πολυπληθούς «κόμματος του Χρηματιστηρίου», στην εργαλειοποίηση της δημόσιας διοίκησης χάριν της αγοράς, καθώς και στη συγκρότηση μιας γραφειοκρατίας δημοσίων υπαλλήλων που επέβλεψε τη ροή ευρωπαϊκών πόρων και την ιδιωτικοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών. Η ανάλυση εντοπίζει στη συνθήκη αυτή την πρωτοφανή διόγκωση οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς, που δεν περιορίστηκε στην εκσυγχρονιστική οχταετία Σημίτη, αλλά συνεχίστηκε και μετά την ήττα των εκσυγχρονιστών, με τη συνέχιση του προγράμματός τους από τη ΝΔ, παρά την καταφανή αποτυχία του τελευταίου ως προς τους στόχους που το ίδιο είχε θέσει (σύγκλιση με την ΕΕ, άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, «αποτελεσματικότητα» του κοινωνικού κράτους).
Στο διάστημα αυτό, και στο όνομα της «απελευθέρωσης της οικονομίας», το ΠΑΣΟΚ οργάνωσε μια κλειστή σχέση με εταιρείες (τράπεζες, κατασκευαστικές, εξοπλιστικές, εταιρείες μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, κλάδους της πληροφορικής, της ενέργειας, της παιδείας, της υγείας και των ΜΜΕ…) οικοδομώντας σχέσεις αλληλοϋποστήριξης με μεγάλες επιχειρηματικές οικογένειες και ιδιωτικοποιώντας πλήθος κερδοφόρων επιχειρήσεων. Ο Καραμανλής θα προσπαθήσει με το «βασικό μέτοχο» να διαρρήξει αυτό το πλέγμα για να διατηρηθεί στην εξουσία. Όμως οι εσωτερικές πιέσεις και η ήττα –με παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο όνομα του ανταγωνισμού–, θα σημάνουν την ενίσχυση των «νταβατζήδων», την ακύρωση της ηθικολογικής κριτικής της ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ και την «αλλαγή φρουράς» όσον αφορά το διαπλεκόμενο πολιτικό προσωπικό. Είναι από τότε που τα γαλάζια στελέχη θα εγκαινιάσουν μια νέα περίοδο ασύλληπτων σκανδάλων, η οποία διαρκεί μέχρι το 2009.
Σε όσα συμβαίνουν από τη δεκαετία του ’90 και μέχρι πρότινος, η αριστερά αδυνατεί να διαμορφώσει μια δυναμική αντιμετώπισης του δικομματισμού. Αλλά γιατί; Ο Βερναρδάκης επισημαίνει ότι ο δικομματισμός δεν εξαντλείται στην εκλογική και πολιτική δύναμη των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας: αποτελεί εργαλείο διακυβέρνησης, με δύο συγκλίνοντα κόμματα να συμφωνούν εκ των προτέρων για τις κρατικές πολιτικές. Στα χρόνια αυτά, λοιπόν, ο συστημισμός του Συνασπισμού και ο απομονωτισμός του ΚΚΕ (όχι δηλαδή η απουσία της απλής αναλογικής ή αποκλειστικά εκλογικών συνεργασιών…) στερούν από την αριστερά τη δυνατότητα να συγκροτηθεί ως αντίπαλο κοινωνικό ρεύμα, μολονότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για μια τέτοια κοινωνική διαθεσιμότητα. Στο βιβλίο προτείνονται ως εξηγήσεις τόσο η ιστορία της μεταπολεμικής αριστεράς (ορίζοντας της ΕΔΑ π.χ. ήταν η νομιμοποίηση, δηλαδή το κράτος), όσο και πολιτικές επιλογές που συνδέονται με κοινωνικές εκπροσωπήσεις, ιδεολογικές αναφορές και οργανωτικές επιλογές των κομμάτων της. Έχει σημασία η παρατήρηση του Βερναρδάκη ότι η αριστερά διαφοροποιείται μεν από τα αστικά-κρατικά κόμματα, καθώς επιδιώκει την εκπροσώπηση κοινωνικών συμφερόντων, και καθώς δεν συνδέεται οργανικά με κρατικές θέσεις (όπως συμβαίνει π.χ. με τον ΛΑΟΣ)· ακόμα και έτσι, όμως, διατηρεί μια περιορισμένη κοινωνική αυτονομία, καθώς εξαρτάται οικονομικά από την κρατική χρηματοδότηση και τον τραπεζικό δανεισμό, καθώς και από την ένταξη σημαντικού μέρους της στελεχιακής της βάσης (ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ) στο δημόσιο τομέα.
Με δεδομένα τα παραπάνω, τι θα μπορούσε να είναι η δημοκρατία μετά το «τέλος της Μεταπολίτευσης», στο φόντο ενός καπιταλισμού που αρνείται προ πολλού να οριοθετηθεί σε κάποιο πλαίσιο «δίκαιης» κερδοφορίας και κοινωνικής συνεργασίας; Ο μέχρι πρότινος πολυσυλλεκτισμός των κομμάτων δεν τους επιτρέπει πλέον να διατηρούν πολυσυλλεκτικές κοινωνικές συμμαχίες, γεγονός που αναγκάζει ακόμα και κρατικούς διανοουμένους (η ανάδειξη των οποίων χρονολογείται στη δεκαετία του ’90) να μιλούν για «κόμματα-μη κόμματα». Οι προβλέψεις για το μέλλον θα ήταν επισφαλείς, εξ ου και στο βιβλίο αποφεύγονται. Όμως, τόσο τα στοιχεία που παρατίθενται, όσο και η εμπειρία από την Ελλάδα και την Ευρώπη (πρωθυπουργοί και υπουργοί από το χώρο των τραπεζών, των φαρμακοβιομηχανιών ή των τουριστικών επιχειρήσεων, κομματικά στελέχη από το «βαθύ κράτος» ή το χώρο του θεάματος) προδιαγράφουν πράγματα όχι ευχάριστα. Στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, η άμεση οικονομική κυριαρχία και η κρατική βία «εξηγούνταν» ως αποτελέσματα της απουσίας ανεπτυγμένων μηχανισμών που θα οργάνωναν τη συναίνεση· σήμερα που οι μηχανισμοί αυτοί υπάρχουν, τι είδους συναίνεση μπορεί άραγε να επιτευχθεί (και κυρίως πώς…) σε ένα πρόγραμμα καπιταλιστικής συσσώρευσης που παραπέμπει στον 19ο αιώνα; Ο Βερναρδάκης δεν προσφέρει συνταγές. Παρέχει όμως σημαντικό υλικό για απαντήσεις, απ’ τη σκοπιά όσων «δεν αποσύρθηκαν από την ιδέα να αλλάξουμε τον κόσμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου